Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοιλιώδης

См. также в других словарях:

  • κοιλιώδης — κοιλιώδης, ῶδες (AM) αυτός που μοιάζει με κοιλιά, αυτός που έχει σχήμα κοιλιάς («ὑποδοχαὶ κοιλιώδεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κατάλ. ώδης (πρβλ. πνευματ ώδης, σωματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιώδεις — κοιλιώδης like a belly masc/fem acc pl κοιλιώδης like a belly masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιώδεες — κοιλιώδης like a belly masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՔԱՂՐԹԵՂ — (ի, աց.) NBH 2 0972 Chronological Sequence: 6c ա. κοιλιώδης, κοιλαγάστωρ ventriosus, mgnum ventrem habens. Ոյր քաղիրթն կամ փորն է մեծ. փորը մենծ՝ դուրս ուռած. *Թէ կունդ է (ոք իբրեւ զսոկրատ), քաղրթեղ չէ. թէ քաղրթեղ է, ուշիմ չէ (իբրեւ զնա). թէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»