-
1 αντίρροπος
-
2 ἀντίρροπος
-
3 ἀντίρροπος
ἀντίρροπος, ον,A like ἰσόρροπος, counterpoising, compensating for,τινός D.1.10
; ἄγειν.. λύπης ἀ. ἄχθος to balance the counterpoising weight of sorrow, S.El. 120 (lyr.); Θεανοῖ.. ἀ. balancing her, weighing as much as.., Antiph.26.24;κτῆμα πόνοις ἀ. Max.
Tyr.6.6;ῥώμη πρὸς κίνδυνον ἀ. Pl.Def. 412a
. Adv. ἀντιρρόπως, πράττειν τινί so as to balance his power, X.HG5.1.36: also neut. pl. as Adv., as a counterpoise,IG
1.442.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίρροπος
-
4 αντιρρόπως
-
5 ἀντιρρόπως
-
6 αντίρροπον
ἀντίρροποςcounterpoising: masc /fem acc sgἀντίρροποςcounterpoising: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀντίρροπον
ἀντίρροποςcounterpoising: masc /fem acc sgἀντίρροποςcounterpoising: neut nom /voc /acc sg -
8 αντιρρόποις
-
9 ἀντιρρόποις
-
10 αντιρρόπου
-
11 ἀντιρρόπου
-
12 αντιρρόπους
-
13 ἀντιρρόπους
-
14 αντιρρόπων
-
15 ἀντιρρόπων
-
16 αντίρροπα
-
17 ἀντίρροπα
-
18 αντίρροποι
-
19 ἀντίρροποι
-
20 κατάλαμψις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλαμψις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντίρροπος — counterpoising masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίρροπος — η, ο (Α ἀντίρροπος, ον) [αντιρρέπω] νεοελλ. αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. 1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι 2. εξίσου βαρύς με κάποιον 3. ισοδύναμος… … Dictionary of Greek
αντίρροπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που κλίνει, γέρνει προς το αντίθετο μέρος, την αντίθετη κατεύθυνση: Οι δύο αυτές δυνάμεις είναι αντίρροπες. 2. αυτός που αντισταθμίζει, ισοζυγίζει: Με ελάχιστο αντίρροπο βάρος η ζυγαριά ισορρόπησε. 3. το ουδ. ως ουσ., το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιρρόπως — ἀντίρροπος counterpoising adverbial ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρροπον — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc sg ἀντίρροπος counterpoising neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόποις — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόπου — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόπους — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόπων — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρροπα — ἀντίρροπος counterpoising neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρροποι — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)