-
1 στυγερός
στυγερόςhated: masc nom sg -
2 στυγερός
1 abominableπλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον θνᾴσκοντι στυγερώτατος O. 10.90
-
3 στυγερός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στυγερός
-
4 στυγερός
A hated, abominated, loathed, or hateful, abominable, loathsome, freq. in [dialect] Ep. and Trag., both of persons and things;σ. Ἀΐδης Il.8.368
;Ἐρινῦς Od.2.135
; δαίμων, πόλεμος, γάμος, πένθος, etc., 5.396, Il.4.240, Od.1.249, Il.22.483, etc.; μοῖρα, μοῦσα, A.Pers. 909 (anap.), Eu. 308 (anap.);γᾶ S.Ph. 1175
(lyr.); (anap.);τυραννίη Xenoph.3.2
: c. dat., hateful to one, Il. 14.158; λάθα Πιερίσι ς. S.Fr. 568 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγερός
-
5 στυγερός
heinousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στυγερός
-
6 στυγερά
στυγερόςhated: neut nom /voc /acc plστυγερά̱, στυγερόςhated: fem nom /voc /acc dualστυγερά̱, στυγερόςhated: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 στυγερώτερον
στυγερόςhated: adverbial compστυγερόςhated: masc acc comp sgστυγερόςhated: neut nom /voc /acc comp sg -
8 στυγερόν
στυγερόςhated: masc acc sgστυγερόςhated: neut nom /voc /acc sg -
9 στυγεραί
στυγερόςhated: fem nom /voc pl -
10 στυγεροί
στυγερόςhated: masc nom /voc pl -
11 στυγερούς
στυγερόςhated: masc acc pl -
12 στυγερή
στυγερόςhated: fem nom /voc sg (epic ionic) -
13 στυγερήν
στυγερόςhated: fem acc sg (epic ionic) -
14 στυγερώτατοι
στυγερόςhated: masc nom /voc superl pl -
15 στυγερώτατος
στυγερόςhated: masc nom superl sg -
16 στυγερών
-
17 στυγερῶν
-
18 σμυγερός
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]Etymology: Expressive contamination(?), perh. from μογερός and στυγερός; ἐπι- after ἐπί-πονος a. o. Attempt of a morphological explanation by Strömberg Prefix Studies 90. - Furnée 363 compares μόγος and σμογερόν σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν (Η.) while comparing σμυγερόν ἐπίπονον, οἰκτρόν, μοχθηρόν, πονηρόν, ἐπίβουλον, ἀνιαρόν, χαλεπόν (Η.). This would show that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,751Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμυγερός
-
19 στυγεράι
-
20 στυγερᾶι
См. также в других словарях:
στυγερός — hated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στυγερός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί τον αποτροπιασμό: Διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυγερά — στυγερός hated neut nom/voc/acc pl στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc/acc dual στυγερά̱ , στυγερός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερώτερον — στυγερός hated adverbial comp στυγερός hated masc acc comp sg στυγερός hated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερῶν — στυγερός hated fem gen pl στυγερός hated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγερόν — στυγερός hated masc acc sg στυγερός hated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραῖς — στυγερός hated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεραί — στυγερός hated fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖν — στυγερός hated masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγεροῖο — στυγερός hated masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)