Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπηρμένος

См. также в других словарях:

  • επηρμένος — η, ον βλ. επαίρω …   Dictionary of Greek

  • επηρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του επαίρω), υπερόπτης, αλαζόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρμένος — ἐπαίρω lift up and set on perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῃρμένος — ἐπαίρω lift up and set on perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτυφος — ἔκτυφος, ον (Α) 1. αλαζονικός, επηρμένος 2. κενός, απατηλός …   Dictionary of Greek

  • εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κομπώνω — (Μ κομπώνω) 1. εξαπατώ, ξεγελώ («καὶ τώρα τὸν ἐμπόδισε κι εὑρέθη κομπωμένος», Χρον. Moρ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κομπωμένος, η, ο α) ψεύτικος, απατηλός β) φαντασμένος, επηρμένος μσν. δένω κάποιον με μάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κομβῶ, όω… …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • οιηματίας — ο (ΑΜ οἰηματίας) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, ατoς + κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • οιηματικός — οἰηματικός, ή, όν (Μ) [οίημα] οιηματίας, επηρμένος. επίρρ... οἰηματικῶς (Μ) με οίηση, με τρόπο που αρμόζει σε οιηματία, με έπαρση, με αλαζονεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»