Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁσίη

См. также в других словарях:

  • ὁσίη — ὅσιος hallowed fem nom/voc sg (epic ionic) ὁσία divine law fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσίῃ — ὅσιος hallowed fem dat sg (epic ionic) ὁσία divine law fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

  • οσία — ὁσία, ιων. τ. ὁσίη ἡ (Α) βλ. όσιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»