-
81 κατασεύομαι
A rush down along, c. acc.,κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382
: abs., rush down,κατεσσύμενος Q.S.4.270
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασεύομαι
-
82 κατεφάλλομαι
A leap down against,ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94
(where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon,κῦμα.. νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583
, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down,οὐρανόθεν Nonn. D.48.614
; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεφάλλομαι
-
83 κατηρεφής
A covered over, vaulted, overhanging,σπέος εὺρὺ κ. Od.13.349
;κλισίας τε κ. Il.18.589
;ἐν σμήνεσσι κ. μέλισσαι Hes.Th. 594
;μέγα κῦμα.. κ. Od.5.367
: c. dat., σπέος δάφνῃσι κ. shaded by, embowered in them, 9.183;δώματα πέτρῃσι κ. Hes.Th. 778
; so in Trag., κ. πέτρος, of a cave, S.Ph. 272;ἐν κ. στέγῃ χθονός Id.El. 381
;κ. τύμβος Id.Ant. 885
;κ. αὐτῇ τῇ πέτρᾳ Pl.Criti. 116b
; of trees, thick-leaved, Theoc.7.9; κ. πόδα τιθέναι keep the foot covered, of Pallas seated, when the robe falls over her feet, opp. ὀρθὸν πόδα τ., A.Eu. 294.2 c. gen.,στέγην, ἧς κατηρεφεῖς δόμοι E.Hipp. 468
; τράπεζαι κ. παντοίων ἀγαθῶν covered with, full of, Anacr.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηρεφής
-
84 κατιθύνω
Aκατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96
, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15;κῦμα Mosch.2.121
;χεῖρα τοξότιν AP6.188
(Leon.);ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226
(Alc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατιθύνω
-
85 καχλάζω
A plash or bubble, of the sound of liquids,φιάλαν ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ Pi. O.7.2
, cf. Philostr.VA3.25; of the sea,περὶ πρύμναν A.Th. 761
(lyr.), cf. 115 (lyr.);ἅσυχα καχλάζοντος αἰγιαλοῖο Theoc.6.12
(imitated by D.P.838), cf. Arr.An.5.20.8; ofrain, Lyc.80; of boiling water, Zos. Alch.p.109 B. (cf. κοχλ-): c. acc. cogn., [κῦμα] πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον frothing forth foam, E.Hipp. 1211: metaph., of exuberant eloquence,τὸ Πλατωνικὸν νᾶμα.. μεγάλας παρασκευὰς καχλάζον D.H.Dem.28
:—also [full] καχλαίνω, Hsch. [[pron. full] κᾰ- Pi., A., E. ll.cc., κᾱ- by position, Theoc.l.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχλάζω
-
86 κελαδέω
κελᾰδ-έω, Sapph.4, E.IT 1093 (lyr.); [ per.] 3pl. - έοντι Pi.P.2.15: [tense] fut. - ήσω Terp.5, Pi.O.2.2, E.HF 694 (lyr.), - ήσομαι Pi.O.10(11).79: poet. [tense] aor.Aκελάδησα B. 15.12
, A.Ch. 609 (lyr.), E.Hel. 371 (lyr.): ([etym.] κέλαδος):—[dialect] Ep. and Lyr. (Trag. and Com. only in lyr. and anap., exc. Theopomp.Com.40: late in Prose, Aq.Is.49.13, Philostr.VA6.17, Ps.-Luc. Philopatr.3) Verb (cf. κελάδω), sound as flowing water, ὔδωρ ψῦχρον κ. Sapph.l.c.; κῦμα κελαδοῦν Orac. ap. Aeschin.3.112.2 of persons, shout aloud, ἀτὰρ κελάδησαν Ἀχαιοί, in applause, Il.23.869;ἐμὲ δεῖ κ. Pratin.
Lyr. 1.3, cf. B.l.c.;κελαδέοντι ἀμφὶ Κινύραν φᾶμαι Pi.P.2.15
: c. acc. cogn.,κ. ὕμνους Terp.5
, cf. Pi.N.4.16 codd.;νόμον Id.Pae.2.101
;ἁδυμελῆ κόσμον κ. Id.O.11(10).14
; [βοάς], παιᾶνας, E. Ion93, HF l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαδέω
-
87 κελαινός
A black, dark, freq. in Hom.,αἷμα Il.1.303
, Od.16.441;νύξ Il.5.310
, etc.;κῦμα 9.6
;λαῖλαψ 11.747
;χθών 16.384
;δέρμα 6.117
; :ὄμβρος Emp.111.6
; κ. φῦλον a swarthy race, of the Ethiopians, A.Pr. 808; Ἔπαφος ib. 851; ξίφη, λόγχα, S.Aj. 231, Tr. 856 (both lyr.), cf. E.Ba. 628 (troch., prob. from the colour of the metal rather than black with blood-stains); of things on which the sun does not shine, esp. of the nether world, dark, murky, A.Pr. 433 (lyr.); (lyr.);Στύξ Lyc.706
; κ. θῖνα, of the bottom of the sea, S.Ant. 590 (lyr.); λύει κ. βλέφαρα suffers her eyes to close in darkness, ib. 1302: great, mighty,δίψα Lyc.1425
. (Cf. Skt. kala[ndot ]kas 'spot': κηλίς may be cogn.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινός
-
88 κλύζω
Aκλύζεσκον Il.23.61
: [dialect] Ep.[tense] fut.κλύσσω h.Ap.75
: [tense] aor. inf.κλύσαι Poll.4.21
(v.l. κλεῖσαι):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐκλύσθην: [tense] pf. κέκλυσμαι (v. infr.):—of the sea, wash, dash over, c. acc., ἔνθ' ἐμὲ μὲν μέγα κῦμα.. κλύσσει h.Ap.l.c.: abs., surge up, κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγάς (Auratus for κλύειν) A.Ag. 1182:—more freq. in [voice] Pass.,ἐκλύσθη δὲ θάλασσα ποτὶ κλισίας Il.14.392
; ἐκλύσθη δὲ θάλασσα.. ὑπὸ πέτρης was dashed high by the falling rock, Od.9.484, 541; λιμὴν.. κλυζομένῳ ἴκελος seeming to rise in waves, Hes.Sc. 209;ὕδασι.. ἐκλύζετο Batr. 76
; of land, to be washed by the sea, Plb.34.11.2.II wash away, purge,κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν S.Fr. 854
;ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25
: metaph., .2 wash, rinse out,ἔκπωμα X.Cyr.1.3.9
; τοὺς μυκτῆρας οἴνῳ with wine, Arist.HA 603b11; drench with a clyster, Hp.Acut. 19, Mul.1.75, al., Nic.Al. 140, AP11.118 (Nicarch. or Callicter), etc.; dub. l. in Hp.Flat.12 ([voice] Pass.).3 εἰς ὦτα κ. put water into the ears and so cleanse them, E.Hipp. 654.4 coat with wax,Πανιώνιον στεγνώσαντι καὶ κλύσαντι IG11(2).154
A36 (Delos, iii B.C.); κηρῷ κλύσαντι ib.219 A40:—[voice] Pass.,κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέϊ κηρῷ Theoc. 1.27
. (Cf. Lat. cluère, = purgare, cloaca, Goth. hlutrs, OHG. hlûtar (MHG. lauter) 'pure'.) -
89 κολοβός
2 abs., maimed, mutilated, X.Cyr.1.4.11;οὐδὲν κ. προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλὰ τέλεια καὶ ὅλα Arist.Fr. 101
;ζῷα κ. Id.GA 746a9
, cf. 721b17;ὄνος κ. PCair.Zen.215.10
(iii B.C.), PGen.23.5 (i A.D.), BGU806.4 (i A.D.); of trees, stunted,τὰν ἐλαίαν τὰν κολοβάν IG14.352i11
([place name] Halaesa), cf. Dsc.1.76;ἄνθη Thphr.HP8.3.3
; of persons, undersized, Procop.Arc.8: generally, short,ἐσθῆτες Artem.
l.c.; ;ξίφος Lyd.Mag.1.12
; of a period in Rhet., curtailed, incomplete, Arist.Rh. 1409a18 (so in [comp] Comp. - ώτερόν πως ὑφᾶναι τὸν λόγον Chor.in Philol.54.123); ὄνομα half-uttered, Them.Or.1.4b; of a cup, broken, chipped, Arist.Metaph. 1024a15, Theopomp.Hist. 243; of a wall, dwarf, τειχίον, τεῖχος, App.Mith.26, Procop.Aed.2.1; of a cone, truncated, Hero *Stereom.2.42: metaph.,ἀρετή Max.Tyr.37.1
; κίνησις, in paralysis, Gal.7.588; κ. κῦμα, = κωφόν, Sch.Ar.Eq. 689. Adv. - βῶς elliptically, opp.σαφῶς, ἐρωτᾶσθαι Arist.SE 176a40
.II κολοβόν, τό, a measure, PLond.5.1694.22, al. (VI A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβός
-
90 κορθύνω
A lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th. 853;εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150
:—[voice] Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7;ὕπερθε δὲ.. ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορθύνω
-
91 κορύσσω
Aκόρυσσε Il.21.306
; poet. inf. - έμεν Pi.P.8.75:—[voice] Med., [tense] aor. ἐκορυσσάμην, part.κορυσσάμενος Il.19.397
:—[voice] Pass., [tense] pf. κεκόρυθμαι, part. κεκορυθμένος, freq. in Hom. (v. infr.): ([etym.] κόρυς):— poet., chiefly [dialect] Ep., Verb, prop. furnish with a helmet: hence,1 generally, fit out, equip, marshal,πόλεμόν τε κορύσσων Il.2.273
;κλόνον ἀνδρῶν Hes.Sc. 148
; μάχην ib. 198;μάχας ἔργον Pi.I.8(7).58
;φιλαιμάτους ἀλκάς E.Rh. 933
:—in Hom. mostly [voice] Pass. and [voice] Med., equip, arm oneself,τὼ δὲ κορυσσέσθην Il.4.274
; ; ; , etc.; of things, δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ headed with brass, 3.18, 11.43: abs., ἔγχος, βριθὺ μέγα στιβαρὸν κεκορυθμένον 16.802: c. acc., ὅπλων κεκορυθμένος ἔνδυτ' E.IA 1073 (lyr.): metaph.,ἔριδι κ. Id.Andr. 279
(lyr.).II make crested, κόρυσσε δὲ κῦμα ῥόοιο reared his crested wave, Il.21.306:—[voice] Pass., rear its head, of a wave,πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται Il.4.424
, cf. A.R.2.71; of Eris,ἥ τ' ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται Il.4.442
; χείμαρρε, τί δὴ τόσον ὧδε κορύσσῃ; AP9.277 (Antiphil.); of clouds, Theoc.25.94, etc.; also of birds, Thphr.Sign.16: metaph.,Δῆμος.. πρὸς πνεῦμα βραχὺ κ. Com.Adesp.1324
; cf. κορθύνω. ( κορύττεται 'butts' Agath.1.4 is prob. f.l. for κορύπτεται: [tense] aor. [voice] Med.κορύξασθαι, δίκην ἀλεκτρυόνος Ath.3.127a
, dub.l. in Hp.Ep.17.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύσσω
-
92 κορυφόω
A bring to a head,ἰόνθους Archig.
ap. Orib.Syn.8.58;τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν Gp. 5.26.9
:—[voice] Pass., [κῦμα] κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται rises with arching crest (cf.κορύσσω 11
), Il.4.426;κορυφουμένων [ἑλκέων] ὅκως ἐν θαλάσσῃ κύματα Aret.SD2.9
: metaph., τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι kings are on the highest pinnacle, Pi.O.1.113; κορυφουμένου τοῦ πολέμου coming to a crisis, J.BJ6.2.9;πόθου κορυφούμενον σάλον Aristaenet. 1.10
.III [voice] Pass., to be concluded,κεκορυφωμένου τοῦ κεφαλαίου Phld.Rh.1.122
S.; being summed up,AP
7.429 (Alc.Mityl.):—[voice] Med., sum up,τὴν οὐσίαν τοῦ θεοῦ Jul.Or.4.143b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφόω
-
93 κυκλέω
2 move round or in a circle, ; ἐπ' ἀνδρὶ δυσμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα, metaph., from dogs questing about for the scent, Id.Aj.19; , cf. Ar.Av. 1379; κ. πρόσωπον, ὄμμα, look round, look about, E.Ph. 364, Ar.Th. 958 (lyr.); = κυκλεύω 1, Hp. Fract.4.II [voice] Med. and [voice] Pass., form a circle round, encompass, encircle,μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλεῦντο ὡς περιλάβοιεν αὐτούς Hdt.8.16
(elsewh. κυκλόομαι) ; ἴδεσθέ μ' οἷον ἄρτι κῦμα.. κυκλεῖται encompasses me, S.Aj. 353 (lyr.).2 go round and round, revolve,τὴν αὐτὴν φορὰν κ. Pl.R. 617a
;χρόνου.. κατ' ἀριθμὸν κυκλουμένου Id.Ti. 38a
; ;ὁ βίος ἀγαθοῖς τε καὶ κακοῖς κ. πάντα τὸν αἰῶνα D.S.18.59
; δι' ἀλλήλων αὐτοῖς -εῖται τὸ κακόν, of the vicious circle in disease, Gal.10.360.4 metaph., of sayings, etc., to be current, pass from mouth to mouth,τὸ κυκλούμενον παρὰ πᾶσιν ἔπος Plu.2.118c
.III intr. in [voice] Act., revolve, come round and round, πολλαὶ κυκλοῦσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι (but read κυκλοῦνται as L had originally) S.El. 1365;δελφῖνες.. πέριξ κυκλοῦντες Plu.2.16
of. -
94 κυμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμάτιον
-
95 Κυπρίδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυπρίδιος
-
96 κυρτός
A bulging, swelling,κῦμα Il.4.426
;κύματα κυρτὰ φαληριόωντα 13.799
, cf. Sosicr.2;θάλασσα κυρτὸν ἐπαφρίζῃ Mosch.Fr.1.5
; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτώ humped, Il.2.218, cf. AP11.120;τὸ κ. τῶν ὤμων Jul. Or.6.201b
: hence, hunchbacked, PFay.121.15 (i/ii A.D.);βραχίων κ. πέφυκεν ἐς τὸ ἔξω μέρος Hp.Fract.8
;κ. τροχός E.Ba. 1066
;κυρτὴ κάμηλος Babr.40.2
;καρῖδες Ophel.1
: [comp] Comp.κυρτότερος Phlp. in Ph. 696.26
: [comp] Sup.κυρτότατοι φύλλον Thphr.HP3.10.5
. -
97 κυρτόω
A hump up, make convex, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, E.Hel. 1558; τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦμετώπου κεκυρτωκότες Ath.14.629f
;καταιγίδες εἴς οὐρανὸν κυρτοῦς τὰ κύματα Lib.Or.59.138
;λαίφεα AP10.15
(Paul. Sil.); κ. ὀστοῦν make the skull bulge, Antyll. ap. Orib.46.27.6:—[voice] Pass.,κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Od.11.244
;κυρτοῦσθαι ῥάχιν Opp.C.3.273
; of leeches, Opp.H.2.602: in Prose,οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται ὥσπερ οἱ ὄνοι οἱ κανθήλιοι X.Cyr.7.5.11
; become hunchbacked, Sor.1.112: [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐκυρτώσαντο bulged,δειρήν Nonn. D.37.564
. -
98 λάβρος
I in Hom. only of wind and water, furious, boisterous,Ζέφυρος λάβρος ἐπαιγίζων Il. 2.148
, cf. Od.15.293, Thphr.Vent.50;ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐν νηῒ πέσῃσι λάβρον Il.15.625
;ποταμὸς.. λ. ὕπαιθα ῥέων 21.271
; :λ. ὄμβρος Hdt.8.12
; καπνός, σέλας, Pi.O.8.36, P.3.40; (lyr.); ; λάβρον αὐχέν', of the Hellespont personified, Tim.Pers.84; simply, huge, mighty,λίθος Pi.N.8.46
; ὕδατα λαβρότερα, expld. by ἀθροώτερα, Arist.Mete. 348b10: neut. as Adv.,λάβρον ἐπαιγίζων.. Ἔρως AP5.285.2
(Paul. Sil.).II after Hom., of men, boisterous, turbulent, esp.in talking, hasty, Thgn.634;λάβροι παγγλωσσίᾳ Pi.O.2.86
;λ. στόμα Simon. 177
, S.Aj. 1147;λ. ὄμμα E.Hel. 379
(anap., s.v.l.).2 fierce,δράκοντος λαβρόταται γένυες Pi.P.4.244
, cf.E.HF 253; violent, impetuous,λ. πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς Arist.GA 717a23
([comp] Comp.);λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ D.S.5.26
;λάβρος εἰς Βάκχον ὀλισθών AP11.25
(Apollonid.);λαγνεῖαι λαβρόταται Ti.Locr.103a
; ;Ἔρως AP5.267
(Paul. Sil.);λάβρῳ μαχαίρᾳ E.Cyc. 403
.III Adv. λάβρως violently, furiously, [ἵπποι] ἄνακτα φέρουσι λάβρως Thgn. 988
(cf. λαβροπόδης, -συτος); λ. ὕει Thphr.HP4.7.1
;ἄνεμοι καταιγίζοντες λ. D.S.5.26
;ἀθρόως καὶ λ. App.Hisp.18
, cf. Hann.48;διδόναι [τὸ ὀξύμελι] κατ' ὀλίγον καὶ μὴ λ. Hp.Acut.58
, cf. Ph.1.452.2 eagerly, greedily, λ. διαρταμᾶν (of the eagle) A.Pr. 1022; τῇ βρώσει χρῆται λ. (of the lion) Arist.HA 594b18, cf. Ph.1.71.—Poet. word, used also in [dialect] Ion. and late Prose. [[pron. full] λᾱ- by position in [dialect] Ep.: λᾰ- E.Or. l. c., HF 861 (troch.), AP11.25 (Apollonid.).] -
99 λακτίζω
A :— kick with the heel or foot, λ. ποσὶ γαῖαν, of a defeated boxer, Od.18.99, cf. 22.88; φλὸξ αἰθέρα λακτίζοισα καπνῷ flames lashing heaven with smoke, Pi.I.4(3).66; κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει my heart ' knocks at my ribs' for fear, A.Pr. 881 (anap.); [ἔρως] λ. κραδίην AP12.16
(Strat.); τὸν πεσόντα λακτίσαι trample on the fallen, A.Ag. 885; λ. βωμὸν εἰς ἀφάνειαν trample on the altar so as utterly to destroy it, ib. 383 (lyr.); τὴν θύραν λ. kick at the door, Ar.l.c.;λ. ἀλλήλους Pl.R. 586b
; of horses,λ. τὸ λυποῦν Arist.PA 690a21
; ;ὑπὸ ἵππου λακτισθείς X.An. 3.2.18
: metaph.,λ. πολλὴν χάριν E.Rh. 411
; βοῦς ὁ λακτίσας ὑμᾶς, of a clumsy-footed person, Herod.7.118:—[voice] Med. in act. sense, Mim. Oxy.413.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λακτίζω
-
100 λαλάζω
См. также в других словарях:
Κύμα — Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc/acc dual Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῦμα — anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
κύμα — το, ατος 1. φούσκωμα της επιφάνειας της θάλασσας που προκαλείται από τον άνεμο, εξόγκωμα. 2. ό,τι μοιάζει με κύμα: Οι εχθροί ορμούσαν κατά κύματα. 3. στη φυσική, παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο: Αυτά λέγονται ηχητικά κύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκάρσιο κύμα — Κύμα του οποίου η διεύθυνση διάδοσης είναι κάθετη προς τις κινήσεις των υλικών σωματίων που μεταφέρουν το κύμα. Για παράδειγμα, αν ένα κατακόρυφο τεντωμένο νήμα μπει σε ταλάντωση στο ένα άκρο, η διαταραχή κινείται κατά μήκος του νήματος, τα… … Dictionary of Greek
νέο κύμα — I Μουσικό ρεύμα που κυριάρχησε στην σκεπτόμενη ελληνική νεολαία στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 και χαρακτηριζόταν από εκφραστική λιτότητα, ευαισθησία και προβληματισμό. Υπήρξε ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο, με αρκετά δάνεια στοιχεία από… … Dictionary of Greek
κῦμ' — κῦμα , κῦμα anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύμας — Κύμᾱς , Κύμη fem acc pl Κύμᾱς , Κύμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek