-
61 αλεκτρυόνων
-
62 ἀλεκτρυόνων
-
63 αλεκτρυόσι
-
64 ἀλεκτρυόσι
-
65 αλεκτρυόσιν
-
66 ἀλεκτρυόσιν
-
67 βρητός
βρητός· ἀλεκτρυὼν ἐνιαύσιος, Hsch. -
68 εὐσχήμων
A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R. 413e, al.;ἀλεκτρυών Cratin. 108
; τὰ εὐ. ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: [comp] Comp. - έστερος more respectable, Pl.R. 554e: [comp] Sup. - έστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12
.II of things, decent, becoming, , D.60.9;πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162
;λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN 1128a7
; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R. 401c, Lg. 797b. Adv. - μόνως with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN 1101a1;ζῆν Phld.Herc.1251.18
: Comp - έστερον, ἔχειν Pl.Epin. 981a
;τι φέρειν D.60.35
: [comp] Sup. - έστατα IG 22.1034.11.2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐ. the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.).b title of a village magistrate, in pl., (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐ. PRyl.236.15 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσχήμων
-
69 κέρκνος
κέρκνος· ἱέραξ, ἢ ἀλεκτρυών, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέρκνος
-
70 κέρκος
κέρκος, ἡ,A tail of a beast (not a bird), e.g. swine, Ar.Ach. 785; dog,κέρκῳ σαίνειν Id.Eq. 1031
; κ. λαγῶ a hare's scut, ib. 909; horse, Pl.Phdr. 254d, Plu.Sert.16; of all sorts of beasts, Arist.PA 689b2, al.; of fishes, Id.HA 565b29; ἡ κ. ποιεῖ καλῶς, of omens in sacrificing, Ar. Pax 1054, cf. Sch. ad loc., Eub.130.2 membrum virile, Ar.Th. 239;ἡ ἀνώνυμος κ. Herod.5.45
; of an animal, κ. βοός, used as a tawse, Id.3.68.2 = ἀλεκτρυών, Id. -
71 κίκκασος
κίκκασος· ὀβολοῦ ὄνομα, Phot.; but ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα, Hsch.; cf. κίγκασος. [full] κίκκη· συνουσία, κτλ., Id. [full] κικκίδαι· μινδῶνς.., Id. [full] κικκιλόνδις· παιδὸς ἀφόδευμα, Id. [full] κικκός· ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίκκασος
-
72 κλυτός
A renowned, glorious, in [dialect] Ep., etc., freq.as epith. of gods and heroes,κ. ἐννοσίγαιος Il.9.362
;Ἀμφιγυήεις Hes.Op. 70
;Ἑρμᾶς Pi.P.9.59
;Ἀθάνα B.16.7
; Νηρέος κόραι ib.101;Ἀχιλλεύς Il.20.320
;Ὀδυσεύς Od.24.409
; alsoκλυτὰ φῦλ' ἀνθρώπων Il.14.361
;κ. ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526
; ὄνομα κ. a glorious name, 9.364 (expld. by Sch. as the name by which one is called); of cities, etc.,Ἄργος Il.24.437
; ; .2 of things, noble, splendid,ἄλσος Od.6.321
;δώματα Il.2.854
, etc.;λιμήν Od.10.87
, 15.472;αἰθήρ B.16.73
;ἀγγελίαν Pi.O.14.21
;ἐπικωμίαν ὄπα Id.P.10.6
; of animals,κ. μῆλα Od.9.308
;κλυτοῖς αἰπολίοις S.Aj. 375
; κ. ὄρνις, = ἀλεκτρυών, Hsch., cj. in Nic.Fr.68.2: freq. of the works of human skill,κλυτὰ ἔργα Od.20.72
;εἵματα 6.58
;τεύχεα Il. 5.435
; δαίς, ἀοιδαί, φόρμιγξ, Pi.O.8.52 codd., N.7.16, I.2.2; ;χρήματα Crates Theb.10.6
.—Used by Trag. only in lyr. -
73 κολοίφρυξ
κολοίφρυξ· Ταναγραῖος ἀλεκτρυών, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοίφρυξ
-
74 κόττος
-
75 κυρβασία
κυρβᾰσία, ἡ,A Persian bonnet or hat, with a peaked crown, prob. much like the τιάρα (q.v.), Hdt.5.49, 7.64; ὥσπερ βασιλεὺς ὁ μέγας διαβάσκει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κ. τῶν ὀρνίθων μόνος ὀρθήν (sc. ὁ ἀλεκτρυών) Ar.Av. 487 (cf. Sch.); a cover for a poultice for a woman's breast is compared to it in shape, Hp.Mul.2.186, cf. Aret.CA1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρβασία
-
76 νομαδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαδικός
-
77 στριφνός
A firm, hard, solid, Hp.VM15 cod. M ( στρυφν- cett.);γυναῖκες -ότεραι Id.Mul.2.111
(codd. boni, v.l. στρυφν-), Nat.Mul. 1 (v.l. στριφρ-, στρυφν-) ; ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καί ἐστι στριφνός (v.l. στιφρός, στρυφνός) Id.Morb.Sacr.10; δέρμα ς. Plu.2.642e codd.;ὀστέα στριφνότατα Hp.Carn.3
(v.l. στρυφν-) ; ἀλεκτρυὼν μάλα ς. Men. Epit. 168; οὐρὴ σ. τ' ἐκτάδιός τε, v.l. for στρυφνή in Opp.C.1.411: στριφνός is Hellenistic for [dialect] Att. στιφρός acc. to Moer. p.342 P., cf. Gloss. Oxy.1803.1: στριφνός = acerbus (leg. στρυφνός), Gloss.; also = rigidus and strigosus, ibid.;στριφνοὶ γέροντες Ar.Ach. 180
(as cited by Erot. s.v. στριφνούς ( στεριφνοί codd.); στιπτοί codd. Ar.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στριφνός
-
78 στυφοκόπος
στῠφοκόπος, ὁ,= ὀρτυγοκόπος, player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., Ar.Av. 1299 ( στυφοκόμπου codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) ὀρτυγοκόμπου: στυφοκόμποςA = ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών acc. to Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυφοκόπος
-
79 ἀλεκτρύαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρύαινα
-
80 ἀλεκτρυόνιλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεκτρυόνιλον
См. также в других словарях:
ἁλεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυών — cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek
κἀλεκτρυών — Ἀλεκτρυών , Ἀλεκτρυών masc nom/voc sg ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνα — Ἀλεκτρυών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνα — ἀλεκτρυών cock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνας — Ἀλεκτρυών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνας — ἀλεκτρυών cock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνε — Ἀλεκτρυών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)