-
1 άσμα
ἄσμαneut nom /voc /acc sg——————ἄεισμαneut nom /voc /acc sgᾆσμαsong: neut nom /voc /acc sg -
2 ᾆσμα
ᾆσμα, ατος, τό (Pl. +; LXX; TestSol 8:2 D; Philo; Jos., C. Ap. 1, 12) song ἐποιήσεν ᾆσμα κυρίῳ τῷ θεῷ Anna sang a song for the Lord God GJs 6:3.—DELG s.v. ἀείδω. -
3 ᾆσμα
ᾆσμα, τό, das Gesungene, Gesang, lyr. Gedicht, Plat. Prot. 343 c u. Folgde.
-
4 ασμα
-
5 άσμα
άσμα το1) песнь, песня;2) псалом -
6 ἄσμα
-
7 ᾆσμα
-
8 ᾆσμα
ᾆσμα, das Gesungene, Gesang, lyr. Gedicht -
9 άσμα
τό1) песнь, песня; 2) пение (тж. птиц); 3) песнь (часть, раздел эпической поэмы); 4) церк, псалом;§ κύκνειο άσμα — лебединая песня;
Άσμα Ασμάτων библ песнь песней -
10 ἄσμα
Βλ. λ. άσμα -
11 ᾆσμα
Βλ. λ. άσμα -
12 ἄσμα
-
13 άσμα
[аэма] ουσ. о. песни, гимн,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άσμα
-
14 ᾆσμα
-ατος + τό N 3 1-0-4-9-2=16 Nm 21,17; Is 5,1; 23,15.16; 26,1 -
15 άσμα
[аэма] ουσ ο песни, гимн.(μεταφ) славословие. -
16 άσμα
chant -
17 Άσμα Ασμάτων
Άσμα Ασμάτων τοПеснь Песней – одна из самых поэтичных по стилю книг Ветхого Завета, в образах отношений жениха и невесты таинственно изображающая отношения Христа и Церкви, Бога и души человекаЭтим.< дргр. άσμα < αδ-μα < άδω «петь». Словосочетанием Άσμα Ασμάτων — в Септуагинте названа книга евр. Shir hash-shirim «самая великолепная песнь», которая в свою очередь получила название по первым словам книгиΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Άσμα Ασμάτων
-
18 πρό-ᾳσμα
πρό-ᾳσμα, τό, das Vorhergesungene, Schol. Theocr. 1, 64.
-
19 ἔπ-ᾳσμα
-
20 Γρηγοριανό άσμα
Γρηγοριανό άσμα τοГригорианский хорал – один из видов церковных песнопений в Католической церквиΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Γρηγοριανό άσμα
См. также в других словарях:
ἄσμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek
άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾆσμα — ἄεισμα neut nom/voc/acc sg ᾆσμα song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π … Dictionary of Greek
Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχομένων Γραικών — Πατριωτικό θούριο του Αδαμάντιου Κοραή, που εκδόθηκε ανώνυμα «εν τη κατ’ Αίγυπτον ελληνική τυπογραφίαΑΩ». Το Ά. εκδόθηκε στην πραγματικότητα στο Παρίσι το 1800 και αποτελείται από 9 στροφές, η καθεμία από 16 οκτασύλλαβους στίχους. Το ελληνικό… … Dictionary of Greek
Άσμα της Αντιόχειας — (Chanson d’ Antioche). Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα 9.000 αλεξανδρινών στίχων με θέμα την A’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Αντιόχειας (1098). Ποιητής του είναι o Γκρεντόρ ντε Νουαΐ, φαίνεται όμως ότι είναι διασκευή από παλαιότερο ποίημα του… … Dictionary of Greek
Άσμα του Ρολάνδου — Γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα. Βλ. λ. έπος … Dictionary of Greek
Κύκνειον ἆσμα. — См. Лебединая песня … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ξίπ(π)ασμα — το (εσφ. γρφ.) βλ. ξύπασμα … Dictionary of Greek
λύσσ(ι)ασμα — το, ατος 1. το να προσβληθεί κανείς από λύσσα: Του έκαναν ένεση για λύσσιασμα. 2. σφοδρή επιθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)