-
1 αλεκτρυων
1) ὅ петух Arst., Luc.τῷ Ἀσκληπιῷ ὀφείλειν ἀλεκτρυόνα Plat. — задолжать петуха Асклепию, т.е. выздороветь ( в благодарность за выздоровление Асклепию приносился в жертву петух)
2) ἥ курица Arph. -
2 αλεκτρυών
(-όνος), αλέκτωρ (-ορός) ο петух -
3 ανταδω
(fut. ἀντᾴσομαι, part. aor. άντᾴσας)1) состязаться в пении(τινί Luc.)
2) (о животных, преимущ. птицах) петь в ответ, перекликаться(πέρδιξ ἀντᾴσας Arst.; ἀλεκτρυὼν ἀντᾴδων τοῖς φθεγγομένοις Plut.)
3) перен., ирон. заглушать своим пением, стараться перекричать Arph. -
4 απωδος
-
5 εφθος
3[adj. verb. к ἕψω См. εψω]1) вареный(ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; ἀλεκτρυών Plut.)
2) переваренный, кипяченый(ὕδωρ Arst.)
3) очищенный плавкой, т.е. чистый(χρυσός Plut.)
-
6 ιππαλεκτρυων
-
7 κοκκοβοας
-
8 οικουρος
-
9 ορθροβοας
(ὄρνις, sc. ἀλεκτρυών Anth.)
См. также в других словарях:
ἁλεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυών — cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek
κἀλεκτρυών — Ἀλεκτρυών , Ἀλεκτρυών masc nom/voc sg ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λεκτρυών — ἀλεκτρυών , ἀλεκτρυών cock masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνα — Ἀλεκτρυών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνα — ἀλεκτρυών cock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνας — Ἀλεκτρυών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυόνας — ἀλεκτρυών cock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεκτρυόνε — Ἀλεκτρυών masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)