-
1 οσια
ион. ὁσίη ἥ1) (= лат. fas) высший (божеский, нравственный) закон, веление нравственного долгаοὐχ ὁσίη Hom. (= лат. nefas) — нехорошо, грешно, не подобает, нельзя;
ἐκ πάσης ὁσίης HH. — со всей справедливостью, с полным правом;νομίσας πολλέν ὁσίαν τοῦ πράγματος Arph. — считая это вполне правильным;ὅσον ὁσίη ἐστὴ λέγειν Her. — о чем нисколько не грешно сказать;τὸ τῆς ὁσίας Dem. — нравственный долг2) священный обычай или обряд, нерушимая традиция(ὁσίης ἐπιβῆναι HH.)
ὁσίᾳ δοῦναι ἔπος Eur. — произнести заклинание в соответствии с традицией;ὁσίας ἕκατι ποιεῖσθαί τι Eur. — сделать что-л. для формы;αἱ ὁσίαι τε καὴ νόμιμα Plat. — священные обряды и благочестивые обычаи;αἱ περὴ τοὺς θνῄσκοντας ὁσίαι Plut. — погребальные обряды
См. также в других словарях:
ὁσίη — ὅσιος hallowed fem nom/voc sg (epic ionic) ὁσία divine law fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσίῃ — ὅσιος hallowed fem dat sg (epic ionic) ὁσία divine law fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
οσία — ὁσία, ιων. τ. ὁσίη ἡ (Α) βλ. όσιος … Dictionary of Greek