Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁσιωτήρ

См. также в других словарях:

  • οσιωτήρ — ὁσιωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (για το ζώο που θυσιαζόταν όταν κάποιος από τους ιερείς διοριζόταν στην τάξη τών οσίων) αυτός που καθοσιώνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. ορθω τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὁσιωτήρ — consecrator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτῆρα — ὁσιωτήρ consecrator masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»