-
1 Αλεκτρυόσι
-
2 Ἀλεκτρυόσι
-
3 αλεκτρυόσι
-
4 ἀλεκτρυόσι
См. также в других словарях:
Ἀλεκτρυόσι — Ἀλεκτρυών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόσι — ἀλεκτρυών cock masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)