-
1 ᾀσμός
-
2 ᾀσμός
-
3 ἐπι[πολ]ασμός
ἐπι[πολ]-ασμός, ὁ, = foreg.,2. metaph., arrogance, insolence, D.H.6.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]ασμός
-
4 σχεδόν
Grammatical information: adv.Meaning: `near', of place and time (ep. lyr. Il.), `nearly, almost, about' (posthom. IA.);Other forms: Also - όθεν `from nearby' (Hom., A. R.; Schwyzer 628).Compounds: Comp. αὑτο-σχεδόν (- δά P 319) `right in the vicinity, very near' (Hom., Arat.), `at once' (A. R.) with αὑτοσχεδ-ίη, only in obl. cas.: dat. - ίῃ ( μάχῃ, ὑσμίνῃ?; cf. Trümpy Fachausdrücke 113), acc. - ίην `in close combat, man to man' (Hom.), ἐς σχεδόν `in close combat' (Tyrt.), ἐξ -ίης `inconsiderate, offhand' (h. Merc.); adj. - ιος `unprepared, improvised' (Arist., hell. a. late).Derivatives: σχέδ-ιος `nearby, belonging to close combat' (A. in lyr. a.o.), `adjacent, concerning the closest present, instantly, unprepared, improvised' (hell. a. late); adv. - ίην `in close combat' (Ε 830), `soon' (Nic.). -- From this the verbs: 1. σχεδι-άζω, also w. ἀπο- a.o., `to improvise, to do, make offhand, to act thoughtlessly' (hell. a. late) with - ασμα, - ασμός, - αστικῶς (hell. a. late.; on the meaning Koller Glotta 40, 183ff.). 2. αὑτοσχεδι-άζω `id.' (Att.) with - αστής (X.), - ασμα, - ασμός, - αστός, - αστικός (Pl. Com., Arist. a.o.).Etymology: From σχεῖν, σχέσθαι (s. ἔχω) with suffix - δον (Schwyzer 626; cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 144f.); prop. `holding (himself) to, connecting'. Lat. LW [loanword] schedius, - ium. Cf. σχέδην.Page in Frisk: 2,837Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχεδόν
-
5 σιάξιμο
το, στάση η, στάσιμο τό, σ(ι)ασμός ο1) выравнивание; 2) устраивание; улаживание, налаживание; исправление, улучшение; благополучное завершение; 3) приведение в порядок; уборка; 4) ремонт, исправление -
6 άσμόν
-
7 ᾀσμόν
-
8 привидение
-я ουδ.οπτασία, -ασμός, ονειροφαντασία, υπνοφαντασία, ενυπνιαση. -
9 Αἰγυπτιασμός
Αἰγυπτι-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰγυπτιασμός
-
10 αὐγασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐγασμός
-
11 αὐτοσχεδιασμός
αὐτοσχεδι-ασμός, ὁ,A extemporaneous speaking, Alcid.Soph. 18 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσχεδιασμός
-
12 Βορεασμός
Βορε-ασμός, ὁ,A festival of Boreas at Athens, Hsch. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βορεασμός
-
13 γελοιασμός
γελοι-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελοιασμός
-
14 γιγγρασμός
γιγγρ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγρασμός
-
15 γλυκασμός
γλῠκ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκασμός
-
16 γομφιασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γομφιασμός
-
17 γούνασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γούνασμα
-
18 γωνιασμός
γωνι-ασμός, ὁ,A squaring off corners, Lys.Fr.61; name of a proposition in geometry, Hsch.: metaph., ἐπῶν γὠνιασμοί finishing of verses by square and rule, Ar.Ra. 956.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιασμός
-
19 δελεασμός
δελε-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δελεασμός
-
20 διαβιβασμός
διαβῐβ-ασμός, ὁ, Gramm.,A transitive force, A.D.Pron.113.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβιβασμός
См. также в других словарях:
ασμός — ἀσμός, ο (Α) [άδω] το άσμα … Dictionary of Greek
ᾀσμόν — ᾀσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνασμός — ἰσχνασμός, ὁ (Α) η ίσχνανση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. ασμός (πρβλ. κραδ ασμός, μαρ ασμός)] … Dictionary of Greek
φυσιασμός — ὁ, Α ρουθούνισμα, ροχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιῶ + κατάλ. ασμός (< ρ. σε άζω), πρβλ. σπ ασμός] … Dictionary of Greek
δαξασμός — δαξασμός, ο (Α) ερεθισμός, τσούξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαξ + (επίθημα) –ασμός (πρβλ. δρασμός, σπασμός, μαρασμός)] … Dictionary of Greek
λιτρασμός — λιτρασμός, ὁ (Α) η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε ασμός] … Dictionary of Greek
ουγκιασμός — οὐγκιασμός, ὁ (AM) η μέτρηση με την ουγγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐγκία + ασμός, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ουγκιάζω] … Dictionary of Greek
πασχητιασμός — ὁ, Α σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε άζω] … Dictionary of Greek
πλαδασμός — ὁ, Μ ύγρανση, σήψη, μούχλιασμα («πρὸς πλαδασμὸν καὶ σῆψιν ἀντίμαχοι», Ευστ. Πον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαδῶ + κατάλ. ασμός τών ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
σκιρτασμός — ο, ΝΜ σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ, κατά τα ουσ. σε ασμός από ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
σταδιασμός — ο, ΝΜΑ, και σταδισμός Α νεοελλ. στον πληθ. οι σταδιασμοί ναυτ. πίνακες αποστάσεων σε μίλια από λιμάνι σε λιμάνι μσν. αρχ. γεωγραφικό και ναυτιλιακό σύγγραμμα με τις αποστάσεις μεταξύ τών λιμανιών αρχ. 1. η μέτρηση κατά στάδια 2. εικασία. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek