-
1 πλατιον
-
2 πλατίον
-
3 πλᾱτίον
-
4 πλατίον
πλᾱτίον, πλησίοςdoric (indeclform adverb) -
5 πλήσιος
πλήσι-ος, α, ον, [dialect] Boeot. [full] πλᾱτίος Rev.Ét.Gr.10.29 ([place name] Thespiae): ([etym.] πέλας, πελάζω):—2 c. dat.,πλησίοι ἀλλήλοισι Il.23.732
, cf. Od.2.149, S.Ant. 761.3 abs., near, neighbouring,πλησίαι αἵ γ' ἥσθην Il.4.21
; dub.l. in A.Eu. 195;οἱ π. γύαι S.OC58
;τῶν πλησίων ἱερῶν OGI736.5
([place name] Egypt): Subst., neighbour,ἰδὼν ἐς π. ἄλλον Il.2.271
, etc.;οἱ π. Hdt. 7.152
, Ar.Lys. 471, etc.II Adv. πλησίον, [dialect] Aeol. [full] πλάσιον [ᾱ] Sapph.2.3, Supp.6.1; [dialect] Dor. [full] πλᾱτίον: = πέλας, near, hard by, c. gen.,τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ π. ἀλλήλων Il.3.115
, cf. Od.14.14;Σωφροσύνας πλατίον οἰκεῖ Epich.101
, cf. IG42(1).123.15 (Epid., iv B. C.);κεῖται στενωποῦ π. A.Pr. 366
;στῆθι π. πατρός S.Tr. 1076
;στρατοπεδεύεσθαι π. τινῶν Hdt.4.111
;ὁρῶ δέ σ' ἤδη τοῦδε π. κακοῦ E.Hipp. 1439
;π. παρῆσθα κινδύνων ἐμοί Id.Or. 1159
: c. dat.,σταθεῖσα τῷ τεκόντι π. Id.IA 1551
;τοῖς πολεμίοις π. προσέρχομαι Plu.2.234d
.2 with the Art., ὁ πλησίον (sc. ὤν) one's neighbour, Thgn.221, 611, E.Hec. 996 (pl.), Antipho Soph.58, Arist.Pol. 1267a25, etc.;ὁ π. καὶ ὁ γείτων Pl. Tht. 174b
;τοὺς μάλιστα π. ἑαυτῶν Id.Ap. 25d
; [dialect] Dor.,ὁ πλατίον Theoc. 5.28
, 10.3: with Substs.,ταῖς π. κλίναις Pl.Prt. 315d
; ὁ π. παράδεισος, αἱ π. κῶμαι, etc., X.An.2.4.16, 3.4.9, etc.III [comp] Sup. - αίτατος ib.1.10.5, 7.3.29. [comp] Comp. Adv.- αιτέρω Hdt.4.112
;- αίτερον X.Mem.2.1.23
: [comp] Sup.- αίτατα Id.Vect.4.46
: later [comp] Comp.- έστερος Simp. in Cael. 441.14
. Adv. , Them.Or.1.12a.—The Adj. is poet. and [dialect] Ion.; in [dialect] Att. Prose only the Adv. is found.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλήσιος
-
6 πλατ-ωχέτης
πλατ-ωχέτης, ὁ, der Nahewohnende, von πλατίον, = πλησίον, s. πλατυχαίτας.
-
7 πλησίος
πλησίος (mit πέλας, πελάζω zusammenhangend), nahe; Hom. τινός, Il. 6, 249 Od. 5, 71, u. τινί, Il. 23, 732 Od. 2, 149; als subst. der Nächste, Nachbar; oft bei Hom. ὧδε δέ τις εἴπε κεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον. – Selten bei den Attikern: χρηστηρίοις ἐν τοῖςδε πλησίοισι, Aesch. Eum. 186; ϑνήσκει πλησία τῷ νυμφίῳ, Soph. Ant. 757; παρούσης τῆςδε πλησίας ἐμοί, El. 630; πλησίους δόμους, Eur. Med. 969; πλησία σταϑεῖσα, I. A. 629. – Gew. πλησίον (dor. πλατίον), adverbial u. mit dem Artikel als adj. gebraucht, κεῖται στενωποῦ πλησίον ϑαλασσίου, Aesch. Prom. 364; τοῦ πλησίον παρόντος, Soph. El. 915 u. öfter; u. Eur., z. B. πλησίον παρῆσϑα κινδύνων ἐμοί, Or. 1159; οἱ πλησίον, Ar. Eccl. 565; τοὺς μάλιστα πλησίον ἑαυτῶν, Plat. Apol. 25 e; οὗτος παρά σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Phaedr. 243 e; πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου, Phaed. 59 d; κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν, Phaedr. 299 c; Xen. u. Folgde immer nur die adverbiale Form. – Der compar. u. superl. ist gew. πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, Xen. An. 1, 10, 5 u. öfter, u. Folgde; πλησιαιτέρω, Her. 4, 112. Auch πλησιέστερος u. πλησιέστατος kommt vor als v. l., Xen. Mem. 2, 1, 23.
-
8 πλητίς
πλητίς, ἡ, = τὸ πλατίον, Hesych.
-
9 πλησιον
Iдор. πλᾱτίον adv. поблизости, близко(κυρεῖν Soph.): (οἱ γεωργοί)
, ὅσοι π. ἐγεώργουν Plat. земледельцы, живущие по соседству (досл. которые рядом обрабатывали землю); ὅ π. Plat., Xen. ближний, сосед; αἱ π. κῶμαι Xen. соседние (окрестные) деревниII(στρατοπεδεύεσθαι π. τινός Her.; τοῦ χωρίου NT.; προσέρχεσθαι π. τινί Plat.)
-
10 πλατιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατιάζω
-
11 πλατυχαίτας
A neighbour: Schneid., comparing ὁμωχέτας, restored [full] πλᾱτ-ωχέτας (better [full] πλᾱτι-ωχέτας, from πλατίον, [dialect] Dor. for πλησίον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατυχαίτας
См. также в других словарях:
πλατίον — Α (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. πλησίον … Dictionary of Greek
πλατίον — πλᾱτίον , πλησίος doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατιωχέτας — ὁ, Α ο γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πλατιο εχέτας (< πλατίον, δωρ. τ. τού πλησίον + ἔχω), με συναίρεση τών οε , πρβλ. ομ ωχέτας] … Dictionary of Greek
πλησίον — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατίον επίρρ. 1. κοντά σε μικρή απόσταση (α. «συνεχώς βρίσκεται πλησίον του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκείνων», η ρόδ.) 2. (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ πλησίον εκκλ. κάθε άνθρωπος σε σχέση με τον άλλο, συνάνθρωπος… … Dictionary of Greek