Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁλ-τικός

См. также в других словарях:

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

  • ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …   Dictionary of Greek

  • ιλαρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. τικος (πρβλ. καλλυν τικός, μεγεθυν τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • διακωλυτικά — διακωλῡτικά , διακωλῡτικός preventive neut nom/voc/acc pl διακωλῡτικά̱ , διακωλῡτικός preventive fem nom/voc/acc dual διακωλῡτικά̱ , διακωλῡτικός preventive fem nom/voc sg (doric aeolic) διακωλυτικός preventive neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • εσωτικός — ἐσωτικός, ή, όν (Α) 1. εσωτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσωτικόν το εσωτερικό τού σπιτιού, το σπιτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω τικός (πρβλ. εξω τικός) υπό την επίδραση τών εξώ τερος, εσώ τερος] …   Dictionary of Greek

  • ξεραστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εμετό, που απωθεί κάποιον επειδή τού προκαλεί αηδία, εμμετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξερασ τού ξερνώ (πρβλ. αόρ. ξέρασ α) + κατάλ. τικός, πρβλ. δροσισ τικός] …   Dictionary of Greek

  • πρηστικός — ή, όν, Α αυτός που προκαλεί διόγκωση, εμφυσητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη τού πίμ πρη μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + κατάλ. (σ)τικός. Η παρουσία τού σ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. χρησ τικός)] …   Dictionary of Greek

  • πριστικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. πρίω) + κατάλ. τικός (πρβλ. καυσ τικός)] …   Dictionary of Greek

  • πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… …   Dictionary of Greek

  • σκεδαστικός — ή, ό / σκεδαστικός, ή, όν, ΝΑ ο ικανός, ο επιτήδειος στό να διασκορπίζει («δάφνη... σκεδαστικὴ φασμάτων ἐστί», Ιω.Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. τικός (πρβλ. ονομασ τικός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»