-
1 ἀστραπή
ἀστραπή, ἡ, der Blitz, Aesch. Sept. 412; βροντὴ καὶ ἀστρ. Her. 3, 86 u. Folgde; übrtr., Glanz, ὀμμάτων Soph. frg.
-
2 ἀστραπή
ἀστραπή, der Blitz; übrtr., Glanz -
3 αστραπή
ηBlitz m -
4 ἀστραπη-φόρος
ἀστραπη-φόρος, Blitze tragend, πῦρ Eur. Bacch. 2, Blitz.
-
5 ἀστραπη-φορέω
ἀστραπη-φορέω, Blitzetragen, Ar. Pax 706.
-
6 ἀστραπη-βόλος
ἀστραπη-βόλος, ὁ, der Blitzeschleuderer, Sp.
-
7 ἀστραπη-βολέω
ἀστραπη-βολέω, Blitze schleudern, Eust. erot.
-
8 ἀστραπηβολέω
-
9 ἀστραπηβόλος
-
10 ἀστραπηφορέω
-
11 ἀστραπηφόρος
-
12 στεροπή
στεροπή, ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλϑον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῠ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέϑων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
-
13 οὐράνιος
οὐράνιος, Sp., wie Luc. Dem. enc. 13 auch 2 Endgn, himmlisch, an, in, von dem Himmel; bes. ϑεοί, die im Himmel wohnen, H. h. Cer. 55; Θέμις, Ἀφροδίτη, Pind. frg. 6. 87 (wie Soph. El. 1053 u. Eur. Hipp. 59); auch οὐράνιαι allein, die Göttinnen, P. 2, 38; ἀστήρ, 3, 75; κίων, 1, 19; auch ὕδατα, Regen, Ol. 10, 2, wie Theophr. auch τὰ οὐράνια allein braucht; Aesch. unterscheidet Ag. 90 ϑεῶν τῶν τ' οὐρανίων τῶν τ' ἀγοραίων; auch οὐρανία γέννα, Prom. 164; οὐράνιος πόλος, 927; ἄστρα, 1051; αἰϑήρ, Soph. O. R. 866 (wie Eur. αἰϑέρα οὐράνιον, Hec. 1100); ἀστραπή, O. C. 1465, wo man des Metrums wegen οὐράνια ändert, was adverbialisch zu fassen, vom Himmel, wie etwa ἵππον οὐράνια βρέμοντα, Eur. Troad. 1159, s. aber unten; φῶς, Soph. Ant. 935, der οὐράνια καὶ χϑονοστιβῆ einander gegenübersetzt, O. R. 301; οὐρανίων μακάρων, Eur. Herc. Fur. 758; ϑεοί, El. 1235; u. in Prosa, οὐρανίη Ἀφροδίτη, Her. 4, 59; Plat. Conv. 181 c; ἄκραν ὑπὸ τὴν οὐρανίαν ἁψῖδα πορεύονται, Phaedr. 247 b; ϑεοί, Legg. VIII, 828 c u. öfter; οὐράνια σημεῖα, Himmels-, Lufterscheinungen, Xen. Cyr. 1, 6, 2; ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον, zum Himmel, Ar. Vesp. 1530. – Auch übertr., gewaltig, groß, den höchslmöglichen Grad einer Sache bezeichnend, ἀμβόασαν οὐράνι' ἄχη, Aesch. Pers. 565; vgl. B-A. 4, 20, ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον, σημαίνει τὸ ὑπερβεβηκὸς καὶ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἧκον; Soph. vrbdt Τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, Ant. 414, nach den Alten Staubwolke, Andere fassen es in eigentlicher Bdtg, Himmelsleid; aber ἄταν οὐρανίαν φλέγων ist »gewaltig groß« Ai. 194; dah. Ar. Ran. 781. 1131 οὐράνιον ὅσον ἡμάρτηκα, wie ϑαυμαστὸν ὅσον.
-
14 ἀστεροπή
ἀστεροπή, ἡ, Blitz, Hom. Iliad. 13, 242 ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, 14, 386 εἴκελον ἀστεροπῇ, u. als v. l., neben ὥς τε στεροπή, ὡς ἀστεροπή Iliad. 10, 154; vgl. στεροπή, ἀστραπή.
-
15 ἀνα-στρωπή
ἀνα-στρωπή, Plat. Crat. 409 c zur Erkl. von ἀστραπή gebildetes Wort, ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει.
-
16 ἐρι-σμάραγος
ἐρι-σμάραγος, sehr tosend, donnernd, Zeus, Hes. Th. 815 u. sp. D., wie Nonn. D. 36, 304; ϑάλασσα Mus. 318; ἀστραπή Luc. Tim. 1.
-
17 ἐκ-ρήγνῡμι
ἐκ-ρήγνῡμι (s. ῥήγνυμι), 1) herausbrechen, -reißen; νευρὴν δ' ἐξέῤῥηξε (eigtl. aus dem Bogen), Il. 15, 469; ὕδωρ – ὁδοῖο, hatte aus dem Wege Etwas ausgerissen, ῥωχμὸς ἔην γαίης, 23, 421; νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει, Regen losbrechen lassen, Plut. Fab. Max. 12; übertr., ὀργήν, Zorn ausbrechen lassen, Luc. Calumn. 23. – 21 intr., hervor-, losbrechen; οὔποτ' ἐκρήξει μάχη καϑ' ἡμᾶς Soph. Ai. 762, die Kämpfer uns gegenüber werden nicht durchbrechen; ἐκρήξας εἰς τὸν ὑπὲρ γῆς τόπον ἄνεμος Arist. Meteorl. 2, 8. Häufiger so im pass., ἔνϑεν ἐκραγήσονται ποταμοί Aesch. Prom. 367; ἐκραγῆναι εἴς τινα, gegen Einen losfahren, Her. 6, 129; τέλος δὲ ἐξεῤῥάγη εἰς τὸ μέσον, endlich wurde es bekannt, 8, 74; vgl. D. Sic. 18, 67; von den Wunden, aufbrechen, Nic. Al. 211; ἐξεῤῥάγη ὄμβρος, ἀστραπή, Poll. 1, 116.
-
18 ἴκταρ
ἴκταρ ( ἵκω, eigtl. hinkommend, das Ziel treffend), auf einen u. denselben Wurf oder Schlag, zusammentreffend, zugleich, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστραπῇ ποτέοντο Hes. Th. 691. – Vom Orte, nahe kommend, τινός, Aesch. Ag. 115 Eum. 952; sprichwörtlich: ταῦτα πάντα πρὸς τύραννον τὸ λεγόμενον οὐδ' ἴκταρ βάλλει Plat. Rep. IX, 575 c, hat keinen Bezug auf ihn, trifft ihn nicht, eigtl. nicht einmal nahe trifft er, geschweige das Ziel; vgl. Ael. H. A. 15, 29.
См. также в других словарях:
ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)