Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄνθ'

См. также в других словарях:

  • άνθ- — βλ. λ. αντί* …   Dictionary of Greek

  • Ἀνθ' — Ἀνθά̱ , Ἀνθάς masc nom/voc/acc dual Ἀνθά , Ἀνθάς masc voc sg Ἀνθά , Ἀνθάς masc nom sg (epic) Ἀνθαί , Ἀνθάς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθ' — ἀντί , ἀντί over against. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄνθ' — Ἄνθα , Ἄνθης masc voc sg Ἄνθα , Ἄνθης masc nom sg (epic) Ἄνθαι , Ἄνθης masc nom/voc pl Ἄνθᾱͅ , Ἄνθης masc dat sg (doric aeolic) Ἄνθε , Ἄνθος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθ' — ἄνθαι , ἄνθη full bloom fem nom/voc pl ἄνθᾱͅ , ἄνθη full bloom fem dat sg (doric aeolic) ἄντα , ἄντα over against indeclform (adverb) ἄνται , ἄντη prayer fem nom/voc pl ἄντᾱͅ , ἄντη prayer fem dat sg (doric aeolic) ἄντε , ἄντομαι meet imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… …   Dictionary of Greek

  • Quintus Gavius Fulvius Tranquillus — war in der 2. Hälfte des 2. Jahrhundert und im frühen 3. Jahrhundert n. Chr. ein römischer Senator aus dem Geschlecht der Gavier, die ihren Sitz in der Landstadt Caiatia, dem heutigen Caiazzo im Falernus ager im nördlichen… …   Deutsch Wikipedia

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»