Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλίαν

См. также в других словарях:

  • Ἁλίαν — Ἁλίᾱν , Ἁλίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίαν — ἁ̱λίᾱν , ἅλιος 1 of the sea fem acc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱν , ἅλιος 2 fruitless fem acc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱν , ἁλία assembly of people fem acc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱν , ἁλίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»