-
1 ιδιομορφος
-
2 ιδιόμορφος
η, ο [ος, ον ] своеобразный, необычный; особенный; особый -
3 ιδιόμορφος
[идиоморфос] επ своеобразный, особенный. -
4 ἰδιόμορφος
ἰδῐό-μορφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόμορφος
-
5 ἰδιόμορφος
ἰδιό-μορφος, von besonderer, eigener Gestalt -
6 ιδιόμορφος
singularΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ιδιόμορφος
-
7 ιδιόμορφον
ἰδιόμορφοςof peculiar form: masc /fem acc sgἰδιόμορφοςof peculiar form: neut nom /voc /acc sg -
8 ἰδιόμορφον
ἰδιόμορφοςof peculiar form: masc /fem acc sgἰδιόμορφοςof peculiar form: neut nom /voc /acc sg -
9 ιδιομόρφοις
-
10 ἰδιομόρφοις
-
11 ιδιομόρφων
-
12 ἰδιομόρφων
-
13 ιδιόμορφοι
-
14 ἰδιόμορφοι
См. также в других словарях:
ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
ιδιόμορφος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη μορφή, ιδιότυπος: Ιδιόμορφη κατασκευή. – Ιδιόμορφος χαρακτήρας. – Ιδιόμορφο πολίτευμα. 2. «ιδιόμορφα ορυκτά», ορυκτά που δεν έχουν υποστεί την επίδραση άλλων στοιχείων κατά το σχηματισμό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιόμορφον — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem acc sg ἰδιόμορφος of peculiar form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιομόρφοις — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιομόρφων — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόμορφοι — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιότυπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότυπος, ον) αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος. επίρρ... ιδιοτύπως ιδιορρύθμως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί τυπος, ζηλό τυπος] … Dictionary of Greek
κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
υπιδιόμορφος — η, ο, Ν φρ. «υπιδιόμορφος ιστός» (πετρογρ.) ο πιο συνήθης κοκκώδης ιστός που απαντά σε πλουτώνια εκρηξιγενή πετρώματα και τού οποίου οι κόκκοι περατώνονται εν μέρει μόνον σε ιδιαίτερες κρυσταλλικές έδρες, αλλ. υπιδιόμορφος κοκκώδης ιστός ή… … Dictionary of Greek