Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑέσϑαι

См. также в других словарях:

  • θέσθαι — τίθημι p aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • УСЫНОВЛЕНИЕ —    • Adoptio,          сокр. из adoptatio, различают:          a) adoptio в тесном смысле слова, когда лицо, которое хотят усыновить, находится само еще под отеческой властью,          b) arrogatio, если усыновляемый достиг уже гражданской… …   Реальный словарь классических древностей

  • ИГРЫ —    • Ludi.     I. Общественные.          a) У греков (α̉γώνες), см. Olympia, Олимпия; Pythia, Пифия; Nemea, Немея; Isthmia, Истмии.          b) У римлян (ludi). Публичные сценические и праздничные И., по своей главной цели благодарственные… …   Реальный словарь классических древностей

  • εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… …   Dictionary of Greek

  • υιοθεσία — η / υιοθεσία, ΝΜΑ η ενέργεια τού υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση νεοελλ. 1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου 2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης… …   Dictionary of Greek

  • βρίθεσθαι — βρί̱θεσθαι , βρίθω to be heavy pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσθ' — θέσθε , τίθημι p aor imperat mid 2nd pl θέσθαι , τίθημι p aor inf mp θέσθε , τίθημι p aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβρίθεσθαι — καταβρί̱θεσθαι , καταβρίθω to be heavily laden pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθεσθ' — λάθεσθε , λανθάνω escape notice aor imperat mid 2nd pl λάθεσθε , λανθάνω escape notice aor ind mid 2nd pl (epic ionic) λά̱θεσθε , λανθάνω escape notice pres imperat mp 2nd pl (doric) λά̱θεσθε , λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθεσθαι — λά̱θεσθαι , λανθάνω escape notice pres inf mp (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»