-
1 άργεμος
-
2 ἄργεμος
-
3 αργεμός
ο опоздание -
4 δι-άργεμος
δι-άργεμος, weißgefleckt, Babr. 85, 15.
-
5 ἐπ-άργεμος
ἐπ-άργεμος, mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind, καὶ οὐκ ὀξυωπός Arist. H. A. 9, 1; καὶ πεπήρωται τοὺς ὀφϑαλμούς 9, 34; übertr., dunkel, unverständlich, ϑέσφατα Aesch. Ag. 1084; λόγοι Ch. 654, vgl. Prom. 497.
-
6 ἄργεμον
-
7 διαργεμος
-
8 επαργεμος
22) темный, непостижимый, сокровенный(θέσφατα, σήματα Aesch.)
-
9 άργεμον
το, άργεμος ο см. άργεμα 1 -
10 άργεμοι
-
11 ἄργεμοι
-
12 άργεμον
-
13 ἄργεμον
-
14 αργέμοις
-
15 ἀργέμοις
-
16 αργέμοισι
ἄργεμονalbugo: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄργεμοςalbugo: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
17 ἀργέμοισι
ἄργεμονalbugo: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄργεμοςalbugo: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
18 αργέμου
-
19 ἀργέμου
-
20 αργέμων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] … Dictionary of Greek
ἄργεμος — albugo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργεμοι — ἄργεμος albugo masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аргемон — (Argemone L.) родовое название растений из семейства маковых (Papaveraceae); почти все представители рода А. происходят из Мексико, а многие виды отнесены позднее к роду Papaver мак, того же сем. Назв. происходит от греч. αργεμός бельмо, по… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αργεμώνη — η (Α ἀργεμώνη) αγριοπαπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος*, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη,… … Dictionary of Greek
ἀργέμοις — ἄργεμον albugo neut dat pl ἄργεμος albugo masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέμοισι — ἄργεμον albugo neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄργεμος albugo masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέμου — ἄργεμον albugo neut gen sg ἄργεμος albugo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέμων — ἄργεμον albugo neut gen pl ἄργεμος albugo masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργεμον — albugo neut nom/voc/acc sg ἄργεμος albugo masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)