Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔκ-χῠτο

См. также в других словарях:

  • χύτο — χέω diffuse completely aor ind pass 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …   Dictionary of Greek

  • χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροπελεκητός — ή, ό 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πελεκητό, λείο μάρμαρο 2. μτφ. (κυρίως για χέρια και λαιμό γυναίκας) λείος και λευκός σαν μάρμαρο (έχεις το λαιμό χυτό, μαρμαροπελεκητό», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από χυτό χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτός (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, οἰνό χυτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»