Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐφήμερε

  • 1 εφήμερε

    ἐφήμερος
    living but a day: masc /fem voc sg

    Morphologia Graeca > εφήμερε

  • 2 ἐφήμερε

    ἐφήμερος
    living but a day: masc /fem voc sg

    Morphologia Graeca > ἐφήμερε

  • 3 'φήμερε

    ἀφήμερε, ἀφήμερος
    daily: masc /fem voc sg
    ἐφήμερε, ἐφήμερος
    living but a day: masc /fem voc sg

    Morphologia Graeca > 'φήμερε

  • 4 ἐφάμερος

    ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
    a adj.
    I by day

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    II daily, i. e. of the day, day by day

    τερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40

    b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.

    Lexicon to Pindar > ἐφάμερος

  • 5 ἐφάμεριος

    ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
    a adj.
    I by day

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    II daily, i. e. of the day, day by day

    τερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40

    b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.

    Lexicon to Pindar > ἐφάμεριος

  • 6 ἐπάμεριος

    ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
    a adj.
    I by day

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    II daily, i. e. of the day, day by day

    τερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40

    b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.

    Lexicon to Pindar > ἐπάμεριος

См. также в других словарях:

  • ἐφήμερε — ἐφήμερος living but a day masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'φήμερε — ἀφήμερε , ἀφήμερος daily masc/fem voc sg ἐφήμερε , ἐφήμερος living but a day masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»