-
1 θέσφατα
θέσφατοςspoken by God: neut nom /voc /acc pl -
2 θέσφαθ'
θέσφατα, θέσφατοςspoken by God: neut nom /voc /acc plθέσφατε, θέσφατοςspoken by God: masc /fem voc sg -
3 θέσφατ'
θέσφατα, θέσφατοςspoken by God: neut nom /voc /acc plθέσφατε, θέσφατοςspoken by God: masc /fem voc sg -
4 θέσ-φατος
θέσ-φατος, von Gott gesprochen, verkündet, von göttlichen Schicksalsbestimmungen oder Verhängnissen, ϑέσφατόν ἐστί μοι, c. lnf., es ist mir von Gott bestimmt, Od. 5, 561. 10, 473; ἃς γὰρ ϑέσφατόν ἐστι Il. 8, 477; ϑέσφατον ἦν, es war so bestimmt, verhängt, Pind. P. 4, 71, vgl. I. 7, 31; Ar. Par 1038; τὰ ϑέσφατα, göttliche Aussprüche, Weissagungen, Orakel, ἦ μάλα δή με παλαίφατα ϑέσφαϑ' ἱκάνει πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε, mich trifft die Weissagung des Vaters, geht in Erfüllung an mir, Od. 13, 172, vgl. 9, 507. 11, 151 Il. 8, 477; so bes. Tragg., ϑέσφατα Λοξίου Aesch. Spt. 600, ϑεῶν Pers. 787, Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν ϑεσφάτων 726, Λαΐου παλαιὰ ϑέσφατα Soph. O. R. 907, öfter, auch adj., ἥκει ϑέσφατος βίου τελευτή, das von Gott verheißene Ende des Lebens, O. C. 1470; Eur. u. Ar. Equ. 1229. 1245. – Allgemein, von Gott ausgehend, wie ϑεῖος, göttlich, ἀήρ Od. 7, 143. – Davon
-
5 παλαιός
παλαιός, alt, hochbejahrt; ἢ νέος ἠὲ παλαιός, Il. 14, 108 u. öfter; παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς, einem alten Manne ähnlich, 14, 136; παλαιὸς γέρων, παλαιὴ γρηῠς, Od. 13, 432. 19, 346; auch νῆες πολλαί, νέαι ἠδὲ παλαιαί, 2, 293; auch οἶνος, alter Wein, 2, 340; – auch alt = aus der Vorzeit, von Menschen, die vor Alters gelebt haben, παλαιῶν, τάων αἲ πάρος ἦσαν, Od. 2, 118; παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ, Il. 11, 116; von Alters her, ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός, 6, 215; Pind. οἶνος, Ol. 9, 52; ῥήσιες, 7, 54; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς, Aesch. Spt. 722; παλαιὸν ἄγκαϑεν λαβὼν βρίτας, Eum. 80; πῶς οὖν παλαιὰ παρὰ νεωτίρας μάϑω, Ch. 169; τὸ παλαιόν, adv., vor Alters, Pers. 103; ὁ πρὶν παλαιὸς ὄλβος, Soph. O. R. 1282, öfter; Λαΐου παλαιὰ ϑέσφατα, O. R. 907; oft bei Eur., Ar. u. in Prosa, dem νέος u. καινός entgeggstzt; Her. braucht häufig τὸ παλαιόν wie τὸ πάλαι adverbialisch, sonst, vor Alters, ehemals, 1, 171. 4, 12; τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, 9, 26; vgl. Plat. Crat. 401 c; ὥςπερ τὸ παλαιόν, Euthyd. 288; τό γε παλαιόν, Crat. 420 b; Xen. An. 3, 4, 7. wie Pol. 6, 7, 4; νῦν μέν – τὸ παλαιὸν δέ, Arist. H. A. 8, 36; παλαιός τίς ἐστι λόγος οὗτος οὗ μεμνήμεϑα, eine alte Rede, Plat. Phaed. 70 c; κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον, Gorg. 499 c, wie διασώζοντες τὴν παλαιὰν παροιμίαν, Rep. I, 329 a; μήτε τῶν πα λαιῶν, μήτε τῶν νῦν ὄντων, Conv. 221 c; ἐκ παλαιοῠ, Antiph. 2 α 5; Xen. Mem. 3, 5, 8; mit ἀρχαῖος vrbdn, dem πρῴην entgeggstzt, Dem. 22, 14. – Veraltet, vor Alter unbrauchbar geworden, καὶ μὴν τάγ' ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί' ἔπη, Soph. O. R. 290, Schol. erkl. σαϑρά, vgl. Aesch. Prom. 317; aber auch = durch Alter ehrwürdig, εἴργεσϑαι ἱερῶν, ϑυσιῶν, ἀγώνων, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῖς ἀνϑρώποις, Antiph. 6, 4. – Comparat. u. superlat. theils regelmäßig, παλαιότερος, Pind. N. 6, 55, Plat. Prot. 341 a Euthyd. 286 c u. immer so, theils παλαίτερος, Pind. P. 10, 58, ἄλσει παλαιτάτῳ, N. 7, 44; so Aesch. Ch. 639 Eum. 691; Eur. Herc. F. 769 Med. 68; ἐκ παλαιτέρου, von alten Zeiten her, Her. 1, 60; Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, Thuc. 1, 4; in späterer Prosa gewöhnlich so. – [Die mittlere Sylbe ist bei den Attikern zuweilen kurz, Eur. El. 497 u. in der Anth.; vgl. Jacobs A. P. p. 518 u. Gaisford Hephaest. p. 216.]
-
6 παλαί-φατος
παλαί-φατος, vor Alters gesprochen; von alten Orakeln, ϑέσφατα, Od. 9, 507. 13, 172; χρησϑὲν παλαίφατον, Pind. Ol. 2, 44; ἀραί, Aesch. Spt. 748; παλαίφατος δ' ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται, Ag. 730; τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου προνοίας, Soph. Tr. 820, wo es Einige activisch erkl.: von alten Zeiten her prophezeihend, wie auch die v. l. beim Schol. παλαίφοιβος erkl. wird; μαντεία, O. C. 455; – wovon eine alte Sage geht, fabelhaft, οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου οὐδ' ἀπὸ πέτρης, Od. 19, 163, wo eine alte v. l. παλαιφάγου war (vgl. auch παλαιφάμενος); E. M. wird es erkl. τῆς ἐκ παλαιῶν χρόνων πεφημισμένης ὡς ἀνϑρώπων γεννητικῆς. – Uebh. (dem πρόσφατος entgeggstzt, vor Alters erschienen) alt, γενεά, ἀγορά, Pind. N. 6, 32. 3, 14; παλαίφατον ἁμέτερον γένος, Aesch. Suppl. 527, wie auch wohl ἁ παλ. Δίκα Soph. O. R. 1383 zu erklären.
-
7 συν-ίημι
συν-ίημι (s. ἵημι), impf. oft συνΐειν, s. Jac. Ach. Tat. p. 442; Hom. hat imperat. praes. ξυνίει, Od. 1, 271. 6, 289. 8, 241. 15, 391. 19, 378, wofür Theogn. 1240 die zw. Form ξύνιε hat; impf. ξύνιον, Il. 1, 273, mit der v. l. ξύνιεν (d. i. = ξυνίεσαν), die Aristarch vorzog und Spitzner und Bekker aufgenommen haben; aor. ξυνέηκε, oft, u. imperat. aor. II. ξύνες, Il. 2, 26. 24, 133; vom aor. II. med. ξύνετο, Od. 4, 76, u. conj. συνώμεϑα, Il. 13, 381; der inf. praes. lautet bei Hes. Th. 831 συνῑέμεν; bei Theogn. 563 συνιεῖν; inf. aor. II. bei Pind. P. 3, 80 συνέμεν; impf. συνίευν I. 7, 31; praes. συνιοῦσι, für συνιᾶσι, Lachm. συνίουσι, Matth. 13, 13. – 1) zusammenschicken, zusammenbringen, bes. im feindlichen Sinne, feindselig an einander bringen, zusammenhetzen; τίς σφωε ἔριδι ξυνέηκε μάχεσϑαι; Il. 1, 8; οὓς ἔριδος μένεϊ ξυνέηκε μάχεσϑαι, 7, 210. – 2) vernehmen, hören; νῦν ξυνίει, Od. 1, 271. 15, 391; τινός τι, σὺ δ' ὧδ' ἐμέϑεν ξυνίει ἔπος, 6, 289, vernimm von mir das Wort, wie ὁ δὲ ξυνέηκε ϑεᾶς ὄπα, Il. 2, 182; καὶ μέν μευ βουλέων ξύνιεν, 1, 273; vgl. εἰ τὸν Αἵμονος φϑόγγον συνίημι, Soph. Ant. 1203; auch mit bloßem gen. der Person, νῦν δ' ἐμέϑεν ξύνες, Il. 2, 26, wie Od. 18, 34, wo es allgemeiner »wahrnehmen«, »bemerken« ist; auch τοῦ δ' ἀγορεύοντος ξύνετο ξανϑὸς Μενέλαος, 4, 76; φϑέγγονϑ' ὥςτε ϑεοῖσι συνιἑ μεν, sie ertönen so, daß sie den Göttern vernehmbar werden, Hes. Th. 831; Pind. vrbdt λόγων συνέμεν κορυφάν, P. 3, 80; λόγον ὁ μὴ ξυνιεἰς, N. 4, 31; οὐ ξυνεὶς δόλον Ἕλληνος ἀνδρός, Aesch. Pers. 353; οὔπω ξυνῆκα, Ag. 1083; μηχανήν, verstehen, 1226, u. öfter, wie Soph., z. B. ἦ καὶ ξυνίης καὶ λέγεις ὀρϑῶς ἃ φῄς; Ant. 399; Eur. συνῆκα ϑέσφατα, Phoen. 425, u. öfter; auch med., τίς οὐ τάδε ξυνήσεται, Ion 694; συνήκατε, Ar. Ach. 101, u. öfter; in Prosa: ἐγὼ δοκέω συνιέναι τὸ γεγονός, Her. 3, 63, verstehen, wie 3, 46; τὸν δὲ συνέντα τοῠτο, 1, 24; sonst c. gen., συνῆκαν ἀλλήλων, 4, 114; οὐδὲν συνήσουσι Πέρσαι τῶν ἐγὼ ὑμῶν ἐντέλλομαι, 9, 98; ἐπειδὰν ϑᾶττον συνίῃ τις τὰ λεγόμενα, sobald Einer das, was gesagt wird, versteht, Plat. Prot. 325 c, wie ἐπειδὰν μέλλωσισυνήσειν τὰ γεγραμμένα, ib. e; Theaet. 184 a u. öfter; συνιέναι ταὐτὸν παντάπασι τῷ ἐπίστασϑαι, Crat. 412 a; ὥς τι συνιέντες ἀλλήλων, Theaet. 196 e; τὰ μήπω φωνῆς ξυνιέντα παιδία, Legg. VII, 791 e, vgl. Alc. I, 132 c, wo überall neben dem äußern sinnlichen Wahrnehmen auch an das innere geistige zu denken ist; ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν, Thuc. 1, 3, so viele sich verstanden, d. h. dieselbe Sprache redeten; διὰ τὸ μηδέν πω συνεικέναι τῶν ἐν Ἰταλίᾳ γεγονότων, Pol. 5, 101, 2; συνιέναι ἁπάντων καίτοι μὴ ἐπακούοντα τῶν ᾀδομένων, Luc. de salt. 64; δοκεῖς συνεῖναι πεπειραμένος, Prom. 6; συνεὶς ὁ Βροῦτος τὸ πεπρωμένον, Plut. Caes. 69. – 3) med. sich worüber vereinigen, verständigen, worüber unter sich übereinkommen, ὄφρα συνώμεϑα ἀμφὶ γάμῳ, Il. 13, 381.
-
8 βία
βία, ἡ, ion. βίη (verwandt βίος u. βιός), Stärke, Gewalt, Kraft, sowohl in geistiger als in leiblicher Hinsicht; beide lassen sich nicht immer genau sondern; auch = Gewaltthat. Der Zusammenhang des Wortesmit βίος, Leben, Lebenskraft, bes. deutlich Odyss. 22, 219 αὐτὰρ ἐπην ὑμέων γε βίας ἀφελώμεϑα χαλκῷ = »wenn wir euch getödtet haben werden.« Odyss. 4, 415 καὶ τότ' ἔπειϑ' ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε, Homerisch, κάρτος u. βίη stehn παραλλήλως; 18, 139 πολλὰ δ' ἀτάσϑαλ' ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων; 6, 197 Ἀλκινόοιο, τοῦ δ' ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε. Diese homerische Zusammenstellung von κράτος und βία schwebte dem Aeschylus vor, als er im Prom. die Personificationen Κράτος καὶ Βία einführte; vgl. über Aeschylus Homer. Studien Sengebusch Homer. diss. 1 p. 170 sqq. Auch das Adjectiv κρατερός verbindet Homer mit βία: κρατερῆφι βίηφιν Iliad. 21, 501 Odyss. 9, 476. 12, 210. Παραλλήλως steht bei Hom. βία auch mit ἴς und mit χεῖρες: Odyss. 18, 4 οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασϑαι; 21, 315 χερσίν τε βίηφί τε ἧφι πιϑήσας; Iliad. 12, 135 χείρεσσι πεποιϑότες ἠδὲ βίηφιν; 15, 139 βίην καὶ χεῖρας ἀμείνων. Gegensatz μῆτις Iliad. 23. 315 μήτι τοι δρυτόμος μέγ' ἀμείνων ἠὲ βίηφιν; Odyss. 9, 406 ἦ μή τις σ' αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφιν, Iliad. 15, 106 ἦ ἔτι μιν μέμαμεν κα ταπαυσέμεν ἆσσον ἰόντες ἢ ἔπει ἠὲ βίῃ; mehr geistig, = Muth Iliad. 3, 45 οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή; 11, 561 οἱ δέ τε παῖδες τύπτουσιν ῥοπάλοισι· βίη δέ τε νηπίη αὐτῶν. Oefters wird βία zur Umschreibung des Namens von Fürsten und Helden gebraucht: Iliad. 5, 781 ἀμφὶ βίην Διομήδεος ἱπποδάμοιο εἰλόμενοι, = ἀμφὶ Διομήδη; 20, 307 νῦν δὲ δὴ Αἰνείαο βίη Τρώεσσιν ἀνάξει καὶ παίδων παῖδες; 3, 105 ἄξετε δὲ Πριάμοιο βίην; 18, 117 οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα; 5, 638 ἀλλοῖόν τινά φασι βίην Ἡρακληείην εἶναι; 4, 386 δαινυμένους κατὰ δῶμα βίης Ἐτεοκληείης; Odyss. 11, 290 ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης ἀργαλέας; vs. 296 καὶ τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη ϑέσφατα πάντ' εἰπόντα. Vom Winde, Iliad. 16, 213 βίας ἀνέμων ἀλεείνων. Oefters = Gewaltthat, Gewaltthätigkeit: Odyss. 15, 329 τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει; 11, 118 ἀλλ' ἤτοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλϑών; 16, 189 τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων πάσχεις ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν; Iliad. 16, 387 οἳ βίῃ εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι ϑέμιστας; Odyss. 1, 403 ὅς τίς σ' ἀέκοντα βίηφιν κτήματ' ἀπορραίσει; 4, 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν, ἦε ἑκών οἱ δῶκας; 15, 231 ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ. – Aehnlich bei den Folgenden: Hesiod. Theog. 332 ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης; Pind. Ol. 1, 88 Οἰνομάου βίαν; Isthm. 8, 54 Μέμνονος βίαν ὑπέρϑυμον; Aeschyl. Sept. 448 Πολυφόντου βία; 620 φῶτα Λασϑένους βίαν; Soph. Trach. 38 Ἰφίτου βίαν; Eurip. Phoeniss. 56 Ἐτεοκλέα κλεινήν τε Πολυνείκους βίαν. Vom Winde Aristot. und Sp. Oft = Gewaltthat; Tragg.; δυσφιλής Aesch. Eum. 54; βίᾳ, mit Gewalt, gewaltsam, Prom. 357 u. öfter, mit ἁρπάζειν, ἐλαύνειν vrbdn; vgl. Eur. Andr. 390 Hipp. 886; auch in Prosa, αἱ βίᾳ πράξεις, gewaltthätige Handlungen, Plat. Polit. 280 d; βίᾳ καὶ ἀγριότητι Rep. III, 411 d; πειϑοῖ καὶ βίᾳ Legg. IV, 722 b, wie διὰ πειϑοῦς u. διὰ βίας, Polit. 304 d; ὑπὸ πειϑοῦς u. ὑπὸ βίας Rep. VIII, 548 b; oft βίᾳ ἄγειν, πάσχειν u. ä.; ἑλεῖν, im Kriege, Xen.; βίᾳ τινός, wider Jemandes Willen, so daß Einer ihn zwingt, φρενῶν βίᾳ Aesch. Spt. 594; Suppl. 424; Eur. Phoen. 875; ἡμῶν Thuc. 1, 43. 68; ὲχϑρῶν Plat. Rep. VIII, 566 a; τῶν πολλῶν Dem. Lept. 53; πρὸς βίαν, gewaltsam, gezwungen, Aesch. Prom. 208; Ag. 850 u. öfter; Ar. Ach. 73 u. sonst; πρὸς βίαν μᾶλλον ἢ ἑκών, gezwungen, Plat. Phaedr. 239 d; πρὸς βίαν τινός Aesch. Eum. 5; Eur. Suppl. 170 u. öfter; πρὸς βίαν ist gew. pass., βίᾳ act. zu fassen; ἐκ βίας, dasselbe, Soph. Phil. 563 u. öfter; ἀπὸ βίας D. Sic. 20, 51.
-
9 ἀμβλύνω
ἀμβλύνω ( ἀμβλύς), abstumpfen, von scharfen Werkzeugen; auch von Schreibfedern, δόναξ ἀμβλυνϑείς P. Sil. (VII. 65.); schwächen, von Augen, χρόνος ὄμματος αὐγὴν ἀμβλύνας Iul. Aeg. 10 (VI, 67); übertr. ἀμβλύνειν ἀοιδὰς αἰὼν οὐ δύναται Ep. ad. 615 (VII, 225); Μήδων ἄρηα, den Krieg beilegen, Loll. Bass. 8 (VII, 243). – Im nass. geschwächt werden, Thuc. 2, 87; schwach, kraftlos sein, ϑέσφατα οὐκ ἀμβλύνεται, ist fortwährend in Wirkung, Aesch. Spt. 826; Soph. frg. 762; σέλας Lycophr. 1428; ἐρωῆς, im Schwunge, Opp. H. 2, 338; erkalten, Plat. Rep. V, 490 b; οὐκ ἀμβλύνοιτο οὐδ' ἀπολήγοι ἔρωτος Plut.
-
10 ἄ-δυτος
ἄ-δυτος, nicht zu betreten, ϑησαυρός Pind. Ol. 11, 4; κτέανα Eur. Andr. 1033; bes. von heiligen Orten, dah. τὸ ἄδυτον das innerste Heiligthum des Tempels, Hom. zweimal, Il. 5, 448. 512; Pind. OI. 7, 32; Eur. Iph. T. 1257 ϑέσφατα; τῆς ϑεοῦ Her. 5, 72 u. öfter; übtr. τῆς βίβλου Plat. Theaet. 162 a; auch ὁ ἄδυτος H. h. Merc. 247. – In Aegypten sind ἄδυτα unterirdische Gemächer im Innersten des Tempels; εἰς τὰ ἄδ. κατελϑεῖν Luc. Gall. 18; D. L. 8, 3.
-
11 ἐπ-άργεμος
ἐπ-άργεμος, mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφϑαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, ϑέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.
-
12 εξαιρεω
(fut. ἐξαιρήσω, aor. 2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα)1) вынимать, извлекать, удалять(τὸν λίθον, τέν νηδύν Her.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Plat.; τοὺς ὀδόντας Arst.; ἔπος τινὰ ἐκ τῶν τοῦ Ἡσιόδου Plut.)
τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. — вынутые внутренности жертвенного животного2) вынимать, доставать(πέπλους ἔνθεν, med. ὀϊστὸν φαρέτρης Hom.; λέβητός τι Pind.)
3) выкапывать, добывать4) снимать, срывать(οἴακας νεώς Eur.)
5) med. убирать(τὰ μεγάλα ἱστία Xen.)
6) med. выгружать(τὰ φορτία Hes.; τὸν σῖτον Thuc., Dem.; τὰ ἀγώγιμα Xen.)
7) опорожнять(ὅ κέραμος ἐξαιρεόμενος Her.)
8) отнимать, похищать, увозить(Μήδειαν ἐκ Κόλχων δόμων Pind.; med.: τέκνα τινί Hom.; τὰ φίλτατα Soph.; ἄνδρα δραπετέν γενόμενον Her.)
ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν Hom. — лишать кого-л. жизни9) med. оберегать, охранять, освобождать, спасать(τινὰ τῶν κινδύνων Dem.; τινὰ τοῦ πολέμου Polyb.; τοὺς ἀδικουμένους βίας Plut.)
ἐ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Lys. — требовать чьего-л. освобождения10) тж. med. отнимать, устранять, рассеивать, прекращать(τινὸς φόβον Eur. и φόβους Isocr.; med. νεῖκός τινος Eur.)
ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Plat. — с устранением ошибки;τὸ ἐπιθυμοῦν οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους Thuc. — трудности не охладили их рвения;ἐξαιρεθεὴς ἀδικίαν Plat. — тот, в ком искоренена несправедливость11) улаживать(λόγοις τὰς διαφοράς Isocr.)
12) отвергать, опровергать(τὰς ἐμποδίους δόξας Plat.; med. τὸν ἐναντίον λόγον Arst.; ἐξελέσθαι τέν διαβολήν τινος Plat.)
13) отвергать, презирать(τὰ παλαιὰ θέσφατα Soph.)
14) устранять, исключатьμητέρας ἐξελόντες Her. — за исключением матерей;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Plat. — о Симмии я не говорю;τὸ μέσον τινὸς ἐξελεῖν Dem. — пропустить, обойти молчанием середину чего-л.15) выделять, обособлять(τὰς ἀντιμοιρίας, med. τέν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός Dem.)
16) изгонять, прогонять17) уничтожать, истреблять(θῆρας χθονός Eur.; σφῆκας Xen.)
18) разрушать, разорять, опустошать(οἰκίας καὴ πόλεις Plat.)
19) захватывать, завоевывать(πόλιν Thuc.; χωρίον Dem., Plut.)
πᾶν ἐξαιρεῖ λόγος Eur. — слово покоряет все20) med. выбирать21) выделять, отбирать, предназначать(Ἑκαμήδην Νέστορι Hom.)
ἐξελεῖν τινι τεμένεα Hes. — отвести кому-л. лучшие участки;med. — отбирать для себя, брать себе (μενοεικέα Hom.; τινα αὑτῷ κτῆμα Soph.):δῶρον ἐξελέσθαι τινός Soph. — получить от кого-л. дар22) культ. посвящать(κλήρους τοῖς θεοῖς Thuc.)
ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι Her. — посвященный Посидону -
13 εξηγεομαι
1) предводительствовать, быть предводителем(τῶν ἀνθρώπων Hom.)
2) управлять, руководить(τοὺς ξυμμάχους τὰς πόλεις Thuc.; ἐ. καὴ διατάττειν ἕκαστα Luc.)
τέν Πελοπόννησον ἐ. Thuc. — иметь господство над Пелопоннесом3) быть проводником, вести(τισι πᾶσιν Soph.; ἐπὴ τέν γῆν Her.; εἰς τέν Ἑλλάδα Xen.)
τῇ ἂν ἐξηγέηται Her. — куда бы он ни вел4) указывать, показывать(χῶρον Soph.; τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Her.)
ἀγαθόν τι ἐ. τινι Xen. — указывать кому-л. правильный путь;ἐ. τῆς πράξεως Xen. — руководить путем личного примера;καλῶς ἐξηγῇ σύ μοι Soph. — ты дал мне отличное указание5) указывать, приказывать, предписывать(τινι ποιεῖν τι Aesch.; ὅ νόμος ἐξηγεῖται Plat.; ποιήσουσι τοῦτο, τὸ ἂν ἐκεῖνος ἐξηγέηται Her.)
ἃ δ΄ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Thuc. — то, что по вашим указаниям совершили (ваши) союзники6) рассказывать, излагать(λόγοις τι Aesch.; περὴ γενέσεως Xen.)
ὅ τι χρέ ποιέειν, ἐξηγέο Her. — скажи, что нужно делать;ἐ. τὸν νόμον τῷ κήρυκι Dem. — диктовать закон глашатаю7) разъяснять, истолковывать(τὸ οὔνομα καὴ τέν θυσίην Her.; θέσφατα Eur.; κατὰ τοὺς ἀγράφους νόμους Lys.; τέν ποιητήν Plat.; τὰ νόμιμα Dem.)
οὐδένα νόον ἔχων ἐξηγησάμενον Her. — не приведя никакого разумного основания -
14 επαργεμος
22) темный, непостижимый, сокровенный(θέσφατα, σήματα Aesch.)
-
15 ικανω
(ῐᾱ)(только praes. - иногда в знач. pf. и impf. ἵκανον; fut., aor. и pf. супплетивно от ἱκνέομαι)
1) (у Hom. тж. med.) приходить, прибывать, добираться, достигать(νῆας Ἀχαιων, ἐπὴ νῆας, ἐς πατρίδα Hom.; δόμους Aesch.; πρὸς ἔσχατιάν Pind.)
ἱκανέμεν (эп. inf.) ἡμέτερον δῶ Hom. — прибыть в наш дом;οἷ ἱκάνομεν Soph. — (место), куда мы прибыли;εὖ ἱκάνεις Soph. — ты пришел в нужное тебе место;ἦλθ΄ Ὀδυσσεὺς καὴ οἶκον ἱκάνεται Hom. — Одиссей вернулся, прибыл домой;χρειὼ ἱκάνεται Hom. — возникла необходимость2) доходить, достигатьἥβης μέτρον ἱ. Hom. — достигнуть предела возмужалости;
σέλας αἰθέρ΄ ἵκανεν Hom. — сияние доходило до эфира;ἐλάτη αἰθέρ΄ ἵκανεν Hom. — ель поднималась до эфира;παλαίφατα θέσφατα ἱκάνει με Hom. — старинные предсказания исполнились (досл. коснулись меня)3) (у Hom. тж. med.) с мольбой прибегать, припадать(γούνατά τινος Hom., Aesch.)
4) подступать, постигать, овладевать, охватыватьμέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Hom. — великое горе постигает ахейскую землю;
ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι Hom. — когда его охватывал сладкий сон;τάφος οἱ ἦτορ ἵκανεν Hom. — недоумение проникло в ее душу -
16 παλαιος
3, лак. παλεόρ (compar. παλαιότερος и παλαίτερος, superl. παλαιότατος и παλαίτατος)1) старый(οἶνος, νῆες Hom.; ὑποδήματα Plat.; ἱμάτιον NT.)
2) старинный, давнишний(ξεῖνος Hom.)
κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον Plat. — согласно старинной поговорке;ἥ παλαιὰ διαθήκη NT. — ветхий завет3) престарелый(γέρων, γρηῦς Hom.)
4) древний(Ἶλος Hom.; νόμοι Aesch.; θέσφατα Soph.)
ἐκ παλαιοῦ и ἐκ παλαιτέρου Her. — с древних времен, издревле;οἱ παλαιοί Thuc. — люди древних эпох, древние5) устаревший, обветшалый, утративший смысл, пустой(κωφὰ καὴ παλαιὰ ἔπη Soph.)
-
17 παλαιφατος
-
18 πιφαυσκω
(ῑ и ῐ)(только praes. и impf.) тж. med.
1) являть, показывать(ἡμερήσιον φάος Aesch.)
2) указывать, назначать(ἵππους Hom.)
3) возвещать, объявлять(κακὰ ἔργα, μῦθόν τινι Hom.; θέσφατα HH.)
βουλῇ, πιφαύσκω δ΄ ὔμμ΄, ἐπισπέσθαι πατρός Aesch. — повинуйтесь, говорю вам, воле отца -
19 σαινω
(fut. σᾰνῶ, aor. ἔσηνα - дор. ἔσᾱνα)1) вилять, махать(οὐρῇ Hom. и οὐραν Soph.)
σ. κέρκῳ τινά Arph. — вилять хвостом перед кем-л.2) вилять хвостом(σαίνοντες κύνες Hom.)
3) ласкаться, быть ласковым(πρός τινα и τινά Pind.)
4) радоваться(ποτὴ ἀγγελίαν Pind.; τέν ὑπόσχεσιν Luc.)
5) льстить, лебезить, обхаживатьὑδαρεῖ σ. φιλότητι Aesch. — льстить притворной дружбой;
σ. μόρον τε καὴ μάχην ἀψυχίᾳ Aesch. — трусливо стараться избежать смерти и сражения;σαίνεσθαι ὑπ΄ ἐλπίδος Aesch. — льстить себя надеждой6) ласкать, радовать, нравиться(τέν ψυχήν Arst.; παιδός με σαίνει φθόγγος Soph.)
οὔ με σαίνει θέσφατα Eur. — не по душе мне (эти) пророчества7) pass. колебаться, смущаться(ἐν ταῖς θλίφεσι NT.)
-
20 θέσφατος
A spoken by God, decreed, ;ἥκει θ. βίου τελευτή S.OC 1472
: mostly in phrase θέσφατόν ἐστι, it is ordained,ὣς γὰρ θ. ἐστι Il.8.477
, cf. E.IA 1556: c. dat. pers. et inf.,σοὶ δ' οὐ θ. ἐστι.. θανέειν Od.4.561
, cf. 10.473, Pi.P.4.71, Orac.in Ar. Pax 1073; soεἴ τι θ. πατρὶ.. ἱκνεῖθ', ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν S.OC 969
.2 Subst. θέσφατα, τά, divine decrees, oracles, Od.11.151, 297; παλαίφατα θ. 13.172, cf. Pi.I.8(7).34: sg., E.IT 121.II generally, wonderful, mighty,ἀήρ Od.7.143
.—Cf. θεσπέσιος, θέσκελος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέσφατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέσφατα — θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφαθ' — θέσφατα , θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl θέσφατε , θέσφατος spoken by God masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατ' — θέσφατα , θέσφατος spoken by God neut nom/voc/acc pl θέσφατε , θέσφατος spoken by God masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσφατο — το 1. θείος λόγος: Ό,τι μου πει αυτός για μένα είναι θέσφατο. 2. στον πληθ., θέσφατα χρησμοί, θείες ελπίδες, εντολές: Ερμηνεύει τα θέσφατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
OPHION — I. OPHION antiquissimus Vatum, apud Apollonium Argonaut. l. 1. v. 303. cuius septem tabularum, septem planetis cognominum, meminit Poeta Nonnus Dionysiac. l. 4. Τοῖς ἔπι ποκίλα πάντα μεμορμένα θέσφατα κόσμου Γράμματι φοινικόεντι γέρων ἐχάραξεν… … Hofmann J. Lexicon universale
PHINEUS — Agenoris fil. Hellanico: Hesiodo vero Phoenicis et Cassiopeae, Agenoris nepos, frater Cilicis, Dorycli et Atamini. Hic Rex Arcadiae, vel, ut alii, Thraciae, vel, ut rursus alii, Paphlagoniae, uxorem duxit Cleopatram (quam quidam Schenoboeam… … Hofmann J. Lexicon universale
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek
ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek