Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄνησις

См. также в других словарях:

  • όνησις — ὄνησις, εως και δωρ. τ. ὄνασις, ιος, ἡ (Α) 1. χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος 2. απόλαυση, ευτυχία 3. φρ. α) «ὄνασίς ἐστί τινι» ωφέλεια ή χαρά για κάποιον β) «ἔπ ὄνασίν τινι» και «εἰς ὄνασίν τίνος» για τη χαρά και την ευτυχία κάποιου γ) «ὄνησιν ἔχω» …   Dictionary of Greek

  • ὄνησις — use fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήσει — ὄνησις use fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὀνήσεϊ , ὄνησις use fem dat sg (epic) ὄνησις use fem dat sg (attic ionic) ὀνέομαι D Mort. fut ind mp 2nd sg ὀνίνημι D Mort. aor subj act 3rd sg (epic) ὀνίνημι D Mort. fut ind mid 2nd sg ὀνίνημι D Mort …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήσεις — ὄνησις use fem nom/voc pl (attic epic) ὄνησις use fem nom/acc pl (attic) ὀνίνημι D Mort. aor subj act 2nd sg (epic) ὀνίνημι D Mort. fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνήσιος — ὄνησις use fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄνησι — ὄνησις use fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄνησιν — ὄνησις use fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνάσει — ὀνά̱σει , ὄνησις use fem nom/voc/acc dual (attic epic doric) ὀνά̱σεϊ , ὄνησις use fem dat sg (epic doric) ὀνά̱σει , ὄνησις use fem dat sg (attic doric ionic) ὀνά̱σει , ὀνίνημι D Mort. fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονήσιμος — I (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αγγειογράφος του ερυθρόμορφου ρυθμού, το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από μερικούς ειδικούς σε υπογραφή κύλικας του αγγειοπλάστη και αγγειογράφου Ευφρόνιου. Το αγγείο περιλαμβάνεται στα εκθέματα του Μουσείου… …   Dictionary of Greek

  • ονασίσιτος — ὀνασίσιτος (Α) ο ωφέλιμος στον επισιτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνασις, δωρ. τ. τού ὄνησις + σῖτος, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ονησίπολις — ὀνησίπολις και δωρ. τ. ὀνασίπολις, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που είναι ωφέλιμος για την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + πόλις, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»