Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑαυμασίως

См. также в других словарях:

  • Θαυμασίως — Θαυμάσιος wonderful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασίως — θαυμάσιος wonderful adverbial θαυμάσιος wonderful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… …   Dictionary of Greek

  • дивьнѣ — (2*) нар. С удивлением, восхищением: ѥго же ѹбо и ины книгы дивьнѣ послѹшашеть. и многѹ сласть ѿ кыхъ кожьдо ихъ. прим˫ашеть. (θαυμασίως) ЖФСт XII, 53; сего ради нови. сладъкыихъ ѡного словесъ дивьнѣ послѹшевахѹть. Там же, 77 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δελφινίζω — (Α) [δελφίς] κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»