Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀείρομαι

См. также в других словарях:

  • ἀείρομαι — ἀείρω attach aor subj mid 1st sg (epic ionic) ἀείρω attach pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀείρομ' — ἀείρομαι , ἀείρω attach aor subj mid 1st sg (epic ionic) ἀείρομαι , ἀείρω attach pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηερέθομαι — ἠερέθομαι (Α) (επικ. τ. τού αείρομαι μόνο στο γ πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.) 1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι 2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τού αείρω (Ι)* (πρβλ. ηγερέθομα αγείρω). Το αρχικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»