Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χάσματα

См. также в других словарях:

  • χάσματα — χάσμα yawning chasm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάσματ' — χάσματα , χάσμα yawning chasm neut nom/voc/acc pl χάσματι , χάσμα yawning chasm neut dat sg χάσματε , χάσμα yawning chasm neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • суе — нареч. напрасно, зря , церк., часто суе в сложениях: суевер, суеверие, суеглазить глазеть , суеглазый зевака ; суета, др. русск. суи пустой, тщетный , ст. слав. соуи μάταιος, въсоуѥ μάτην (Супр., Мар., Зогр., Клоц.), болг. суета. Сравнивают с др …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • CANIS Carcharias — ex marinorum Canum generibus, quorum tria recenset Aelian. Histor. l. 1. c. 8. tantae magnitudinis est, ut cetis robustissimis annumerari iure possit; ab asperitate et acumine dentium sic dictus. Alii lamiam et lamnam vocant, ἀπ` τȏυ ἔχειν μέγαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • αβυσσώδης — ες [άβυσσος] 1. αυτός που μοιάζει με άβυσσο 2. ο γεμάτος χάσματα …   Dictionary of Greek

  • αποχάσκω — 1. χάσκω, είμαι αποχαυνωμένος 2. (για ρούχα) ξεχειλώνω 3. (για τοίχους, οικοδομές κ.λπ.) έχω ρωγμή, παρουσιάζω σχισμές ή χάσματα …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»