Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πράγματα

См. также в других словарях:

  • πράγματα — πρά̱γματα , πρᾶγμα deed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὡς ἃπας μὲν λόγος ἂν ἀπῇ τὰ πράγματα ματαῖον τε φαίνεται καὶ κεινόν. — См. Не спеши языком, торопись делом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»