Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τόλμῃ

См. также в других словарях:

  • τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… …   Dictionary of Greek

  • τόλμη — η 1. θάρρος, αφοβία, αποφασιστικότητα. 2. θράσος, αναίδεια: Είχε την τόλμη να μου ζητήσει και τα ρέστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόλμη — τολμάω Bodl. Quarterly Record pres imperat act 2nd sg (doric) τολμάω Bodl. Quarterly Record pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόλμῃ — τόλμα courage fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόλμηι — τόλμῃ , τόλμα courage fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • εύτολμος — η, ο (ΑΜ εύτολμος, ον) αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρός νεοελλ. μσν. αποφασιστικός αρχ. επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς. επίρρ... ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα) με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»