Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄστρα

См. также в других словарях:

  • ἀστρά — ἀστήρ star masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρα — ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλύβια Αστρά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 211 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 82 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαμπείας …   Dictionary of Greek

  • τἄστρα — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρ' — ἀστρά , ἀστήρ star masc acc sg ἀστρί , ἀστήρ star masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρ' — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • αστέρινος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στ άστρα 2. εκείνος που έχει πολλά άστρα 3. αυτός που προέρχεται από τ άστρα («αστέρινο φώς») 4. όποιος μοιάζει με άστρο ή έχει τη λάμψη του άστρου («αστέρινη ματιά») 5. ο αστεράτος* …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»