-
1 θαυμασιως
1) удивительно, поразительноθ. ὡς ἄθλιος γέγονεν Plat. — (Архелай) стал чрезвычайно несчастным
2) замечательно(ἥδεσθαί τινι Arph.)
-
2 μεγαλως
1) весьма, крайне, чрезвычайно(ἀκαχίζειν τινά Hom.)
2) окончательно(ὀλέσθαι Aesch.)
3) величаво, величественно, пышно(μ. καὴ θαυμασίως Plat.)
См. также в других словарях:
Θαυμασίως — Θαυμάσιος wonderful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμασίως — θαυμάσιος wonderful adverbial θαυμάσιος wonderful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek
дивьнѣ — (2*) нар. С удивлением, восхищением: ѥго же ѹбо и ины книгы дивьнѣ послѹшашеть. и многѹ сласть ѿ кыхъ кожьдо ихъ. прим˫ашеть. (θαυμασίως) ЖФСт XII, 53; сего ради нови. сладъкыихъ ѡного словесъ дивьнѣ послѹшевахѹть. Там же, 77 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δελφινίζω — (Α) [δελφίς] κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό) … Dictionary of Greek