Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πίλναμαι

См. также в других словарях:

  • πίλναμαι — Α προσεγγίζω, πλησιάζω («ἅρματα... χθονὶ πίλνατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παθ. αθέματος ενεστ. πίλ νᾰ μαι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα νη μι / νᾱ μι (πρβλ. δάμ νημι) που στη μέση φωνή εμφανίζεται με τη συνεσταλμένη του μορφή νᾰμι από τη… …   Dictionary of Greek

  • επιπίλναμαι — ἐπιπίλναμαι (Α) [πίλναμαι] (αποθ., μόν. στον ενεστ.) προσπελάζω, έρχομαι κοντά («οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • περιπίλναμαι — Α κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίλναμαι, παθ. τού πιλνώ «προσεγγίζω, πλησιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • πιλνώ — άω, Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, τό κάνω να πλησιάσει («δρῡς ὑψικόμους... πιλνᾷ χθονὶ... ἐμπίπτων Βορέας», Ησίοδ.) 2. προσεγγίζω, έρχομαι κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός τ. τού πίλναμαι*] …   Dictionary of Greek

  • προσπίλναμαι — Α πλησιάζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πίλναμαι «πλησιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • pel-2a, pelǝ- : plā- —     pel 2a, pelǝ : plā     English meaning: to cause to move, drive     Deutsche Übersetzung: ‘stoßend or schlagend in Bewegung setzen, treiben”     Material: Lat. pellō (probably from *pel nō), ere, pepuli, *pultus (assumed from pultüre “bump,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • u̯el-3 —     u̯el 3     English meaning: to press, push     Deutsche Übersetzung: “drängen, pressen, zusammendrängen, einschließen”     Material: Hom. εἴλω (*Fέλ νω); Inf. Aor. ἔλσαι and with suggestion ἐέλσαι, Aor. pass. ἐάλην, ἀλήμεναι, ep. Ion. εἰλέω… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»