-
121 θοός
A quick, nimble, epith. of Ares and warriors, Il.5.430, 571, 16.422, 494, etc.: c. inf.,θ. μάχεσθαι 5.536
; of things,χείρ 12.306
;βέλος Od.22.83
;ἅρμα Il.17.458
; μάστιξ ib. 430;νῆες 14.410
, etc.;νηυσὶ θοῇσι.. πεποιθότες ὠκείῃσι Od.7.34
; νύξ swift night, Il.10.394, Od.12.284, Hes.Th. 481; θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα partake of a hasty meal, i.e. in haste, Od.8.38; later, of animals, Pi.P.4.17, E.Ba. 977 (lyr.); alsoμάχαι Pi.P.8.26
;γλῶσσα Id.N.7.72
; (lyr.);θ. εἰρεσίας ζυγόν S.Aj. 249
(lyr.), cf. Orph.A. 1037; (lyr.), cf. A.Pr. 129 (lyr.);σάκος A.R.1.743
;ἀσπίδας.. θοὸν ἔχμα βολάων Id.4.201
; πνοαί, αὖραι, E. Andr. 479 (lyr.), Tr. 454 (troch.): used adverbially with Verbs of motion, ἐκπρολιποῦσα θοὸν δόμον quickly, in haste, Antim.71 (expld. by An.Ox. from τίθημι); θοὰν νύμφαν ἄγαγες S.Tr. 857
(lyr.). Adv. - ῶς quickly, in haste, Il.3.325, B.14.59, A.Pr. 1060 (anap.), Pers. 398, Hp.Mul.2.132;θοώτερον A.R.3.1406
; soon, Od.15.216.------------------------------------ -
122 θρασύχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασύχειρ
-
123 θυηπόλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυηπόλος
-
124 θυραῖος
θυρ-αῖος, α, ον, also ος, ον S.El. 313, E.Alc. 805, Plu.(ll.cc.infr.): [dialect] Aeol. [full] θύραος IG12(2).14 (Mytil.): ([etym.] θύρα):—A at the door or just outside the door, A.Ag. 1055, S.Aj. 793; θ. οἰχνεῖν to go to the door, go out, Id.El. 313;τόνδε βλέπω θ. ἤδη Id.Tr. 595
; θ. στίβος, opp. ἔναυλος, Id.Ph. 158 (lyr.);θ. ἔστω πόλεμος A.Eu. 864
: metaph., θ. ἀμφὶ μηρόν round the exposed, naked thigh, S.Fr. 872 (lyr.);θ. δόξα Plu.Cat.Ma. 18
;θ. ὑποψίαι Id.2.38c
.2 absent, abroad, A.Ag. 1608, Ch. 115; θ. ἐλθεῖν to come from abroad, E. Ion 702(lyr.); τοὺς δ' ἐν θυραίοις in the public eye, opp. τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο, Id.Med. 217.3 from out of doors, from abroad, ἄνδρες θ. strangers, Id.Hipp. 409; θυραῖα φρονήματ' ἀνδρῶν the thoughts of strangers, ib. 395.II containing a door, θ. τοῖχος entrance-wall, IG11(2).165.6(Delos, iii B.C.), 12 l.c.(pl.), Milet.7.56 ([place name] Didyma).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυραῖος
-
125 καλλίχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίχειρ
-
126 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
127 καμψιδίαυλος
A turning the post (καμπτήρ 11
) so as to run the whole δίαυλος: metaph., of a harp-player, running quickly up and down the strings, Χεὶρ κ. Telest.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμψιδίαυλος
-
128 κάρβανος
κάρβᾱνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρβανος
См. также в других словарях:
χείρ — b. fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χεῖρ' — χεῖρα , χείρ b. fem acc sg χεῖρε , χείρ b. fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρ' — χειρί , χείρ b. fem dat sg χειρά , χειράς chap fem voc sg χειρί , χειρίς a covering for the hand fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. — χεὶρ καὶ μάκαιρα οὐ μιαίνεται. См. Трудовая денежка мозольная … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χεὶρ χεῖρα νίπτει. — χεὶρ χεῖρα νίπτει. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει, δός τι καὶ λάβας τι. — Ἁ δέ χεὶρ τὰν χεῖρα κνίζει (νιζει), δός τι καὶ λάβας τι. См. Рука руку моет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅπου τις ἀλγεῖ, κεῖθι καὶ τὴν χεῖρ’ ἔχει. — См. Где больно, там рука … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καὶ γὰρ δύναμις ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέος ἐστί καὶ χεὶρ ὑπερμήκης. — См. У Царя руки долги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μαύρη Χειρ — Ονομασία μυστικών οργανώσεων, οι οποίες έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Μεγάλη αναστάτωση είχε προκαλέσει η εγκληματική δραστηριότητα της συμμορίας της Μ.X. (Mano Nera) στη νότιο Ιταλία και ανάμεσα στους Ιταλούς της Νέας… … Dictionary of Greek