-
1 τάφρος
τάφρος, ἡ, der Graben, Hom. u. Folgde; τάφρον ὀρύσσειν, Il. 7, 341. 440; τάφρον ἤλασαν, 449. 9, 349; Soph. Ai. 1258; Eur. oft, auch τύμβου τάφρον ἐς κοίλην, Hec. 900; διαπηδᾶν τάφρον, Ar. Ach. 1141; u. in Prosa, Plat. Euthyphr. 4 c Critia. 118 c, u. Folgde überall; – Callim. soll das Wort auch als masc. gebraucht haben, wie es auch Alcidam. u. Apollod. 1, 8, 1 hat. – Es hängt mit ϑάπτω, τάφος, wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen.
-
2 ταφρος
-
3 Ταφρος
ἡ Тафр(ос) ( селение в Мессении) Plut. -
4 τάφρος
τάφροςditch: fem nom sg -
5 τάφρος
τάφρος, ἡ,A ditch, trench, freq. in Il. (once in Od., 21.120);τάφρον ὀρύξομεν Il.7.341
, cf. IG12.94.21,34, Th.2.78, al.; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν drew a trench, Il.7.449, cf. Hdt.4.3, Alcid.Od.5, etc.; τάφρων ὕπερ over the trenches, S.Aj. 1279, cf. Aen.Tact.37.3, al., OGI90.24 (Rosetta, ii B.C.); irrigation-ditch, PHal.1.97, al., PSI6.597.5 (both iii B.C.): it is sts. found as masc. in codd., e.g. Ph.Bel. 99.43 (cod. V), D.S.22.10.5; but βαθύν is [dialect] Ep. for βαθεῖαν in Call.Del. 37: [dialect] Dor. [full] τράφος Tab.Heracl.1.130, 2.51. -
6 τάφρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τάφρος
-
7 τάφρος
τάφρος, ἡ, der Graben. Es hängt mit ϑάπτω, τάφος, wie im Deutschen Grab u. Graben zusammen -
8 τάφρος
η ров, канава; воен, траншея; окоп;τάφρος οχορού — крепостной ров;
αντιαρματική ( — или αντιτάνκ) τάφρος — противотанковый ров
-
9 τάφρος
-ου ἡ N 2 0-0-1-0-0=1 Mi 5,5ditch, trench -
10 τάφρος
[тафрос] ουσ θ ров, канава, (στρατ) траншея, окоп. -
11 τάφρος
1) dike2) ditch3) fosseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τάφρος
-
12 τάφροι
τάφροςditch: fem nom /voc pl -
13 τάφροιο
τάφροςditch: fem gen sg (epic) -
14 τάφροις
τάφροςditch: fem dat pl -
15 τάφρον
τάφροςditch: fem acc sg -
16 τάφρου
τάφροςditch: fem gen sg -
17 τάφρους
τάφροςditch: fem acc pl -
18 τάφρων
τάφροςditch: fem gen pl -
19 ὀρυκτός
-
20 ταφρη
См. также в других словарях:
τάφρος — ditch fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια … Dictionary of Greek
τάφρος — η όρυγμα, χαντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τάφρος μεγάλη — Τοποθεσία στη Μεσσηνία. Στην τοποθεσία αυτή έγινε πολύνεκρη σύγκρουση μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών στον B’ Mεσσηνιακό πόλεμο (645 628 π.Χ.). Στη μάχη αυτή νίκησαν οι Σπαρτιάτες γιατί εξαγόρασαν τον σύμμαχο των Μεσσηνίων βασιλιά των Αρκάδων… … Dictionary of Greek
ТАФРОС — • Τάφρος (собственно ров, канал), 1. ров с валом, проведенный через перешеек Таврического Херсонеса или Крыма, служивший укреплением полуострова (также Τάφραι, Тафры). Hdt. 4, 3; 2. пролив между Сардинией и Корсикой, н.… … Реальный словарь классических древностей
Διαμήκης Κοιλάδα του Ειρηνικού — Τάφρος της βόρειας Αμερικής, που αποτελείται από σειρά βυθισμάτων, κατά ένα μέρος κατακλυσμένων από νερά, και σχηματίζεται από τον κόλπο και την κοιλάδα της Καλιφόρνια, το λεκανοπέδιο του Γουιλάμετ, το Πιούτζετ Σάουντ, καθώςκαι από τους… … Dictionary of Greek
τάφροι — τάφρος ditch fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφροιο — τάφρος ditch fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφροις — τάφρος ditch fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρον — τάφρος ditch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφρου — τάφρος ditch fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)