Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρηξ-ίη

См. также в других словарях:

  • πρήξιμο — το, Ν οίδημα, φούσκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρηξ τού αορ. έ πρηξ α τού πρήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψάξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πήξιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό 2. μτφ. α) συνωστισμός β) κυκλοφοριακή συμφόρηση γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού πήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • παίξιμο — το 1. το να παίζει κανείς 2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια 3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού 4. παράσταση έργου από θίασο 5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό 6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα 7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο τού ματιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… …   Dictionary of Greek

  • πνίξιμο — το, Ν 1. πνιγμός 2. φρ. «είναι για πνίξιμο» και «θέλει πνίξιμο» μτφ. λέγεται για κάποιον που πρέπει να τιμωρηθεί σκληρά, με βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αόρ. έ πνιξ α τού πνίγω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • τρίξιμο — το, Ν ο ήχος που δημιουργείται από την τριβή δύο σκληρών πραγμάτων, ο τριγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριξ τού αορ. έ τριξ α τού τρίζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»