Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑέσφατα

См. также в других словарях:

  • θέσφατα — θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσφαθ' — θέσφατα , θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl θέσφατε , θέσφατος spoken by God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσφατ' — θέσφατα , θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl θέσφατε , θέσφατος spoken by God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσφατο — το 1. θείος λόγος: Ό,τι μου πει αυτός για μένα είναι θέσφατο. 2. στον πληθ., θέσφατα χρησμοί, θείες ελπίδες, εντολές: Ερμηνεύει τα θέσφατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • OPHION — I. OPHION antiquissimus Vatum, apud Apollonium Argonaut. l. 1. v. 303. cuius septem tabularum, septem planetis cognominum, meminit Poeta Nonnus Dionysiac. l. 4. Τοῖς ἔπι ποκίλα πάντα μεμορμένα θέσφατα κόσμου Γράμματι φοινικόεντι γέρων ἐχάραξεν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHINEUS — Agenoris fil. Hellanico: Hesiodo vero Phoenicis et Cassiopeae, Agenoris nepos, frater Cilicis, Dorycli et Atamini. Hic Rex Arcadiae, vel, ut alii, Thraciae, vel, ut rursus alii, Paphlagoniae, uxorem duxit Cleopatram (quam quidam Schenoboeam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο …   Dictionary of Greek

  • ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»