Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ασμα

См. также в других словарях:

  • ἄσμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek

  • άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… …   Dictionary of Greek

  • Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος …   Dictionary of Greek

  • Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα …   Dictionary of Greek

  • λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»