-
61 κακοβουλος
21) дающий плохие наставления, плохо советующий Arph., Plat.2) неразумный, безрассудный(φῶτες Eur.; φροντίς Soph. ap. Plut.)
-
62 Ονητοριδης
- ου ὅ Онеторид, сын Онетора, т.е. Φρόντις Hom. -
63 πολυφροντις
-
64 φιλοσοφος
I21) любящий мудрость, стремящийся к знанию(ἀνήρ Plat.; φροντίς Plut.)
2) научно разработанный, глубокомысленный(λόγοι Isocr., Plat.)
3) философскийφιλοσοφώτερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν Arst. — поэзия глубже проникнута философией, чем история
IIὅ1) образованный, просвещенный человек, ученый(φιλομαθές καὴ φ. Plat.; πεπαιδευμένος καὴ φ. Luc.)
2) любитель мудрости, философ Xen., Plat., Arst., Luc.ὁ φ. Plut. = Ἀριστοτέλης
-
65 φροντίσι
φροντίσῑ, φρόντισιςcare: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)φροντίςthought: fem dat pl -
66 ἀπατάω
ᾰπᾰτάω pass.,1 be mistaken ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα fr. 182. -
67 ἐφάμερος
ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)a adj.I by dayκαίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
II daily, i. e. of the day, day by dayτερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40
b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. -
68 ἐφάμεριος
ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)a adj.I by dayκαίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
II daily, i. e. of the day, day by dayτερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40
b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. -
69 ἐπάμεριος
ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)a adj.I by dayκαίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
II daily, i. e. of the day, day by dayτερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40
b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. -
70 οἶδα
οἶδα (οιλτ;γτ;δ(α), οἶσθα, οἶδε(ν); εἰδείην; ἴσθι, ἴστω, ἴστ(ε); εἰδώς, -ότι, -ότες, ἰδυῖα coni.: also ᾰσᾶμι, ᾰςᾰμεν; ᾰσάντι:1ϝει- O. 2.86
,ϝι- P. 3.29
,ϝοι- N. 4.43
) knowa abs./c. acc.εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56
σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86
τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον O. 8.60
ἴσθι νῦν, Ἀρχεστράτου παῖ, κελαδήσω O. 11.11
πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29
“ ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” P. 4.117 “ εἰδότι τοι ἐρέω” P. 4.142καί τινα οἶμον ἴσαμᾰ βραχύν P. 4.248
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14
ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξανπαλαιὰν ἅρμασιν I. 3.15
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (i. e. ὅτι ἴστε) Πα... ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2.. ]τ' ἴσθ ἐνειπ[ Δ. 4. b. 2. ]Ζεὺς οἶδ' Παρθ. 2. 33. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1—2. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα (Boeckh: εἰδυῖα codd.) fr. 182.b c. part.ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8
μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27
c c. inf., know how toὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.46
ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν ( ἀοιδᾷ coni. Bergk) *fr. 107b. 1.*d c. ὅτι & ind.εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
e c. indir. quest.καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
-
71 οἶος
1 rel.,a c. antecedent, such asεὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.49
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
Χίρωνα· οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ τέκτονα P. 3.5
ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113
προγόνων· οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
( ἔρωτες)οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.6
b without antecedent: n. pl. nom., acc., such as, (as) whenἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.16
ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας, οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν, οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18
ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλὰ πάθον P. 3.20
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις, οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: θαυμαστικῶς expll. Σ.) I. 1.24 Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο, ο ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (Reinach: οἷος codd., def. Galavotti RFIC, 1962, 41) *fr. 107a. 4.*c introducing comparisons, likeἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον, σθένος P. 5.113
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ (sc. εἰσί) I. 9.62 exclamatory.οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα O. 9.89
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς P. 1.27
“θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” P. 9.31 οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι (Didymus: οἷον Aristarchus) N. 4.93ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
n. pl. pro adv., ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. [ οἷα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον (codd. vulgo: εἶα unus cod. ante corr.) fr. 194. 2.]3 introducing indir. quest.ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις παρέμειν P. 1.47
γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵαις εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει, οἷον εὖρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.113
ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2. 6.4 fragg. ]ι οἷά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.------------------------------------1 aloneοἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν O. 1.71
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.93
ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεὺς fr. 93. ] αν ὀιοσου[ P. Oxy. 2445. fr. 7. -
72 πόποι
πόποι exclamation of distress. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. -
73 βαθύβουλος
βᾰθῠ-βουλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύβουλος
-
74 βαθύς
Aβαθύς Call.Del.37
, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας [dialect] Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ [dialect] Ion. βαθέῃ: [comp] Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ [dialect] Att., [pron. full] ῐ Theoc.5.43], [dialect] Dor. βάσσων (q. v.): [comp] Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:— deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92;τάφρος 7.341
, al.; ; κύλικες Id. Aj. 1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp. 796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V. 1193; of a line of battle,βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6
, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.2 deep or thick in substance, of a mist,ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7
, cf. Od.9.144; of sand,ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
;ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32
; of ploughed land,νειοῖο βαθείης Il.10.353
; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr. 637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc.,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415
;βαθὺ λήϊον 2.147
, Thgn.107;τοῦ ληΐου τὸ.. βαθύτατον Hdt.5.92
.ζ; λειμών A.Pr. 652
;σῖτος X.HG3.2.17
; (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.b deep, of colour, PHolm.21.9: [comp] Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13,πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4
(ii A. D.).3 of quality, strong, violent,βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306
.b generally, copious, abundant,β. κλᾶρος Pi.O.13.62
; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10;β. οἶκος Call. Cer. 113
;β. πλοῦτος Ael.VH3.18
, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8;στεφάνων β. τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);β. κλέος Pi.O. 7.53
;κίνδυνος Id.P.4.207
; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3;εἰρήνη Id.Tox.36
;σιωπή App.Mith.99
, BC4.109 ([comp] Sup.).4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound,φρήν Pi.N.4.8
; ;μέριμνα Pi.O.2.60
; ;μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336
; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg. 930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise,β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4
;ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9
; also, deep, crafty, Men.1001;ἦθος Ph. 2.468
.5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V. 216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34;περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e
, cf. Paus.4.18.3;βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 514
; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.;β. ὥρα ἔτους Charito 1.7
.II Adv.- έως Theoc.8.66
; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: [comp] Sup.βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36
. (bṇqu/s, cf. βένθος.) -
75 βιωτικός
A fil for life, lively, τὴν διάνοιαν β. καὶ εὐμήχανος, = βιομήχανος, Arist.HA 616b27; acc. to Phryn.332 (who condemns the word), = χρήσιμος ἐν τῷ βίῳ, as in Sotad.6.12.II of or pertaining to life, Plb.4.73.8, D.S.2.29, Ph. 2.159;χάριτες Plu.2.142b
;ἀηδίαι Artem.2.30
; ἡ -κή (sc. τέχνη) M.Ant.7.61; τὰ β. κριτήρια, opp. λογικά, S.E.P.2.15;μέριμναι β. Ev.Luc.21.34
;β. φροντίς Iamb.Protr.21
.ά; β. σύμβολα business documents, PTeb.52.9 (ii B. C.); β. θρησκεία popular superstition (cf. ), Sor.1.4;ὁ β. νόμος Arr.Epict.1.26
tit.; τὰ β. ib.3, cf. Plu.2.679d. Adv. - κῶς in the tone of common life, D.T.629; in popular language, Gal.10.269.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιωτικός
-
76 δίφροντις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίφροντις
-
77 δύσφροντις
A = δυσκηδής, Eust.1546.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσφροντις
-
78 κακόβουλος
κᾰκόβουλ-ος, ον,A ill-advised, foolish, (lyr.); (lyr.), cf. Ar.Eq. 1055 (hex.), Ph.2.280 ([comp] Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: [comp] Comp., Sch.Th.1.120.II [voice] Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis. 391c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόβουλος
-
79 κεδνός
A careful, diligent, trusty,ἄναξ Od. 14.170
, etc.;ἀμφίπολος 1.335
;πολῖται Pi.P.4.117
;οἰακοστρόφος A. Th.62
, E.Med. 523;στρατόμαντις A.Ag. 122
(lyr.);γυνή E.Alc.97
(lyr.): generally, noble,Φοίνικος κόρα B.16.29
;παρθένος Pi.P.9.122
.2 [voice] Pass., cared for, cherished, dear, οἵ οἱ κεδνότατοι (v.l. κήδι στοι)καὶ φίλτατοι ἦσαν Il.9.586
;ὅς μοι κήδιστος.., κεδνότατός τε Od. 10.225
;τοκῆες Il.17.28
, cf. Pi.I.1.5; , Pi.Pae.6.12, 105;ἀδελφεοί B.5.118
; [ ἄλοχος] Id.3.33; .II of things, Hom. only in neut.pl., κεδνὰ ἰδυῖα true-hearted, Od.1.428, 19.346, al.;ἤθεα κ. Hes.Op. 699
;πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.72
; κ. χάρις valued, prized, Id.O.8.80; φροντίς, βουλεύματα, wise, A.Pers. 142 (lyr.), 172(troch.); ; of news, good, joyful, Id.Ag. 622, cf. 261;οὔπω τι κ. ἔσχον S.Aj. 663
;κεδνὰ πράξειν E.Alc. 605
(lyr.). -
80 κόπτω
Aκόψω Hippon.83
, Men.Pk.64, etc.: [tense] aor. ἔκοψα, [dialect] Ep.κόψα Il.13.203
: [tense] pf. κέκοφα (ἐκ-) X.HG6.5.37, ( περι-) Lys.14.42, ( συγ-) Pl.Tht. 169b; [dialect] Ep. part.κεκοπώς Il.13.60
(v.l. -φώς, -πών), Od.18.335:—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐκοψάμην Hdt.4.166
:—[voice] Pass., [tense] fut. κεκόψομαι ( ἀπο-) Ar.Nu. 1125, (ἐκ-) Id.Ra. 1223, ( κατα-) X.An.1.5.16, , Gal.13.759: [tense] aor. , Ar.Ra. 723, Th.8.13: [tense] pf. :— cut, strike,1 smite,ο' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Od.18.335
: c. dupl. acc., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον smote him on the cheek, Il.23.690.2 smite with weapons,κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον Od.8.528
;τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Hdt.6.113
: metaph. in [voice] Pass., with play on words,αἰεὶ κόπτῃ ῥήμασι καὶ κοπίσιν AP11.335
.3 smite, slaughter an animal with an axe or mallet,κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός Il.17.521
, cf. Od.14.425, X.An.2.1.6; in Trag., A.Ag. 1278, Eu. 635, E.El. 838.4 cut off, chop off,κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Il.13.203
;χεῖράς τ' ἠδὲ πόδας κόπτον Od.22.477
;κ. [τὰ γέρρα] ταῖς μαχαίραις X.An.4.6.26
; κ. δένδρα cut down or fell trees, Th.2.75, X. HG5.2.39,43; κ. τὴν χώραν lay it waste, ib.3.2.26, 4.6.5:—in [voice] Pass., of ships, to be shattered, disabled by the enemy, Th.4.14,8.13:—metaph.,φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); τὸν ὕπνον ἁ φροντὶς κόπτοισα preventing, Theoc.21.28; [πνεῦμα] κοπτόμενον being suddenly stopped, arrested, Arist.Mete. 367a10.5 strike, beat a horse, to make him go faster,κόψε δ' Ὀδυσσεὺς τόξῳ Il.10.513
; also σκηπανίῳ Γαιήοχος ἀμφοτέρω (sc. Αἴαντε)κεκοπὼς πλῆσεν μένεος 13.60
.6 hammer, forge,κόπτε δὲ δεσμούς 18.379
, Od.8.274; later, stamp metal, i.e. coin money,κ. νόμισμα IG12(5).480.11
(Siphnos, Athenian Law), Xenoph.4, Hdt.3.56:—[voice] Med., coin oneself money, order to be coined,κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου νόμισμα Id.1.94
, cf. 4.166:—[voice] Pass., of money, to be stamped or coined, [νομίσμασιν] μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ar.Ra. 723
, cf. 726.7 knock or rap at, , Pl. 1097, And. 1.41, X.HG5.4.7, Men.Epit. 538, Phld.Vit.p.30 J., Plu.Alc.8, etc.; without θύραν, οὗτος, τί κόπτεις; Ar.Ec. 976.8 pound, bray in a mortar,κυπἐρου κεκομμένου Hdt.4.71
; ἀσταφίδα κεκ. Alex.127.4; ἔλαιον κεκ., i.e. pure oil, LXX 3 Ki.5.11.9 knock, dash about,τὸ ὕδωρ ὅταν κοπῇ Pl.Ti. 60b
;κόνις.. κοπτομένη.. ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc.63
;θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς Theoc.22.16
.10 of birds, peck, Arist.HA 609b5; ὁ ἁλιάετος.. τὰ λιμναῖα κ. preys on the lagoon life, ib. 593b24; σπειρὴν κ. peck at, Arat.449; of fish, gnaw, Arist.HA 620b17; of a snake, strike, Il.12.204:—[voice] Pass., of wood or seeds, to be worm-eaten, Thphr.HP3.18.5, 8.11.2.b munch, masticate, dub. in Chionid.6.11 ὁ ἵππος κ. τὸν ἀναβάτην jars his rider by his paces, X.Eq.1.4:—[voice] Pass., ib.8.7, Hp.Aër.21.12 κ. ὄνους dress, prepare mill-stones for use, Alex.13; set, sharpen, Herod.6.84:—[voice] Med., AP 11.253 (Lucill.).13 metaph., tire out, weary,μήθ' ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ' ἐμαυτὸν κ. D.Prooem.29
, cf. Alciphr.2.3;λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν.., ἢ μὴ κόπτε με Hegesipp.1.3
, cf. Sosip.1.20;μὴ κόπτ' ἔμ', ἀλλὰ τὰ κρέα Alex.173.12
;κ. τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.19
;κ. τὰ ὦτα Poll.6.119
;κ. ἐρωτήμασιν ἀκαίροις Plu.Phoc.7
, cf. Moer.p.74 P.:—[voice] Pass., to be worn out, .II [voice] Med. κόπτομαι, beat or strike oneself, beat one's breast or head through grief,κεφαλὴν δ' ὅ γε κόψατο χερσίν Il.22.33
, cf. Hdt.2.121.δ (also [voice] Act. τί κόπτεις τὴν κεφαλήν; Men.Her.4);κόπτεσθαι μέτωπα Hdt.6.58
(with μαχαίρῃσι added 2.61): abs., Pl.Phd. 60b, R. 619c: [tense] pf. [voice] Pass., [πόλις] κέκοπται A.Pers. 683
:—[voice] Act. c. acc. cogn.,ἐκοψα κομμὸν Ἄριον Id.Ch. 423
(lyr.).2 κόπτεσθαί τινα mourn for any one,κόπτεσθ' Ἄδωνιν Ar.Lys. 396
, cf. Ev.Luc.8.52; but alsoἐπί τινα Apoc.1.7
, 18.9 (v.l. αὐτῇ). (Cf. Lith. kapóti, Lett. kapāt 'chop small', 'beat', 'stamp', Lat. capo 'capon', perh. σκέπαρνον.)
См. также в других словарях:
φροντίς — thought fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρόντις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. φροντίδα … Dictionary of Greek
φροντί — φροντίς thought fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίδα — φροντίς thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίδας — φροντίς thought fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίδες — φροντίς thought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίδι — φροντίς thought fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίδος — φροντίς thought fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φροντίδων — Φρόντις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροντίδων — φροντίς thought fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)