-
1 Αγαμέμνονα
-
2 Ἀγαμέμνονα
-
3 Αγαμέμνον'
Ἀγαμέμνονα, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc acc sgἈγαμέμνονι, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc dat sgἈγαμέμνονε, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc nom /voc /acc dual -
4 Ἀγαμέμνον'
Ἀγαμέμνονα, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc acc sgἈγαμέμνονι, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc dat sgἈγαμέμνονε, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc nom /voc /acc dual -
5 βρίζω
A (lyr.):—[voice] Pass., [tense] aor. βρισθείς· ὑπνώσας, Hsch.:—poet. Verb, to be sleepy, nod,οὐκ ἂν βρίζοντα ἴδοις Ἀγαμέμνονα Il.4.223
; slumber, ;δόξαν.. βριζούσης φρενός Id.Ag. 275
: metaph. of guilt,βρίζει γὰρ αἷμα Id.Eu. 280
.II βρίζει· ἐσθίει, πιέζει, κύει, Hsch. -
6 νεικέω
A- έσω Il.10.115
: [tense] aor. ἐνείκεσα, [dialect] Ep. νείκεσσα or νείκεσα, 3.38, 10.158: also [tense] pres. [full] νεικείω 2.277, etc.; subj. νεικείῃσι, νεικείῃ, 1.579, Hes.Op. 332; part.νεικείουσα Theoc.1.35
: [tense] impf.νείκειον Od.22.26
; iterat.νεικείεσκον Il.4.241
: ([etym.] νεῖκος):—quarrel, wrangle with one,μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ Od.17.189
; ἔριδος πέρι θυμοβόροιο νεικεῦσ' ἀλλήλῃσι quarrel one with another, Il.20.254;ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς 18.498
: c. acc. cogn.,νείκεα.. νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον 20.252
; νεικέσκομεν οἴω, we two alone strove with him, is prob. corrupt in Od.11.512 (νικάσκομεν Aristarch.
): abs. in part.νεικέων Hdt.9.55
.II trans., chide, rail at, upbraid, c. acc. pers., Il.1.521, al.;Ἀγαμέμνονα ν. μύθῳ 2.224
; αἰσχροῖς, ὀνειδείοις, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, 3.38, 21.480, Od.22.225, etc.; ὃς νείκεσσε θεάς.., τὴν δ' ᾔνησ' [Paris] insulted the goddesses (Hera and Athena), but praised the other ([place name] Aphrodite), Il.24.29.—[dialect] Ep. Verb, used twice by Hdt., 8.125, 9.55; not in [dialect] Att.: in later Prose, LXXPr.10.12, al. -
7 ποιμήν
2 after Hom. always shepherd,βουκόλοι καὶ π. E.Ba. 714
, cf. Cratin.281, Pl.Tht. 174d, R. 343a, Lg. 735b, etc.;π. προβάτων LXXGe.4.2
.II metaph., shepherd of the people, regularly of Agamemnon,Ἀγαμέμνονα π. λαῶν Il.2.243
, al.: generally, captain, chief, ib.85, al., S.Aj. 360 codd. (lyr.);ναῶν ποιμένες A.Supp. 767
; ; ; ποιμένες δώρων Κυπρίας, of the Loves, Pi.N.8.6: abs., master, lord,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα Id.O.10(11).88
; for A.Ag. 657, v. στρόβος. -
8 προσαγορεύω
προσᾰγορ-εύω, [dialect] Att. [tense] aor. being προσεῖπον, [tense] fut. and [tense] pf. προσερῶ, προσείρηκα (but προσαγορεῦσαι occurs in X.Mem.3.2.1,Aπροσαγορεύσομεν Pl.Tht. 147e
), [tense] aor. [voice] Pass. προσερρήθην (butπροσηγορεύθην A.Pr. 834
, Anaxil.21.4, Philem.101.6); coupled with προσείποις, προσρητέον in Pl.Tht. 152d, 182d sq.:—address, greet,ἀλλήλους Hdt.1.134
, 2.80; δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα in misfortune we are not spoken to, Th.6.16;π. τοὺς νέους δι' εὐχῆς Pl.Lg. 823d
;πόρρωθεν π. Thphr.Char.5.2
;ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους π. Pl.Ep. 315b
.2 c. dupl. acc., address or greet as so and so, (lyr.);τὸν αὐτὸν πατέρα π. X.Cyr.8.7.14
;βασιλέα π. τινά Plu.Aem.8
:—[voice] Pass., ; -αγορευθεὶς αὐτοκράτωρ, Lat. imperator consalutatus, Plu.Pomp.8, etc.3 simply, call by name, call so and so,τὸν Ἀγαμέμνονα π. ποιμένα λαῶν X.Mem.3.2.1
;τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Pl.R. 428d
, cf. Grg. 474e, Sph. 216c, Lycurg. 26;π. τινὰ ὀνόματι Antipho 6.40
, cf. Pl.Plt. 291e, Tht. 147e, etc.;ὀνομαστὶ π. X.Cyr.5.3.47
;τοῦτο τοὔνομα π. σφᾶς αὐτούς Plb.1.8.1
:— [voice] Pass., to be called, Hecat.129J., etc.;π. ἑταίρα Anaxil.
l. c.;λίθος Philem.
l.c.; freq. in Pl., R. 597e, Phlb. 54a; τῷ τοῦ ὅλου ὀνόματι, ἑνὶ ὀν. π., Id.Smp. 205c, Sph. 219b, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγορεύω
-
9 τήκω
τήκω, A.Fr.300.5, etc., [dialect] Dor. [full] τάκω [pron. full] [ᾱ] S.El. 123 (lyr.), Theoc.2.28: [tense] fut.Aτήξω AP5.277
(Agath.), ([etym.] συν-) E.IA 398 (troch.); [dialect] Dor. [ per.] 2sg. ταξεῖς ([etym.] κατα-) Theoc.Ep.6.1: [tense] aor.ἔτηξα Hdt.3.96
, ([etym.] κατ-) Od.19.206, etc.: [tense] pf. τέτηκα, in intr. sense, Il.3.176, etc.; [dialect] Dor. (lyr.), ([etym.] προς-) S.Tr. 836 (lyr.): [tense] plpf.ἐτετήκειν X.An.4.5.15
:— [voice] Med., [tense] fut. τήξομαι (but in pass. sense) Hp.Flat.12: [tense] aor.ἐτηξάμην Nic.Al.63
, 164, 350:—[voice] Pass., [tense] fut. , al., Anacreont.10.16, ([etym.] συν-) Plu.2.752e: [tense] aor. ἐτάκην [ᾰ] E.Hel.3, Pl.Phdr. 251b, Ti. 83a; freq. in compds. ἐξ-, ἐν-, συν-; rarely ἐτήχθην, Hp. Morb.4.57, Pl.Ti. 61b, once in Trag.,συντηχθείς E.Supp. 1029
(lyr.): [tense] pf.τέτηγμαι Plu.2.106d
, AP5.272 (Agath.); but in early Gr. the [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. are supplied by the intr. [voice] Act. [tense] pf. and [tense] plpf. τέτηκα, ἐτετήκειν (v. supr.).I [voice] Act., melt, melt down (trans.), of metals, Hdt.3.96, etc.; τ. πετραίαν χιόνα A.l.c.; bring clouds down in rain, Hdt.2.25; dissolve, Pl.Ti. 60e, 84d, Gal.13.523, etc.2 metaph., dissolve, cause to waste or pine away, μὴ θυμὸν τῆκε let it not melt or pine away, Od.19.264; τίν' αεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρετον οἰμωγὰν τὸν Ἀγαμέμνονα; (i.e. τί ὧδε τήκει οἰμώζουσα τὸν Ἀγ.;) S.El. 123 (lyr.);τ. βιοτάν E.Med. 141
(anap.); ; τ. καὶ λείβει [τὸ θυμοειδές] ib. 411b;τ. ἧπαρ Call.Aet.Oxy.2079.8
; διαφορεῖν καὶ τ. [σάρκα] carry off and reduce superfluous flesh, Gal.6.96, cf. Vict. Att.1;ἡ ταχεῖα κίνησις τὴν θερμασίαν ἐπὶ πλέον αὐξάνουσα τήκει τὸ σῶμα Id.15.191
;ἔρωτες τήξουσιν κραδίην AP5.277
(Agath.).II [voice] Pass., with intr. [tense] pf. [voice] Act. τέτηκα, melt, be dissolved, melt away, of snow, thaw,χιὼν τηκομένη Od.19.207
;ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Hdt.2.22
;λευκῆς τακείσης χιόνος E.Hel.3
;ἡνίκ' ἂν τακῇ χιών Id.Fr.228.4
;τὴν χιόνα τετηκέναι X.An.4.5.15
; of metals,ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Hes.Th. 862
; σίδηρος.. πυρὶ κηλέῳ τήκεται ib. 866; also τετηκότα (sc. κρέα) sodden flesh, E.Cyc. 246; ἄλφιτα πυρὶ τ. is consumed, Theoc.2.18; τήκεται κοιλίη, merely, is relaxed, Hp.Aër.7; of putrefying flesh, fall away, Pl.Ti. 82e; of a corpse,κατθανὼν ἐτήκετο S.Ant. 906
; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο ib. 1008;πυρὸς τετακότας σποδῷ E.Supp. 1141
(lyr.); εἰς τοῦτο τετηκυῖα resolved into.., Pl.Ti. 85d;στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται 2 Ep.Pet.3.12
; of fat,τακείσης πιμελῆς Gal.6.192
, cf. 18(2).140; of food in the digestive organs,τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῖσα [πτισάνη], ἡ δ' ἑτέρα δύστηκτός ἐστι Id.6.784
.2 metaph., melt or waste away, pine,κλαίουσα τέτηκα Il.3.176
;τήκετο χρώς Od.19.204
; τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης ib. 208;ἐν νούσῳ.. δηρὸν τηκόμενος 5.396
;τ. νούσῳ Hdt.3.99
, cf. Theoc.1.66,82, etc.; Ὀδυσσεὺς τήκετο was moved to tears, Od.8.522;κλαίω, τέτηκα S.El. 283
;μὴ λίαν τάκου E.Med. 159
(lyr.);ψυχὴν ἐτήκου Id.Heracl. 645
, cf. El. 208 (lyr.);ἐτάκευ βασκαίνων Theoc.5.12
;τὸ κάλλος ἐτάκετο Id.2.83
; come to naught,δόξαι.. τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν A.Eu. 374
(lyr.); ἐπί τινι τακείς consumed for love of.., AP7.31 (Diosc.), cf. Luc.DMeretr.12.1; βλέμμα τηκόμενον a languishing look, Plu.Ant.53. (Cf. Lat. τᾱβες, OE. pawian 'thaw', Slav. tajati 'melt'.) -
10 ἴδιος
I one's own, pertaining to oneself: hence,1 private, personal (opp. κοινός): twice in Hom., πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη οὐ δήμιος this business is private, not public, Od.3.82; δήμιον ἦ ἴδιον; 4.314; ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς embarking as a private man in a public cause, Pi.O. 13.49; ἰ. στόλῳ χρᾶσθαι, opp. δημοσίῳ, Hdt.5.63;γῆς.. νοσούσης ἴ. κινοῦντες κακά S.OT 636
;κοινὸν ἐξ ἰδίας ἀνοίας κακόν E.Hec. 641
(lyr.), cf. Or. 766 (troch.); ἴδια πράσσων ἢ στρατοῦ ταχθεὶς ὕπο; Id.IA 1363 (troch.);ἴ. κέρδεα Hdt.6.100
; ;πρόσοδος And.4.11
;τὰ ἴ. διάφορα Th.2.37
;πλοῦτος ἴ. καὶ δημόσιος Id.1.80
, cf. Pl.R. 521a; ἴ. οὐ κοινὸς πόνος ib. 535b, cf. 543b; ξυμβόλαια ib. 443e;ἰ. ἢ πολιτικὴ πρᾶξις Id.Grg. 484d
;πόλεις καὶ ἴ. οἶκοι Id.Lg. 890b
, cf. 796d, etc.; τὰ ἱρά, opp. τὰ ἴ., temples, opp. private buildings, Hdt. 6.9, 8.109; τὸ ἐν ἰδίοις discussion among private persons, Pl.Sph. 225b.2 one's own, opp.ἀλλότριος, ἐπικώμια Pi.N.6.32
;ἡ ἰ. ἐλευθερίη Hdt.7.147
; (lyr.); ἰδίᾳ γνώμᾳ ib. 543 (lyr.);οὔτοι τὰ χρήματ' ἴ. κέκτηνται βροτοί E.Ph. 555
; φίλων οὐδὲν ἴ., = κοινὰ τὰ τῶν φίλων, Id.Andr. 376: with Pron.,χωρίον ἡμέτερον ἴδιον D.55.8
.3 τὰ ἴ. private interests, opp. public, Th.1.82, 2.61, etc.; one's own property, Id.1.141, etc.; τὰ ἴ. πράττειν mind one's own business, in later Gr., Phryn.405, cf. 1 Ep.Thess.4.11; μένειν ἐπὶ τῶν ἰ. Plb.2.57.5; εἰς τὸ ἴ. καταθέσθαι for self, X.An.1.3.3, etc.: with Pron., τοὐμὸν ἴ. εἰπεῖν my personal opinion, Isoc.6.8; τὰ ἐμὰ ἴ. D.50.66; τὰ αὑτοῦ ἴ. Thgn.440 (dub.l.), cf. Antipho 5.61, Isoc.8.127; τὰ ὑμέτερα ἴ. D.19.307; τὰ ἴ. σφῶν αὐτῶν, τὰ ἴ. τὰ σφέτερα αὐτῶν, And.2.2,3.36; ἔγωγε τοὐμὸν ἴ. I for my own part, Luc.Merc.Cond.9.4 of persons, personally attached to one,ἴδιοι Σελεύκου Plb.21.6.4
, cf. Arist.Pol. 1315a36, UPZ146.38 (ii B.C.), 109.18 (i B.C.);ἄνθρωπος ἴδιος τῇ εὐνοίᾳ τῇ πρὸς.. PCair.Zen.32
(iii B.C.);ταῖς εὐνοίαις ἴδιοι D.S.11.26
; ἴδιοι, οἱ, members of one's family, relatives, BGU 665 ii 1 (i A.D.), Vett.Val.70.5, etc.5 ἡ ἰ. (sts. with κώμη added, BGU15.13 (ii A.D.)), one's place of origin, PTeb. 327.28 (ii A.D.), etc.: pl., καταπορεύεσθαι εἰς τὰς ἰ.ib.5.7 (ii B.C.).6 in later Gr., almost as a possessive Pron.,=ἑαυτοῦ, ἑαυτῶν, ἡ ἰ. φιλαγαθία IG22.1011.71
(ii B.C.), etc.;χρῶνται ὡς ἰδίοις UPZ11.14
(ii B.C.); περὶ τῶν ἰ. βιβλίων, title of work by Galen.b ἴ. θάνατος one's own, i.e. a natural death, Ramsay Cities and Bishoprics No. 133;ἰδίοις τελευτῶσι θανάτοις Ptol.Tetr. 199
; also ἰδία μοίρῃ Ramsay op.cit. No. 187.II separate, distinct,ἔθνος ἴ. καὶ οὐδαμῶς Σκυθικόν Hdt.4.18
, cf. 22; ἴδιοί τινές σοι [θεοί]; Ar.Ra. 890; ; πόλεις.. βαρβάρους καὶ ἰδίας Decr. ap. D.18.183; ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν, τὴν ἰ. ἀφίησι φωνήν, a peculiar kind of tongue,.. its peculiar note, Arist. HA 536a8,11: folld. by ἤ, ἴδιον ἔπασχεν πάθος ἢ οἱ ἄλλοι unique and different from others, Pl.Grg. 481c; soἴδιον παρὰ τὰ ἄλλα Thphr.HP 6.4.10
.b ἴ. λόγος, in Ptolemaic and Roman Egypt, private account,δεδώκαμεν Πύρωνι τὸν ἔσχατόν σου ἴ. λόγον PCair.Zen. 253
(iii B.C.), cf. PGrenf.1.16 (ii B.C.), etc.; later, special account, a branch of the fiscal administration, Wilcken Chr. 162 (ii B.C.), PAmh.2.31 (ii B.C.), PGnom.Prooem. (ii A.D.), etc.;ὁ γνώμων τοῦ ἰ. λόγου OGI669.44
(i A.D.); also as the title of the Controller, Str. 17.1.12 codd., OGI 408 (ii A.D.), Mitteis Chr. 372 vi 1 (ii A.D.).2 strange, unusual, ; peculiar, exceptional,περιττὸν καὶ ἴ. γένος Arist.GA 760a5
;τὰ περιττὰ καὶ ἴ. τῶν δένδρων Thphr.CP2.7.1
; παράδοξον εἰπεῖν τι καὶ περιττὸν καὶ ἴ. Plu.2.1068b; eccentric, of persons, ib.57e;ἴ. τις ἐν πᾶσι βουλόμενος εἶναι Id.Them.18
.3 peculiar, appropriate, ἴδια ὀνόματα proper, specific words, opp. περιέχοντα, class-names, Arist. Rh. 1407a31;ὄνομα ἴ. τινος Pl.R. 580e
;τὸ ἴ. τοῦ ἐπαίνου Luc.Pr.Im. 19
.III ἴ. λόγοι ordinary private conversation, opp. ποίησις, Pl. R. 366e, cf. Euthd. 305d; v. infr. VI. 2b.IV τὸ ἴ. characteristic property of a species, Arist.Top. 102a18, 103b11, Chrysipp.Stoic.2.75, Plot.5.5.13; but also, distinguishing feature in a relative sense,ἴ. πρός τι Arist.Top. 128b25
.V regul. [comp] Comp.ἰδιώτερος Isoc.12.73
, Thphr.HP3.1.6: [comp] Sup.- ώτατος D.23.65
, Thphr.HP1.14.2; also ἰδιαίτερος, -αίτατος, Arist.PA 656a26, 658b33; - αίτατος but not - αίτερος acc. to Thom.Mag.p.189R.VI Adv. [full] ἰδίως, peculiarly, Isoc.5.108; severally, Pl.Lg. 807b: [comp] Comp.ἰδιωτέρως Thphr.HP1.13.4
;ὡς -ώτερον εἰπεῖν Phld.Oec.p.68
J.;ἰδιαίτερον Hdn.7.6.7
: [comp] Sup. ἰδιώτατα (v.l. -αίτατα) D.S.19.1; ἰδίως καλεῖσθαι to be called specifically, Arist.Mu. 394b28;- αίτατα λέγεσθαι Id.Mete. 382a3
; ἰδίως, opp.κοινῶς, λέγεσθαι Demetr.Lac.Herc.1014.41
F. (but in Gramm., to be used as a proper name, D.T.634.13); in a peculiar sense or usage, Sch. Ar.Pl. 115;ἰ.Αἰσχύλος τὸν Ἀγαμέμνονα ἐπὶ σκηνῆς ἀναιρεῖσθαι ποιεῖ A. Ag.
Arg., cf. Sch.E.Ph. 1116; also,= extra versum, τὸ φεῦ ἰδίως Sch. Ar.Nu.41 (v.l. ἰδίᾳ).2 [full] ἰδίᾳ, [dialect] Ion. - ιη, as Adv., by oneself, privately, on one's own account,θύοντι ἰδίῃ μούνῳ Hdt.1.132
, cf. 192, Ar.Eq. 467;οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ Th.1.141
;καὶ ἰ. καὶ δημοσίᾳ Id.3.45
, Pl.Ap. 30b;καὶ ἰ. καὶ κοινῇ Arist.Ath.40.3
;ἰδίᾳ ἕκαστος Th.8.1
, cf. Pl.Lg. 946d, etc.: c. gen., ἰ. τῆς φρενός apart from.., Ar.Ra. 102.3 κατ' ἰδίαν in private, Philem.169;κατ' ἰδίαν εἰπεῖν τινι D.S.1.21
; κατ' ἰ. λαβεῖν τινα to take him aside, Plb.4.84.8; also, separately, apart, Plu.2.120d;οἱ κατ' ἰ. βίοι Plb.1.71.1
. (ϝίδιος Tab.Heracl.1.13
, al., Schwyzer 324.4 (Delph., iv B.C.), IG9(1).333.12 ([dialect] Locr., v B.C.), etc.; with spiritus asper,ἐκ τοῦ ηιδίου Jahresh.14
Beibl.141 (Argos, v B.C.);καθ' ἱδίαν IG22.891.6
, 5(1).6 ([dialect] Lacon.), 9(2).66 ([place name] Lamia), Aët.3.159, etc.; καθ' ἱδδίαν prob. in IG9(2).461.26 (Thess.).) -
11 ἴστωρ
A one who knows law and right, judge,ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501
; ; witnesses,IG
7.1779 ([place name] Thespiae);τῶ τεθμίω ϝίστωρ Schwyzer 523.64
(Orchom. [dialect] Boeot.);θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.Jusj.
init., cf. Poll.8.106. -
12 εἶπον
εἶπον (root ϝεπ, cf. voco), ἔειπον, iter. εἴπεσκεν, subj. εἴπωμι, εἴπῃσθα, aor. 1 εἶπα, 2 pl. εἴπατε: speak, say; strictly of an utterance with regard to its tenor and ethical expression rather than to the subject-matter (cf. ἔπος); hence the word may signify ‘command’ with foll. inf., εἰπεῖν τε γυναιξὶν | κληῖσαι μεγάροιο θύρᾶς, Od. 21.235; with nearer indication of the feeling, εὐχομενος δ' ἄρα εἶπεν, Od. 7.330; ὀχθήσᾶς δ ἄρα εἶπε, Il. 18.5; εἶπε δ ἄρα κλαίουσα, Il. 19.286; freq. w. obj., ἔπος, μῦθον, ἀγγελίην, etc.; so w. acc. of person named, οὐδ' ἢν Ἀγαμεμνονα εἴπῃς, ‘pronounce the name of,’ ‘name,’ Il. 1.90 ; ἔσται μὰν ὅτ' ἂν αὖτε φίλην γλαυκώπιδα εἴπῃ, i. e. when I shall hear him call me by this name, Il. 8.373, Od. 19.334.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἶπον
См. также в других словарях:
Ἀγαμέμνονα — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαμέμνον' — Ἀγαμέμνονα , Ἀγαμέμνων Agamemnon masc acc sg Ἀγαμέμνονι , Ἀγαμέμνων Agamemnon masc dat sg Ἀγαμέμνονε , Ἀγαμέμνων Agamemnon masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Αερόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κατρέα, γιου του Μίνωα, και αδελφή του Αλθαιμένη, της Κλυμένης και της Απημοσύνης. Μητέρα του Αγαμέμνονα και του Μενελάου. Ο Κατρέας, δυσπιστώντας προς την Α. και την Κλυμένη, τις δύο κόρες του που είχαν… … Dictionary of Greek
Κλυταιμνήστρα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, αδελφή της Ελένης και των Διόσκουρων και σύζυγος του Αγαμέμνονα, με τον οποίο απέκτησε τη Χρυσόθεμη, την Ηλέκτρα, την Ιφιγένεια και τον Ορέστη. Όταν ο Αγαμέμνονας απουσίαζε στην Τροία η… … Dictionary of Greek
Ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
ναύπλιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ιδρυτής της Ναυπλίας, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, που ήταν εγγονή του Δαναού. 2. Ένας από τους Αργοναύτες, που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πολύ έξυπνος και είχε γνώσεις αστρονομίας. Γιος του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek