-
1 επίπονον
-
2 ἐπίπονον
-
3 ἐπίπονος
ἐπίπον-ος, ον,A painful, οὖρα f.l. for πέπονα in Hp.Prorrh.59 (ap.Gal.);θάνατοι Phld.Ir.p.30
W.; ; toilsome, laborious, (lyr.); ἀσχολία, ἄσκησις, φυλακή, Th.1.70, 2.39, 8.11; γῆρας wearisome, Pl.R. 329d (but in good sense, ἔργα ἐξειργασμένοι καλὰ καὶ ἐ. Id.Lg. 801e, cf. X. Cyr.8.1.29 ([comp] Sup.)); βίος ib.2.3.11;μαθήσεις καὶ μελέται Id.Cyn.12.15
; ἁμέρα day of sorrow, S.Tr. 654 (lyr.): [comp] Comp. πρᾶξις -ωτέρα καὶἐπικινδυνοτέρα X.An.1.3.19
;-ώτερον < ἔργον> οὐκ εἴληφ' ἐγώ Alex. 195
;οὐδὲν διαβολῆς ἐστιν -ώτερον Men.576
: [comp] Sup.παιδεία -ωτάτη Pl. R. 450c
; τὸ ἐπίπονον toil, X.Cyn.l.c.; τὰ ἐ. Arist.EN 1116a14; ἐπίπονόν [ἐστι] τὴν δύσκλειαν ἀφανίσαι 'tis a hard task to.., Th.3.58.2. of persons, laborious, patient of toil, Ar.Ra. 1370 (lyr.), Pl.Phdr. 229d; also, sensitive to fatigue, easily exhausted, Thphr.Sens.11.3. of omens, portending suffering, X.An.6.1.23.II. Adv. - νως with suffering, Hp.Epid.1.1; with difficulty,εὑρίσκεσθαι Th.1.22
; ζῆν (opp. τρυφᾶν) Arist.Pol. 1265a34;ἐ. καὶ καλῶς τινα θεραπεύειν Isoc.19.11
;βιώσεται X.Mem.1.7.2
, etc.: [comp] Comp.-ώτερον, διακονεῖν Arched.3.8
: [comp] Sup.-ώτατα, ζῆν X.Cyr.7.5.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπονος
-
4 εἷο
εἷο, -
5 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
6 λατρεία
λατρ-εία, ἡ,A the state of a hired labourer, service, A.Pr. 966;ἐπίπονον ἔχειν λ. S.Tr. 830
(lyr.): pl., , cf. E.Ph. 225 (lyr.), etc.: metaph., the business or duties of life, Plu.2.107c.2 λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, service to the gods, divine worship, Pl.Ap. 23c, Phdr. 244e (pl.): abs., LXX Ex.12.25, al., Ep.Rom.9.4, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατρεία
-
7 προσδοκάω
προσδοκ-άω, [dialect] Ion. [suff] προσδοκ-έω (which is sts. found as f.l., e.g. in Plb.23.7.3): [tense] fut. - ήσω: [tense] aor. - εδόκησα: [tense] pf.Aπροσδεδόκηκα Memn.45.3
:— expect, whether in hope or fear; mostly c. inf. [tense] fut., expect that one will do or that a thing will be, A.Pr. 930, 988, Hdt.1.42, 7.156, 235, Pl.Lg. 699b, etc.: c. inf. [tense] aor. and ἄν, that one would do or that a thing would be, Ar.Ra. 556, Pl.Cra. 438e, X.Lac.1.3, etc.: without ἄν, Μενέλεων.. προσδόκα μολεῖν ( = τὸ μολεῖν αὐτόν) expect his arrival, A.Ag. 675.2 c. inf. [tense] pres., think, suppose that one is doing or that a thing is, E.Alc. 1091, Pl.Lg. 803e, X.An.6.1.16: c. inf. [tense] pf., think that a thing has been.., Pl.Plt. 275a.3 c. acc. rei, expect, look for a thing, A.Pr. 1026, S.Ph. 784, Ar.V.56, Antipho 5.19, X.Eq.8.14, etc.; π. τινά expect, wait for a person, E.Alc. 363, X.HG3.1.20, etc.;σωτῆρας σφῶν π. Pl.Tht. 170b
.4 abs., ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν from expectation, Ar.Th. 846; μηδεὶς.. προσδοκησάτω ἄλλως (sc. τοῦτ' ἔσεσθαι) Pl.Ap. 17c;πρᾶγμ' ἔστ' ἐπίπονον τὸ προσδοκᾶν Men.Kith.Fr.7
.5 [voice] Pass., τὸ προσδοκώμενον, opp. τὰ ἄελπτα, E.Fr. 550;τὸ π. ὑπὸ τῶν πολλῶν Pl.Lg. 966e
, etc.;ἐλπίδα τῶν δωρειῶν προσδοκᾶσθαι D.Ep.2.5
;θᾶσσον ἢ προσεδοκήθη Plu.2.204d
.6 [voice] Pass., also, ὁ Νικίου οἶκος προσεδοκᾶτο εἶναι.. ἑκατὸν ταλάντων was supposed to be worth.., Lys.19.47; προσεδοκᾶτο ἔχειν ib.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδοκάω
-
8 φιλόνικος
φῐλόνῑκ-ος, ον,A fond of victory, contentious.1 in bad sense,οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φ. ἄγαν Pi.O.6.19
(- νεικ- codd. vett.);φ. ἐστι πρὸς ὃ ἂν ὁρμήσῃ Pl.Prt. 336e
; coupled with φιλότιμος, Id.R. 545a, 582e (v.l. -νεικ-), cf. 550b; ἐπίπονον καὶ φ. καὶ φιλότιμον.. καταστήσαςτὸν βίον Lys.2.16
.2 in good sense, of spirited horses, X.Eq.9.8 ([comp] Sup.): of persons,φ. πρὸς τὸ μὴ ἐλλείπεσθαι Id.Mem.2.6.5
, cf. Plu.Ages.2 ([comp] Sup.); τὸ φ., = φιλονικία, ἔσῳζον τὸ φ. ἐν ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.7.5.64. Adv. - κως in eager rivalry,παραθεῖν Id.Cyn.6.16
;φ. ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Id.Cyr.3.3.57
, 8.4.4;φ. ἔχειν πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Grg. 505e
; opp. ἀνθρωπίνως, D.Ep.3.41. (In codd. the forms φιλόνικος, -νικέω, -νικία and φιλόνεικος, -νεικέω, -νεικία occur, without any distn. of meaning, e.g. in Isoc. we find , but ;μὴ δύσερις ὢν.., μηδὲ πρὸς πάντας φιλόνικος 1.31
; , but φιλονεικία in the same sense, 12.158; φιλόνῑκος is implied by Arist.Rh. 1389a12 (where -νεικ-, though found in good codd., as also in 1363b1, 1368b21, 1370b33, Phgn. 809b35, must be f.l.), καὶ φιλότιμοι μέν εἰσι [ οἱ νέοι], μᾶλλον δὲ φιλόνικοι· ὑπεροχῆς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἡ νεότης· ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις, cf. Poll. 1.178, AB315; the compd. of φιλο- and νεῖκος would be Φιλονεικής; the senseA contentious arises naturally from fond of victory; in SIG 685 (v. φιλονικία sub fin.) we haveφιλονικίαν Il.12
,36, and φιλονικίᾳ in OGI335.7 (Pergam., decree of Pitane, ii B. C.); - νῑκ- is also found in late documents, as POxy.157.1 (vi A. D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόνικος
-
9 ἐκλύω
ἐκλύω [ῡ,A v. λύω], set free, πόνων from labours, A.Pr. 328; release,ὕδατα PTeb.49.6
(ii B. C.):—[voice] Pass., to be set free,ἐκλέλυμαι πόθου Thgn. 1339
; :—[voice] Med., get one set free, release,ἀλλ' ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι Od.10.286
; ;θανάτου νιν ἐκλύσασθε E.Andr. 818
; : c. acc. pers. only,ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους X.HG 7.1.25
: abs., ἐξελυσάμην I delivered him from danger, S.Aj. 531.II unloose, ἐ. τόξα unstring a bow, Hdt.2.173;ἐ. ἁρμούς E.Hipp. 825
; σκαιὸν ἐκλύσων στόμα likely to let loose a foolish tongue, S.Aj. 1225.2 make an end of, ἐξέλυσας..σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόν paid it off, Id.OT 35;ἐπίπονον ἁμέραν Id.Tr. 654
; ;ἔριν καὶ φιλονικίαν D.9.14
; ἐξελύσατε (v.l. -λύσασθε)τὰς παρασκευάς Id.18.26
.3 relax, Arist.HA 610a27;τῆς φροντίδος τὸ ἀκριβές Luc.Dom. 17
:— [voice] Pass., to be faint, fail, Hp.Aph.2.41, Isoc.15.59, D.19.224, Phld.Ir. p.69 W., etc.;πρὸς τὸν πόλεμον Isoc.4.150
; ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, τῇ ψυχῇ, Arist.Fr. 144, Plb.29.17.4 (so intr. in [voice] Act., J.BJ1.33.5), etc.; of things, to be unserviceable,τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Arist.Pol. 1320b37
; ἐκλύεται ὁ ῥοῦς, τὰ ῥεύματα, cease, Plb.4.43.9, 4.41.5.4 Medic., ἐ. κοιλίαν relax the bowels, Dsc.4.169.b purchase, Herod.6.91.6 resolve a doubt, in [voice] Pass., A.D.Synt.176.24; also τὰ ὑπ' ἀμφιβολίαν πίπτοντα ἐκλύεται τοῦ ἀμφιβόλου ib.311.11. -
10 σμυγερός
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]Etymology: Expressive contamination(?), perh. from μογερός and στυγερός; ἐπι- after ἐπί-πονος a. o. Attempt of a morphological explanation by Strömberg Prefix Studies 90. - Furnée 363 compares μόγος and σμογερόν σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν (Η.) while comparing σμυγερόν ἐπίπονον, οἰκτρόν, μοχθηρόν, πονηρόν, ἐπίβουλον, ἀνιαρόν, χαλεπόν (Η.). This would show that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,751Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμυγερός
См. также в других словарях:
ἐπίπονον — ἐπίπονος painful masc/fem acc sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неболѣзньнъ — (5*) пр. 1.Не причиняющий боли: житиѥ же полагаеть неболѣзньно тѣмь теле(с)мь здравиѥ бѣзбѣдно отварѧеть. (ἄνόσον) КР 1284, 330б; Бѣдно бо е(с) неболѣзньну болѣзнь сдѣлати въ врачевань˫а мѣсто. ГБ XIV, 28б. 2. Перен. Безболезненный, нетрудный:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
ԱՇԽԱՏԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0259 Chronological Sequence: 6c, 8c, 11c գ. φιλοπονία, τὸ ἑπίπονον laborum amor, studium, tolerantia, ἑκπόνησις elaboratio, elucubratio Յօժարական աշխատութիւն. գործասիրութիւն. փոյթ ջանից. երկասիրութիւն. անխոնջ վաստակ. ջան. եւ գործ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)