Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκ-όνη

См. также в других словарях:

  • όνη — ὄνη, ἡ (Α) θηλυκός όνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄνος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • -ονη — (Α ονη) κατάληξη που αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τών θηλ. σε νη (πρβλ. τα αρσ. σε < ΙΕ επίθημα * nο , βλ. και λ. ινος), από θ. σε ο (πρβλ. αυ ο νή < αύος, ηδ ο νή < ήδομαι). Η κατάλ. ονη απαντά συνήθως σε παροξύτονη μορφή σε θηλ …   Dictionary of Greek

  • ονή — (I) η δορά, δέρμα όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + επίθημα έη / ή, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή)]. (II) ὀνή, ἡ (Α) [ονίνημι] ωφέλεια, βοήθεια …   Dictionary of Greek

  • -όνη — χημ. επίθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών χημικών ενώσεων και δηλώνει μία κετόνη (πρβλ. οιστρόνη, ακετόνη, πεντανόνη) …   Dictionary of Greek

  • ὀνᾶς — ὀνή help fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνῶν — ὀνή help fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονίνημι — (ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, έομαι) ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον αρχ. 1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β πρόσ.) ὄναιο να χαίρεσαι, να χαρείς 3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β …   Dictionary of Greek

  • παιγμονή — παιγμονή, ἡ (Μ) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + επίθημα ονή (πρβλ. πημ ονή, φλεγμ ονή)] …   Dictionary of Greek

  • περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …   Dictionary of Greek

  • σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… …   Dictionary of Greek

  • ιονόνη — ἡ χημ. συνοπτική ονομασία ισομερών κετονών που περιγράφονται από τον μοριακό τύπο C13H20O. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionone < ion (πρβλ. ἴον) + κατάλ. one (πρβλ. αρχ. ελλ. κατάλ. ώνη, όπως στο ανεμ ώνη) χαρακτηριστική τής χημικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»