-
1 φιλοτιμια
ἥ1) честолюбие, гордость Her.φ. τινός и ἐπί τινι Plat., ὑπέρ τινος, περί и πρός τι Polyb. — честолюбивое рвение к чему-л.;
τέν φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι πρός τι Luc. — с честолюбивым рвением заниматься чем-л.;διὰ φιλοτιμίαν и ὑπὸ φιλοτιμίας Plat., φιλοτιμίας ἕνεκεν Lys. или φιλοτιμίᾳ Dem. — из (оскорбленного) самолюбия, из честолюбия или из тщеславия;δοῦλοι φιλοτιμιῶν τινων μωρῶν Xen. — рабы каких-то глупых амбиций2) соревнование, соперничество(φιλονεικίαι καὴ φιλοτιμίαι Plat.; φθόνος καὴ φ. Isocr., Plut.)
αἱ φιλοτιμίαι τῶν συγγραφέων Polyb. — соперничество между писателями;φ. πλούτου Lys. — соревнование в богатстве3) честолюбивая расточительность Dem.φιλοτιμίας τὸν δῆμον ἀναλαμβάνειν Plut. — щедротами привлекать к себе народ;
τὰς οὐσίας εἰς τέν πρός τινα φιλοτιμίαν ἀναλίσκειν Aeschin. — растрачивать имущество на щедрые подачки кому-л.4) честь, почет(φιλοτιμίαν κτᾶσθαι Aeschin.)
ἔχειν φιλοτιμίαν τινί Dem. — служить к чести кому-л.;ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας и τῶν φιλοτιμιῶν Dem. — лишаться чести (почестей) -
2 φιλοτιμία
1 ambition ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (sc. χαλεπώτατοί εἰσι: at iudice Wil. haec non sunt ipsa verba Pindari) fr. 210. -
3 φιλοτιμία
φιλοτιμία, ας, ἡ (φιλότιμος ‘loving honor’, s. prec. entry; Trag., Hdt.+; ins, pap; Wsd 14:18; EpArist 227; Philo; Jos., Ant. 10, 25 περὶ τὸν θεόν; in a rhetorical ploy: of useless application to enumeration of data Ath., R. 18 p. 70, 16) generous zeal εἰς τὰ κωφὰ τὴν αὐτὴν ἐνδείκνυσθαι φιλοτιμίαν show the same generous zeal to the mute (images) Dg 3:5 (cp. SIG 457, 42f).—S. δείκνυμι. Larfeld I 501. DELG s.v. τιμή. Sv. -
4 φιλοτιμία
φιλοτῑμίᾱ, φιλοτιμίαlove of honour: fem nom /voc /acc dualφιλοτῑμίᾱ, φιλοτιμίαlove of honour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φιλοτῑμίαι, φιλοτιμίαlove of honour: fem nom /voc plφιλοτῑμίᾱͅ, φιλοτιμίαlove of honour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 φιλοτιμία
η1) самолюбие; чувство собственного достоинства; честь;ζήτημα φιλοτιμίας — вопрос чести;
2) усердие, рвение, старательность;§ την ανάγκη φιλοτιμία ποιοδμαι — или κάνω την ανάγκη φιλοτιμία — делать хорошую мину при плохой игре
-
6 φιλοτιμίᾳ
Βλ. λ. φιλοτιμία -
7 φιλοτιμία
A love of honour or distinction, ambition, freq. in bad sense in early writers, Pi.Fr. 210, E.IA 527, Ar.Th. 383, Arist.EN 1125b22;κακίστη δαιμόνων Φ. E.Ph. 532
;ἄκαιρος Isoc.Ep.2.9
;πλεονεξία καὶ φ. Th.3.82
; with φιλονικία, Pl.Lg. 860e; also in good sense, Isoc.5.110, X.Mem.3.3.13, Hier.7.3, Pl.R. 553c: the object is added in gen., φ. τῶν καλῶν ib. 555a, cf. X.Cyr.8.1.35; alsoφ. ἐπὶ τοῖς καλοῖς Pl.Smp. 178d
; ὑπὲρ τῶν ὅλων, περί τι, Plb.1.52.4, 5.71.6;πρὸς τὰ καλά Id.6.55.4
, cf. Pl.Lg. 834b; but φ. πρός τινα ambitious rivalry with him,ἡ πρὸς ἀλλήλους φ. καὶ στάσις Plb.4.87.7
(but αἱ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς φ. is f.l. for φιλονικίαι (ap.Stob.) in Isoc.3.18); φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως .. X. Cyr.8.1.39: freq. with Preps.,διὰ φιλοτιμίαν Pl.R. 586c
, Isoc.5.86, etc.;φιλοτιμίας ἕνεκα Lys.19.56
;ὑπὸ φιλοτιμίας Pl.Phdr. 257c
, etc.; simplyφιλοτιμίᾳ D.2.18
;φ. τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ Plu.2.856a
: pl., jealousies, rivalries,κατ' ἰδίας φ. Th.8.89
;φιλονικίαι καὶ φ. Pl.R. 548c
, etc.;αἱ φ. τῶν συγγραφέων
party-feelings,Plb.
3.21.10.2 conceited obstinacy,ἡ φ. κτῆμα σκαιόν Hdt.3.53
;ὑπὸ φιλοτιμίας, ἣν ὀνομάζουσιν οἱ νῦν Ἕλληνες κενοδοξίαν Gal.6.415
.4 lavish outlay for public purposes, munificence,ἡ πρὸς ὑμᾶς φ. Aeschin.3.19
, cf. POxy. 1153.16 (i A. D.), Dacia 1.273 ([place name] Tomi), BCH51.99 ([place name] Panamara), etc.: pl., occasions for munificence, Plu.Nic.3.II the object coveted, honour, distinction, credit,ἔστιν τὸ γράμμα ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς D.20.69
;φ. παρέχειν τινί X.Hier.1.27
; ἐκείνῳ ἔχει φ. is to his credit, D.2.3;ψευδῆ φ. κτᾶται Aeschin.3.45
;ἑνὶ τὴν φ. συνεχώρησεν Plu. Phoc.20
; both in sg. and pl., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας or τῶν -ιῶν, D.24.210, 19.223, cf. 24.91 (pl.); στέφανος φιλοτιμίας διὰ βίου, as an honour, Rev.Arch.22(1925).62 ([place name] Callatis); φιλοτιμίας χρυσίον charitable fund, ib.34(1931).347 ([place name] Stobi).III punningly, the conduct of one Philotimus, Cic.Att.6.9.2, 7.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοτιμία
-
8 φιλοτῑμία
φιλο-τῑμία, ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich; φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich; ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon; Freigebigkeit -
9 φιλοτιμία
-ας +ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 14,18love of honour, ambitionCf. LARCHER 1985, 818 -
10 φιλοτιμία
onur, özsaygı -
11 φιλοτιμία
prideΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φιλοτιμία
-
12 φιλο-τῑμία
φιλο-τῑμία, ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der δόξα entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; φιλοτιμία καὶ ἐπιϑυμία τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.
-
13 φιλοτιμον
-
14 φιλοτιμί'
φιλοτῑμίαι, φιλοτιμίαlove of honour: fem nom /voc plφιλοτῑμίᾱͅ, φιλοτιμίαlove of honour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 φιλοτιμίαι
φιλοτῑμίαι, φιλοτιμίαlove of honour: fem nom /voc plφιλοτῑμίᾱͅ, φιλοτιμίαlove of honour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 φιλοτιμίας
φιλοτῑμίᾱς, φιλοτιμίαlove of honour: fem acc plφιλοτῑμίᾱς, φιλοτιμίαlove of honour: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 προς-εκ-πίπτω
προς-εκ-πίπτω (s. πίπτω), noch dazu herausfallen, einen Ausfall thun; übertr., τῇ φιλοτιμίᾳ, aus Ehrsucht Maaß und Schranken überschreiten, Strab. 1, 2, 3; u. Sp.
-
18 πλεον-εξία
πλεον-εξία, ἡ, 1) das Mehrhaben, Ggstz ἔνδεια, Plat. Tim. 82 a; Gewinn, Vortheil, Ueberlegenheit, Eur. I. A. 509; αἱ ἐν τῷ πολέμῳ, Isocr. 3, 22; auch πλεονεξίας παρά τινος ποιεῖσϑαι, 4, 67; καὶ φιλοτιμία, Thuc. 3, 82; Oberherrschaft, Plut. Timol. u. a. Sp. – 2) das Mehrhabenwollen, Habsucht, Geiz, Betrug; ἡ ἐκ τῶν ἀπειρημένων, Pol. 6, 56, 3, στασιάσαντες περὶ τὴν τῶν εἰλημμένων πλεονεξίαν, wer einen größern Antheil an. der Beute haben solle, 2, 19, 3, überh. Anmaßung. Her. 7, 149; καὶ ἀκοσμία, Plat. Conv. 188 b; ἀρχόντων, ib. 182 c; ἀσκεῖν, Gorg. 508 a, u. öfter; Dem. u. Sp.; ἀδικίαι καὶ πλεονεξίαι, Strab. 7, 4, 6.
-
19 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
20 φιλό-τῑμος
φιλό-τῑμος, ehrliebend, ehrgeizig; Νυκτὸς παῖδες φιλότιμοι heißen die auf ihr Ehrenrecht bedachten od. die verehrungswürdigen Erinyen, Aesch. Eum. 986 (aber ἐκ στομάτων ποτάσϑω φιλότιμ ος εὐχά ist das Gebet der Ehre, Verehrung, Suppl. 644); τὸ φιλότιμον = φιλοτιμία, γλυκὺ μέν, λυπεῖ δέ Eur. I. A. 22; Thuc. 2, 44; aus Ehrliebe, Ehrgeiz handelnd, dah. wetteifernd, eifrig bemüht, Anstand und Pracht liebend, prahlerisch, stolz; ἐπὶ σοφίᾳ Plat. Prot. 343 c; ἐπ' ἀρετῇ Legg. V, 744 e, u. öfter; u. im guten Sinne, freigebig, wohlthätig, großmüthig, βίος Lys. 2, 16; περὶ ξένους Plut. Crass. 3. – Pass., aus Ehrliebe gethan. – Adv., φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτεύεσϑαι Lys. 16, 18; γυμνασιαρχῶ Is. 7, 36, u. öfter; ἔχειν πρός τινα Plat. Charm. 162 d; φιλοτίμως ἔχειν πρός τι, sich eifrig um Etwas bemühen, z. B. πρὸς τὸ ἀγαϑὸν φαίνεσϑαι Xen. Cyr. 1, 6,26; πρὸς ἀλλήλους, mit einander wetteifern, Isocr., Pol. oft.
См. также в других словарях:
φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… … Dictionary of Greek
φιλοτιμία — η 1. η ιδιότητα του φιλότιμου ανθρώπου, ο χαρακτήρας και η διαγωγή του, η ζωηρή αγάπη του για την τιμή (τη δόξα, την αξιοπρέπεια), η φιλοδοξία. 2. ζωηρή και διαρκής συναίσθηση της προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, προσωπικός εγωισμός, ευθιξία,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοτιμία — φιλοτῑμίᾱ , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc/acc dual φιλοτῑμίᾱ , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμίᾳ — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
φιλοτιμώ — φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα 1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση. 2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0619 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. φιλοτιμία, φιλοτίμημα, φιλοτιμόν honoris studium, ambitio, conatus. Պատուասէրն լինել. փառասիրութիւն. փոյթ փառաց. եւ պատույ անձին. *(ընդդէմ դնել) պատուասիրութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φιλοτιμί' — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμίαι — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμίας — φιλοτῑμίᾱς , φιλοτιμία love of honour fem acc pl φιλοτῑμίᾱς , φιλοτιμία love of honour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)