-
1 κίκκασος
κίκκασος· ὀβολοῦ ὄνομα, Phot.; but ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων, καὶ βόλου ὄνομα, Hsch.; cf. κίγκασος. [full] κίκκη· συνουσία, κτλ., Id. [full] κικκίδαι· μινδῶνς.., Id. [full] κικκιλόνδις· παιδὸς ἀφόδευμα, Id. [full] κικκός· ἀλεκτρυών, κλέπτης, διαχώρησις, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίκκασος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский