Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παλαί-φατος

См. также в других словарях:

  • θεόφατος — θεόφατος, ον (Α) αυτός που φανερώθηκε, που ξεστομίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φατος (< φημί), πρβλ. παλαί φατος, τηλέ φατος] …   Dictionary of Greek

  • κενεήφατος — κενεήφατος, ον (Α) μυθώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + φατος (< θ. φα πρβλ. φά σις τού φημί), πρβλ. νεή φατος, παλαί φατος] …   Dictionary of Greek

  • νεήφατος — νεήφατος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + φατος (< φημί), πρβλ. θεό φατος, παλαί φατος. Το η τού τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την… …   Dictionary of Greek

  • νεόφατος — νεόφατος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ τεθνηκώς». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φατός (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. παλαί φατος] …   Dictionary of Greek

  • παλαίφατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος από την Άβυδο, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπήρξε φίλος του Αριστοτέλη. Δεν σώζονται παρά αποσπάσματα από τα έργα του Κυπριακά, Δηλιακά, Αττικά, Αραβικά και Τρωικά. 2. Περιπατητικός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»