Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ατα

См. также в других словарях:

  • Ἄτα — Ἄτᾱ , Ἄτη fem nom/voc/acc dual Ἄτᾱ , Ἄτη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτα — και (με αναδίπλωση) άτα άτα (επιφών. προτρεπτικό) παιδική λέξη με την οποία τα παιδιά της νηπιακής ηλικίας παρακινούνται να βαδίσουν …   Dictionary of Greek

  • Ἄτᾳ — Ἄται , Ἄτη fem nom/voc pl Ἄτᾱͅ , Ἄτη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ατα — βλ. τα …   Dictionary of Greek

  • ἀτᾷ — ἀ̱τᾷ , ἀτάομαι suffer pres subj pass 2nd sg ἀ̱τᾷ , ἀτάομαι suffer pres ind pass 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτα — ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτᾳ — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατά(γ)ιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν έδωσαν τροφή, δεν τον τάισαν: Άφησες το παιδί ατάιστο όλο το απόγεμα. 2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Φωνάζει αυτός, γιατί τον αφήσαμε ατάιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • μαυρομάτης — άτα, άτικο, θηλ. και ατού και ατούσα (Μ μαυρομάτης, άτα, άτικο και μαυρόματος, η, ον) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια 2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»