Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἐπειοί

См. также в других словарях:

  • Επειοί — Αρχαίοι κάτοικοι πελασγικής καταγωγής της Κοίλης Ήλιδας (δυτικής Πελοποννήσου) και της δυτικής Αχαΐας. Η ονομασία της εξαφανίζεται κατά την ιστορική εποχή και αναφέρονται μόνο οι Ηλείοι και οι Πισάτες. Κυριότερες πόλεις τους ήταν η Πύλος, η… …   Dictionary of Greek

  • Ἐπειοί — Ἐπειός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Elis — Präfektur Elis (1930–2010) Νομός Ηλείας Basisdaten (April 2010)[1] Staat …   Deutsch Wikipedia

  • ЭПЕН —    • Epēi, Έπειοί,          издревле жители Северной Элиды, производившие свое имя от Эпея, сына Эндимиона (Il. 2, 619.); по сказанию, они пришли из Фессалии. По Ефору (Strab. 10, 464.), они за 6 поколений до Троянской войны пришли под… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЭТОЛИЯ —    • Aetolia,          Αίτωλία, область Греции, по преданиям названная так от имени Этола, сына Эндимионова, бежавшего сюда из Элиды, а прежде, как и Акарнания, называвшаяся Κουρητίς или, по имени другого племени Ύαντίς; на западе граничила с… …   Реальный словарь классических древностей

  • Epeo de Élide — Para otros usos de este término, véase Epeo. Epeo de Élide (en griego Ἐπειός ὁ Ἠλείος, Epeiós ho Eleíos ) fue el tercer rey mítico de la antigua Élide. Es héroe epónimo de los epeos, una de las denominaciones de los habitantes de la Élide. Era… …   Wikipedia Español

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • Αμαρυγκεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αλέκτορα και της Διογένειας, σύμφωνα με τον Ευστάθιο, ή γιος του Θεσσαλού Πυττία, σύμφωνα με τον Παυσανία. Από άλλους αναφέρεται ως γιος του Ονησιμάχου από τις Μυκήνες, ο οποίος πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 19… …   Dictionary of Greek

  • Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»