-
1 τελεσσιφρων
(μῆνις Aesch.)
-
2 τελεσσίφρων
τελεσσίφρωνworking its will: masc /fem nom /voc sg -
3 τελεσσίφρων
2 Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ μέγιστε perh. perfecting man's mental powers, PMag.Lond.46.415, cf. 121.678.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσσίφρων
-
4 τελεσί-φρων
τελεσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, seinen Sinn, Vorsatz vollendend, ausführend, τελεσσίφρων μῆνις, Aesch. Ag. 700.
-
5 μῆνις
μῆνις, ιος u. Sp. ιδος (vgl. B. A. 1207), ἡ (von μένω od. μένος, schwerlich mit μαίνομαι zusammenhangend), dauernder, bleibender Zorn, Groll; Hom. bes. vom unversöhnlichen Zorne der Götter, Διὸς δ' ἀλεώμεϑα μῆνιν, Il. 5, 34, χαλεπὴ δὲ ϑεοῦ ἔπι μῆνις, 5, 178; auch von dem anhaltenden und unversöhnlichen Grollen des Achilleus, Il.; von dem rachesüchtigen Zorn ganzer Völker, Hes. Sc. 21; ἀφελεῖν μᾶνιν χϑονίων, Pind. P. 4, 159; μνάμων μῆνις τεκνόποινος, Aesch. Ag. 150; τελεσσίφρων, 685, der immer nur auf die zu vollendende Rache bedacht ist, öfter; neben κότος, Eum. 849; μῆνιν βαρεῖαν, Soph. O. C. 1330; ὅτου ποτὲ μῆνιν. τοσήνδε πράγματος στήσας ἔχεις, O. R. 699; μῆνιν ἔχειν τινός, Eur. Hel. 1371, öfter; μήνιες, Ap. Rh. 4, 1205; – τοῖσι μῆνις κατέσκηψε Ταλϑυβίου, Her. 7, 143; μήνιος, ibd. 137; μήτε τῶν ἄνω δείσας ϑεῶν μῆνιν, Plat. Legg. IX, 880 e; ἀπαλλάττεσϑαι τῆς μήνιος, v. l. μήνιδος, Rep. III, 390 e; Sp.
-
6 τελεσίφρων
A v. τελεσσίφρων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσίφρων
-
7 τελεσσίνοος
A = τελεσσίφρων, Orph.A. 1311.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσσίνοος
-
8 μῆνις
μῆνις, ιος u. ιδος, ἡ, dauernder, bleibender Zorn, Groll; bes. vom unversöhnlichen Zorne der Götter; auch von dem anhaltenden und unversöhnlichen Grollen des Achilleus; von dem rachesüchtigen Zorn ganzer Völker; τελεσσίφρων, der immer nur auf die zu vollendende Rache bedacht ist
См. также в других словарях:
τελεσσίφρων — working its will masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσίφρων — και τελεσίφρων, ονος, ό, ἡ, Α 1. (ιδίως για την θεά Εκδίκηση) αυτός που πραγματοποιεί τα σχέδιά του, που εκπληρώνει τις προθέσεις του 2. πιθ. (για τη θεά Μνήμη) αυτός που τελειοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις τού ανθρώπου («Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεσίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α βλ. τελεσσίφρων … Dictionary of Greek
τελεσσίνους — ουν, και ασυναίρ. τ. τελεσσίνοος, οον, και τελεσίνους Α τελεσσίφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + νόος / νοῦς (πρβλ. κρυψί νους), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek