Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀροῠμεν

См. также в других словарях:

  • ἀροῦμεν — ἀ̱ροῦμεν , ἀείρω attach fut ind act 1st pl (attic epic doric aeolic) ἀ̱ροῦμεν , ἀρόω plough imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἀρόω plough pres ind act 1st pl ἀρόω plough imperf ind act 1st pl (homeric ionic) αἴρω attach fut ind act 1st pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτός — ή, ό (Α λεκτός, ή, όν) [λέγω] αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ ἔστ ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.) αρχ. 1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῡμεν στόλον», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόν α) έκφραση β) λέξη που έχει σημασία γ) στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»