Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-πελάζω

См. также в других словарях:

  • επιπελάζω — ἐπιπελάζω (Α) [πελάζω] φέρνω κάτι κοντά, πλησιάζω («πρὶν ἐπὶ ξίφος αἵματι σῷ πελάσαι», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • ἐξεπελάσθης — ἐκ , ἐπί λάζω aor ind pass 2nd sg ἐκ ἐπελαύνω drive upon aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) ἐκ ἐπιλάζυμαι hold tight aor ind mp 2nd sg ἐκ πελάζω approach aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεπέλασσεν — ἐκ , ἐπί λάζω aor ind act 3rd sg ἐκ ἐπελαύνω drive upon aor ind act 3rd sg (epic) ἐκ πελάζω approach aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»