-
41 ἔχω
ἔχω (A), [ per.] 2sg. ἔχεισθα cj. in Thgn. 1316 ( ἔχοισθα cod.), ἔχῃσθα cj. in Sapph.21 ( ἔχεισθα cod.); [ per.] 2sg. subj.Aἔχῃσθα Il.19.180
: [tense] impf. εἶχον, [dialect] Ep.ἔχον Od.2.22
, al., [dialect] Ion. and poet.ἔχεσκον Il.13.257
, Hdt.6.12, Epigr.Gr.988.6 ([place name] Balbilla): [tense] fut. ἕξω, [dialect] Ep. inf.ἑξέμεναι Call.Aet.3.1.27
(of duration) or σχήσω (of momentary action, esp. in sense check, v. infr. A. 11.9, not found in [dialect] Att. Inscrr. or NT); [ per.] 2sg. codd.: [tense] aor. 1 ἔσχης α f.l.in Nonn.D.17.177, alsoἔσχα IG3.1363.6
, 14.1728, [ per.] 3pl. μετ-έσχαν ib.12(7).271.12 (Amorgos, iii A.D.): [tense] aor. 2 ἔσχον, imper. , E.Hipp. 1353 (anap.) ( σχέ only in Orac. ap. Sch.E.Ph. 638 (dub.l.), sts. in compds. in codd., as , ); subj.σχῶ Il.21.309
, etc.; opt.σχοίην Isoc. 1.45
, in compds. σχοῖμι (asμετάσχοιμι S.OC 1484
(lyr.),κατάσχοιμεν Th.6.11
); [ per.] 3pl.σχοίησαν Hyp.Eux.32
,σχοῖεν Th.6.33
; inf.σχεῖν Il. 16.520
, etc., [dialect] Ep.σχέμεν 8.254
(in Alexandr. Gr. [ per.] 3pl. [tense] impf. and [tense] aor. 2εἴχοσαν AP5.208
(Posidipp. or Asclep.), v.l. in Ev.Jo.15.22,ἔσχοσαν Scymn.695
): for the poet. form ἔσχεθον, v. Σχέθω: [tense] pf. , εἴσχηκα in Inscrr. of iii/i B.C., SIG679.54, etc.; [dialect] Ep. ὄχωκα is dub., v. συνόχωκα:—[voice] Med., [tense] impf.εἰχόμην Pi.P.4.244
, etc.: [tense] fut.ἕξομαι Il.9.102
, etc.; σχήσομαι ib. 235, Ar.Av. 1335, more freq. in compds. ( ἀνα-) A.Th. 252, ( παρα-) Lys.9.8, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. παρ-έσχημαι in med. sense, X.An.7.6.11, etc.: [tense] aor. 2ἐσχόμην Hom.
, Hdt.6.85, rare in [dialect] Att. exc. in compds.; imper.σχέο Il.21.379
,σχέσθε 22.416
, later σχοῦ in compds. ( ἀνά- ) E. lon947, etc.; inf.σχέσθαι Od.4.422
, Hes.Fr.79:—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. ἐν-έξομαι in pass. sense, E.Or. 516, D.51.11, laterσχεθήσομαι Gal.UP15.3
, freq. in compds. (συ- ) Phld.Ir.p.83 W., (ἐν- ) Plu.2.98 of, ( ἐπι-) S.E.P.1.186: [tense] aor. 1ἐσχέθην Arr.An.5.7.4
, 6.11.2, Aret.SA2.5, (κατ-, συν-) Plu.Sol. 21, Hp.Int. 45 vulg.: [tense] fut. [voice] Med. σχήσομαι in pass. sense, Il.9.235 (dub.), 655, 13.630: [tense] aor. 2 [voice] Med. in pass. sense,ἐσχόμην Il.17.696
, al., Hdt. 1.31 (σχέτο Il.7.248
, 21.345), part.σχόμενος Od.11.279
, prob. in Isoc.19.11, ( κατα-) Pi.P.1.10, Pl.Phdr. 244e, Parth.33.2 (s.v.l.): [tense] pf.ἔσχημαι Paus.4.21.2
; also in compds., freq. written - ίσχημαι, -ήσχημαι in codd. of late authors. (I.-E. seĝh- (cf. Skt. sáhate 'overpower', Goth. sigis 'victory', Gr. ἔχ- dissim. fr. ἔχ-), reduced form sĝh-(σχ-), whence redupl. ἴσχω ( = si-sĝh-o) (q.v.): cf. ἕκ-τωρ, ἕξω, ἕξις; but hέχ- IG12.374.161, al., is a mere error (ἔχ- ib.12.116.4, 16).)A Trans., have, hold:I possess, of property, the most common usage, Od.2.336, 16.386, etc.; οἵ τι ἔχοντες the propertied class, Hdt.6.22; ὁ ἔχων a wealthy man, S.Aj. 157 (anap.);οἱ ἔχοντες E.Alc.57
, Ar.Eq. 1295, Pl. 596; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, E.Supp. 240;κακὸν τὸ μὴ 'χειν Id.Ph. 405
; ἔχειν χρέα to have debts due to one, D. 36.41, cf. 37.12; to have received,θεῶν ἄπο κάλλος ἐ. h.Ven.77
;τι ἔκ τινος S.OC 1618
;παρά τινος Id.Aj. 663
;πρός τινος X.An.7.6.33
, etc.;ὑπὸ.. θεοῖσι h.Ap. 191
; πλέον, ἔλασσον ἔ.. (v. h. vv.): in [tense] aor., acquire, get, : also [tense] fut.σχήσω, δύναμιν Th.6.6
;λέχος E.Hel.30
, cf. Pi.P.9.116:—[voice] Pass., to be possessed,ἔντεα.. μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται Il.18.130
, cf. 197.2 keep, have charge of,ἔχον πατρώϊα ἔργα Od. 2.22
;κῆπον 4.737
;Εἰλείθυιαι.. ὠδῖνας ἔχουσαι Il.11.271
;πύλαι.., ἃς ἔχον Ὧραι 5.749
, 8.393;τὰς ἀγέλας X.Cyr.7.3.7
; διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας having control of, D.47.45; to be engaged in, φυλακὰς ἔχον kept watch, Il.9.1, 471;σκοπιὴν ἔχεν Od.8.302
;ἀλαοσκοπιὴν εἶχε Il. 10.515
, 13.10; σκοπιὴν ἔ. τινός for a thing, Hdt.5.13;δυσμενῶν θήραν ἔχων S.Aj. 564
, etc.; ἐν χερσὶν ἔ. τι (v. χείρ).b metaph., of a patient, οὐκ ἔχει ἑωυτόν is not himself, Hp.Int.49.3 c. acc. loci, inhabit,οὐρανόν Il.21.267
;Ὄλυμπον 5.890
; haunt, [Νύμφαι] ἔχουσ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα Od.6.123
;Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον A.Eu.24
; esp. of tutelary gods and heroes, Th.2.74, X.Cyr.8.3.24; of men,πόλιν καὶ γαῖαν Od.6.177
, 195, etc.; Θήβας ἔσχον ( ἔσχεν codd.) ruled it, E.HF 4; ἔχεις γὰρ χῶρον occupiest it, S.OC37, cf. Od.23.46; in military sense, ἔ. τὸ δεξιόν (with or without κέρας) Th.3.107, X.An.2.1.15; of beasts,τὰ ὄρη ἔ. Id.Cyn.5.12
.4 have to wife or as husband (usu. without γυναῖκα, ἄνδρα), οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Od. 4.569
, cf.7.313, Il.3.53, etc.;ἔσχε ἄλλην ἀδελφεήν Hdt.3.31
, cf. Th.2.29;νυμφίον Call.Aet.3.1.27
; also of a lover, Th.6.54, AP5.185 (Posidipp.), etc.;ἔχω Λαΐδα, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Aristipp.
ap. D.L.2.75, cf. Ath. 12.544d:—in [voice] Pass.,τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il.6.398
.6 [tense] pres. part. with Verbs, almost, = with,ἤϊε ἔχων ταῦτα Hdt.3.128
, cf. 2.115;ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν Id.7.8
.δ', cf. X.Cyr.1.6.10.—Prose use.7 of Place, ἐπ' ἀριστερὰ ἔ. τι keep it on one's left, i.e. to keep to the right of it, Od.3.171;ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔ. 5.277
; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔ., Th.3.106; τοὺς οἰκέτας ὑστάτους ἔ. X.Cyr.4.2.2: but in [tense] aor., get,περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά Hdt.4.42
.8 of Habits, States, or Conditions, bodily or mental,γῆρας λυγρὸν ἔ Od.24.250
;ἀνεκτὸν ἔχει κακόν 20.83
;ἕλκος Il.16.517
;λύσσαν 9.305
;μάχην ἔ. 14.57
;ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔ. Od.24.515
; ὕβριν ἔ. indulge in.., 1.368, etc.; [ Ἀφροδίτην] 22.445; [φρένας] ἔ. Il.13.394
, etc.;βουλήν 2.344
;τλήμονα θυμόν 5.670
; , cf. Od.14.490 (for later senses of νοῦν ἔχειν, v. νοῦς); ἄλγεα Il.5.895
, etc.;ἄχεα θυμῷ 3.412
;πένθος μετὰ φρεσίν 24.105
;πένθος φρεσίν Od.7.219
;πόνον.. καὶ ὀϊζύν Il.13.2
, Od.8.529;οὐδὲν βίαιον Hdt.3.15
;πρήγματα ἔ. Id.7.147
, cf. Pl.Tht. 174b, etc.: in periphrastic phrases, ποθὴν ἔ. τινός, = ποθεῖν, Il.6.362; ἐπιδευὲς ἔ. τινός, = ἐπιδεύεσθαι, 19.180; ἔ. τέλος, = τελεῖσθαι, 18.378; κότον ἔ. τινί, = κοτεῖσθαι, 13.517;ἐπιθυμίαν τινός E.Andr. 1281
;φροντίδα τινός Id.Med. 1301
; ἡσυχίην ἔ. keep quiet, Hdt.2.45, etc. ([tense] fut.ἡσυχίαν ἕξειν D.47.29
, but οὐκ ἔσθ' ὅπως.. ἡ. σχήσει will not keep still for a moment, Id.1.14); αἰτίαν ἔ. to be accused, X.An.7.1.8;ὑπό τινος A.Eu.99
(but μομφὴν ἔ., = μέμφεσθαι, E.Or. 1069, A.Pr. 445): in [tense] aor., of entering upon a state, ἔσχεν χόλον conceived anger, B. 5.104; ἔχειν τι κατά τινος have something against somebody, Ev.Matt.5.23, Ev.Marc.11.25, Apoc.2.4;ἔχω τι πρός τινα Act.Ap.24.19
;ἔχειν πρός τινα 2 Ep.Cor.5.12
;ἕξει πρὸς τὸν Θεόν JRS14.85
([place name] Laodicea): —these phrases are freq. inverted,οὓς ἔχε γῆρας Il.18.515
;οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε Od.8.344
;ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν 9.295
;θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79
;σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει 17.143
;Διὸς αἴσῃ, ἥ μ' ἕξει παρὰ νηυσί 9.609
(unless the antecedent is τιμῆς in 1.608);ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Hdt.6.135
;ὄφρα με βίος ἔχῃ S.El. 225
(lyr.): c. dupl. acc.,φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
; also of external objects,αἴθρη ἔχει κορυφήν Od.12.76
;μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο 10.160
;σε οἶνος ἔχει φρένας 18.331
; ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, of a woman in travail, Il.11.269; λόγος ἔχει τινά c. inf., the story goes, that.., S.OC 1573 (lyr.); and so in later Gr., Plu.Dem.28, Ph. 1.331, Ael.VH3.14, NA5.42, Ath.13.592e;ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει Hdt. 7.3
, cf. 5,26, 9.78 (but also ; [Κλεισθένης] λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι Id.5.66
); ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι .. Plu.Alex.38:—[voice] Pass.,ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.8.182
;κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409
;ὀργῇ Hdt.1.141
;νούσῳ Hp.Epid.5.6
;ἀγρυπνίῃσι Hdt.3.129
;ὑπὸ πυρετοῦ Hp.Aph.4.34
;ὑπὸ τοῦ ὕδρωπος Id.Prorrh.2.6
,ἐν ἀπόρῳ Th.1.25
;ἐν συμφοραῖς Pl.R. 395e
.9 possess mentally, understand,ἵππων δμῆσιν Il.17.476
; ;πάντ' ἔχεις λόγον A. Ag. 582
, cf. E.Alc.51;ἔχετε τὸ πρᾶγμα S.Ph. 789
; ἔχεις τι; do you understand? Ar.Nu. 733: imper. ἔχε attend! listen! Pl.Alc.1.109b; ἔ. οὖν ib. 129b: with imper., ;ἔ. νυν, ἄλειψον Id.Eq. 490
; ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Pl.Tht. 154a; know of a thing,μαντικῆς ὁδόν S.OT 311
; τινὰ σωτηρίαν; E.Or. 778 (troch.).10 keep up, maintain, καναχὴν ἔχε made a rattling noise, Il.16.105, 794; βοὴν ἔχον, of flutes and lyres, 18.495.11 involve, admit of, , cf. Th.1.5;βάσανον Lys.12.31
;ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει D.10.44
; ἀγανάκτησιν, κατάμεμψιν, Th.2.41;τὰ ἀόρατα νοσήματα δυσχερεστέραν ἔχει τὴν θεραπείαν Onos. 1.15
.12 of Measure or Value,τὸ Δαμαρέτειον.. εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D.S.11.26
;ἔχει τὸ Εὐβοϊκὸν τάλαντον Ἀλεξανδρείους δραχμὰς ἑπτακισχιλίας App.Sic.2.2
;χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων Ptol.Euerg.9
.b Geom., ἡ ἔχουσα τὰ κέντρα the (straight line) containing the centres, Archim.Aequil.1.6; ὁ κύκλος ἔχων τὸ πολύγωνον the circle containing (circumscribing) the polygon, Id.Sph.Cyl.1.23.13 c. dupl.acc.,Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχειν E.Hipp. 953
;Ζῆν' ἔχειν ἐπώμοτον S.Tr. 1188
;παιδιὰν ἔ. τὸν ἐκείνου θάνατον Seleuc.
Alex. ap. Ath.4.155e.II hold:1 hold, ἔ. χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, etc., v. χείρ; μετὰ γαμφηλῇσιν ἔ. Il.13.200; πρόσθεν ἔ. ἀσπίδα ib. 157; ὑψοῦ, πασάων ὑπέρ, ὄπιθεν κάρη ἔ., 6.509, Od.6.107, Il. 23.136; ἔ. τινί τι to hold it for him, as his helper, 9.209, 13.600; uphold,οὐρανὸν.. κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Hes.Th. 517
, 746; ἔχει δέ τε κίονας of Atlas, Od.1.53;ἐπ' ὤμων πατέρα S.Fr.
373.2 hold fast, χειρὸς ἔχων Μενέλαον holding him by the hand, Il.4.154, cf. 16.763, 11.488 (v. infr. C.I); ἔ. τινὰ μέσον grip one by the middle, of wrestlers, Ar.Nu. 1047;ἔχομαι μέσος Id.Ach. 571
, cf. Eq. 388, Ra. 469: metaph., ἔ. φρεσί keep in one's mind, Il.2.33;νῷ ἔ. τινά Pl.Euthphr.2b
, cf. R. 490a.3 of arms and clothes, bear, wear,εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il.18.538
, cf. 595;παρδαλέην ὤμοισιν ἔ. 3.17
;σάκος ὤμῳ 14.376
;κυνέην κεφαλῇ Od.24.231
;τάδε εἵματ' ἔχω 17.24
, cf. 573, etc.;στολὴν ἀμφὶ σῶμα E.Hel. 554
, cf. X.Cyr.1.4.26, etc.; πολιὰς ἔχω I am grey-haired, Aeschin.1.49: abs., as a category, Arist.Cat. 2a3.4 of a woman, to be pregnant, Hdt.5.41, Hp.Epid.4.21, Arist.Pol. 1335b18; in fullἐν γαστρὶ ἔ. Hdt.3.32
; alsoπρὸς ἑωυτῇ ἔχειν Hp.Epid.1.26
.ιγ.b παῖδα ἔσχεν she had, i.e. bore, a child, Nic.Dam.11 J.7 enclose,φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
;σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔ. 11.219
;τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ A.Ch.65
(lyr.); of places, contain,θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1147
(lyr.), cf. X.Cyn.5.4; [τεῖχος] νῆας ἐντὸς ἔχον Il.12.8
;ὅσσους Κρήτη ἐντὸς ἔχει h.Ap.30
.8 hold or keep in a certain direction, ὀϊστὸν ἔχε aimed it, Il.23.871; more fullyχεῖράς τε καὶ ἔγχεα.. ἀντίον ἀλλήλων 5.569
; of horses or ships, guide, drive, steer, , cf. 11.760;φόβονδε 8.139
;τῇ ῥα.. ἔχον ἵππους 5.752
, etc.;παρὲξ ἔχε δίφρον Hes.Sc. 352
;ὅπῃ ἔσχες.. εὐεργέα νῆα Od.9.279
;παρὰ τὴν ἤπειρον ἔ. νέας Hdt.6.95
, etc.: abs., τῇ ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.16.378, cf. 23.422; Πύλονδ' ἔχον I held on to Pylos, Od.3.182, cf. S.El. 720: metaph.,ἐπὶ ῥητορείαν ἔσχε Hsch.Mil.
(?)ap.Sch.Pl.R. 600c; also (esp. in [tense] fut. σχήσω, [tense] aor. 2 ἔσχον), put in, land,νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Hdt. 6.92
;σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα Id.8.40
; ἐς Φειάν, τῷ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον, Th.2.25,3.29, 4.129;τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph. 305
; ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ar.Ra. 188; ἔχε.. ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις point it against others, S.Ph. 1119 (lyr.); ὄμμ' ἔ. to turn or keep one's eye fixed, Id.Aj. 191 (lyr.);ἐπὶ ἔργῳ θυμὸν ἔ. Hes.Op. 445
;ἄλλοσ' ὄμμα θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔ. S.Tr. 272
;τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει E.Ph. 360
; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Id.Or. 1181; πρός τινα or πρός τι τὸν νοῦν ἔ., Th.3.22, 7.19; soπρός τινα τὴν γνώμην ἔ. Id.3.25
.9 hold in, stay, keep back,ἵππους Il.4.302
, 16.712; check, stop, [ τινα] 23.720, etc. ( σχήσω is usu. [tense] fut. in this sense, , cf. Il.11.820, Ar.Lys. 284, D.19.272, butἕξω Il.13.51
); χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος holding his hands, 18.33; but οὐ σχήσει χεῖρας will not stay his hands, Od.22.70; ἔ. [δάκρυον] 16.191; ἔ. ὀδύνας allay, assuage them, Il.11.848;ἔσχε κῦμα Od.5.451
;σιγῇ μῦθον 19.502
(soεἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Hdt.9.93
);ἐν φρεσὶ μῦθον Od.15.445
; στόμα σῖγα, ἐν ἡσυχίᾳ, E.Hipp. 660, Fr.773.61 (lyr.); ; πόδα ἔξω or ἐκτός τινος ἔχειν, v. πούς:—[voice] Pass.,οὖρα σχεθέντα Aret.SA 2.5
.10 keep away from, c. gen.rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν, Il.2.275, 13.687; ; : c.inf.,ἦ τινα.. σχήσω ἀμυνέμεναι Il.17.182
; stop, hinder from doing,τοῦ μὴ καταδῦναι X. An.3.5.11
, cf. HG4.8.5;ἔσχον μὴ κτανεῖν E.Andr. 686
, cf. Hdt.1.158, etc.;μὴ οὐ τάδ' ἐξειπεῖν E.Hipp. 658
; ὥστε μή .. X.An.3.5.11;τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu. 691
, cf. Hdt.5.101: also c. part.,ἔ. τινὰ βουθυτοῦντα S.OC 888
(troch.); .11 keep back, withhold a thing,ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ Od.15.231
, cf. D.30.14;Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν Il.24.115
, cf. 136; αὐτὸς ἔχε pray keep it, a civil form of declining, E.Cyc. 270.13 with predicate, keep in a condition or place,εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτούς Hdt.9.54
, cf. 53, Ar.Th. 230;ἔ. ἑωυτοὺς κατ' οἴκους Hdt.3.79
;σαυτὸν ἐκποδών A.Pr. 346
, cf. X.Cyr.6.1.37;σῖγα νάπη φύλλ' εἶχε E.Ba. 1085
;τοὺς στρατιώτας πολὺν χρόνον πειθομένους ἔ. X.Cyr.7.2.11
.14 hold, consider,τινὰ θέᾳ ἰκέλαν Sapph. Supp.25.3
(dub.), cf. E.Supp. 164;τινὰ ὡς προφήτην Ev.Matt.14.5
;τινὰ ὅτι προφήτης ἦν Ev.Marc.11.32
;ἔχε με παρῃτημένον Ev.Luc.14.18
, cf.POxy.292.6 (i A.D.).III c.inf., have means or power to do, to be able, c. [tense] aor. inf., Il.7.217, 16.110, etc.: c. [tense] pres. inf., Od.18.364, etc.;πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι S.Ph. 1047
: sts. with inf. omitted or supplied from context, ἀλλ' οὔ πως ἔτι εἶχε he could not, Il.17.354; οἷά κ' ἔχωμεν so far as we be able, Od.15.281;ἐξ οἵων ἔχω S.El. 1379
;ὅσον εἶχες E.IA 1452
; .b have to face, be obliged,παθεῖν Porph. Chr.63
;εἰ ἕξω βλαβῆναι Astramps.Orac.p.5
H.;βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι Ev.Luc.12.50
.2 after Hom., οὐκ ἔχω, folld. by a dependent clause, I know not..,οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
, cf. Isoc.12.130;οὐδ' ἔχω πῶς με χρὴ.. ἀφανίσαι S.OC 1710
;οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν X.Cyr.1.4.24
;οὐκ ἔχω ποῖ πέσω S.Tr. 705
;ὅπως μολούμεθ' οὐκ ἔχω Id.OC 1743
; the two constructions combined,οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως.. πράξαιμεν Id.Ant. 270
.IV impers. c. acc., there is.. (as in Mod. Gr.),ἔχει δὲ φυλακτήριον πρὸς τὸ μή σε καταπεσεῖν PMag.Par.1.2505
, cf. 1262, 1840.B intrans., hold oneself, i.e. keep, so and so, ἔχον [οὕτως], ὥς τε τάλαντα γυνή (sc. ἔχει) kept balanced, like the scales which.., Il.12.433; ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος I will keep unmoved, as a stone.., Od.19.494, cf. Il.13.679, 24.27;νωλεμέως ἐχέμεν 5.492
; ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας it kept still, 13.557; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, S.OC 1169;ἕξειν κατὰ χώραν Ar.Ra. 793
, cf. Hdt.6.42, X.Oec.10.10; διὰ φυλακῆς ἔχοντες to keep on their guard, Th.2.81; ἔχε ἠρέμα keep still, Pl.Cra. 399e, etc.; ἔχε δή stay now, Id.Prt. 349e, Grg. 460a, etc.;ἔχ' αὐτοῦ D.45.26
.64 with Preps., to be engaged or busy, (lyr.), X.An.5.2.26, etc.;περί τινας Id.HG7.4.28
.II simply, be,ἑκὰς εἶχον Od.12.435
;ἔ. κατ' οἴκους Hdt.6.39
;περὶ πολλῶν ἔ. πρηγμάτων Id.3.128
; ἀγῶνα διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα consisting in.., Id.2.91;ἔ. ἐν ἀνάγκαισι E.Ba. 88
(lyr.);ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Id.El. 238
;ἐκποδὼν ἔχειν Id.IT 1226
, etc.2 freq. with Advbs. of manner,εὖ ἔχει Od.24.245
, etc.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, it is, is going on well or ill, v. καλός, κακός (but [tense] fut. σχήσειν καλῶς will turn out well, D.1.9, cf. 18.45; ); οὕτως.. σχεῖν to turn out, happen thus, Pl.Ap. 39b; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar.Pl. 110; οὕτως ἐχόντων, Lat. cum res ita se habeant, X.An.3.2.10;ὡς ὧδ' ἐχόντων S.Aj. 981
;οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Id.Ant. 639
;οὕτως ἔ. περί τινος X.Mem.4.8.7
, cf. Hdt.6.16;πρός τι D. 9.45
;τῇδ' ἔ. S.Ph. 1336
;κοσμίως ἔ. Ar.Th. 854
;ἥδιον ἔ. πρός τινας D.9.63
; ὡς εἶχε just as he was, Hdt.1.114;ὥσπερ εἶχε Th.1.134
, X. HG4.1.30; ὡς ἔχω how I am, Ar.Lys. 610;ὥσπερ ἔχομεν Th.3.30
;τἀναντία εἶχεν D.9.41
; ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει, = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Hdt.1.86,9.27; καλῶς ἔχει no, I thank you, v. καλός.b c. gen. modi, εὖ ἔ. τινός to be well off for a thing, abound in it; καλῶς ἔ. μέθης to be well off for drink, i.e. to be pretty well drunk, Hdt. 5.20; σπόρου ἀνακῶς ἐ. to be busy with sowing, Id.8.109; εὖ ἐ. φρενῶν, σώματος, E.Hipp. 462, Pl.R. 404d;εὖ ὥρας ἔχον χωρίον Poll.5.108
; cf. ἥκω; so ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.6.116, 9.59;ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Id.8.107
;ὡς.. τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Th.1.22
;ὡς ὀργῆς ἔχω S.OT 345
, cf. E.Hel. 313, 857, etc.; πῶς ἔχεις δόξης; Pl.R. 456d;οὕτω τρόπου ἔχεις X.Cyr.7.5.56
;μετρίως ἔ. βίου Hdt.1.32
;ὑγιεινῶς ἔ. αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Pl.R. 571d
;οὐκ εὖ σεαυτοῦ τυγχάνεις ἔχων Philem.4.11
: also c. acc.,εὖ ἔ. τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Pl.Grg. 464a
, cf. X.Oec.21.7: c. dat.,οὕτως ἐχόντων τούτων τῇ φύσει D.18.315
;πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις Lycurg.75
;τῇ λέξει κακῶς ἔ. Isoc.9.10
.3 lead towards,ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔ. Hdt.1.180
, cf. 191, 2.17; ἔ. εἴς τι to be directed, point towards,ἔχθρης ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους Id.5.81
; τὸ ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Id.6.19; ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ib.2, etc.; of Place, extend, reach to,ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε Id.1.64
.IV after Hom., ἔχω as auxiliary, c. [tense] aor. part. giving a perfect sense,κρύψαντες ἔχουσι Hes.Op.42
;ἀποκληΐσας ἔχεις Hdt.1.37
;ἐγκλῄσασ' ἔχει Ar.Ec. 355
, cf. Th. 706; freq. in S.,θαυμάσας ἔχω OC 1140
, cf. Ant.22, al.: also in late Prose,ἀναλώσας ἔχεις Aristid. Or.18(20).1
;ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει E.Med.33
: less freq. c. [tense] pf. part., S.OT 701, Ph. 600, X.An.1.3.14,4.7.1: rarely c. [tense] pres. part., (lyr.), cf. X.Cyn.10.11.2 part. ἔχων, with [tense] pres., adds a notion of duration to that of present action, τί κυπτάζεις ἔ.; why do you keep poking about there? Ar.Nu. 509; τί δῆτα διατρίβεις ἔ.; why then keep wasting time? Id.Ec. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔ.; ib. 853, cf. Th. 473, 852: without interrog., φλυαρεῖς ἔ., ἔ. φλυαρεῖς, you keep chattering, Pl.Grg. 490e, Euthd. 295c;κακοῦν ἔχοντ' αὐτὸν ἀποκτιννύναι D.23.35
(and so possiblyἐνεργεῖ ἔ. Arist.Metaph. 1072b23
);παίσδεις ἔ. Theoc.14.8
: so in later Prose,παίζεις ἔ. Luc. Icar.24
; but ῥιπτεῖς ἔ.; do you throw away the prize when it is in your grasp? Aristid.1.443 J.C [voice] Med., hold oneself fast, cling closely,τῷ προσφὺς ἐχόμην Od. 12.433
, cf. Il.1.513, etc.;πρὸς ἀλλήλῃσιν Od.5.329
: mostly c. gen., hold on by, cling to, [ πέτρης] ib. 429;χερσὶν ἀώτου 9.435
;βρετέων A. Th.98
(lyr.);ἑξόμεσθάσου Ar.Pl. 101
; τῆς πληγῆς ἔχ εται claps his hand on the place struck, D.4.40.2 metaph., cleave, cling to,ἔργου Hdt. 8.11
, X.HG7.2.19; (iii A.D.);τῶν πραγμάτων Jul. Or.1.19a
; βιοτᾶς, ἐλπίδος, E. Ion 491, Fr. 409;τῆς αὐτῆς γνώμης Th.1.140
; lay hold on, take advantage of,τῶν ἀγαθῶν ἔχεο Thgn.32
;προφάσιος ἔχεσθαι Hdt.6.94
; fasten upon, attack, D.18.79; lay claim to,ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων Hdt.2.17
; to be zealous for, [ μάχης] S.OC 424; ;κοινῇ τῆς σωτηρίας X.An.6.3.17
, etc.3 come next to, follow closely, ib.1.8.4;ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Id.Cyr.7.1.9
; of peoples or places, to be close, border on, c. gen., Hdt.4.169, Th.2.96, etc.; freq. in part., τὴν ἐχομένην [τῶν νεωρίων] στοάν Aen. Tact.11.3; οἱ ἐ. the neighbouring people, Hdt.1.134; ὁ ἐχόμενος the next man, Aen.Tact.22.27; of Time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Th.6.3;ὁ ἐ. διαλογισμός PRev.Laws 16.15
(iii B.C.); τὰ ἐχόμενα τούτοις what follows, Pl.Grg. 494e (withoutτούτοις Isoc.6.29
).5 pertain to,ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων Pl.Lg. 661b
;ἃ διδασκάλων εἴχετο Id.Prt. 319e
;ὅσα τέχνης ἔχεται Id.Men. 94b
, etc.: esp. in Hdt. in periphrases, τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν ἐχόμενα, 1.120, 193;ὀρνίθων ἢ ἰχθύων 2.77
; σιτίων, ἐσθῆτος, 3.25,66.II bear or hold for oneself, κρήδεμνα ἄντα παρειάων σχομένη before her cheeks, Od.1.334; ἀσπίδα πρόσθ' ἔσχετο his shield, Il.12.294, cf. 298, 20.262.IV keep oneself back, abstain or refrain from, ἀϋτῆς, μάχης, 2.98, 3.84;βίης Od.4.422
;ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il.14.129
;τῆς ἀγωγῆς Hdt.6.85
;τῆς τιμωρίης Id.7.169
;τῶν ἀθίκτων S.OT 891
(lyr., s.v.l.): c.inf., A.R.1.328; ; κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι to keep one's hands from ill, Od.22.316;Μενέλεω σχέσθαι χέρα E.Rh. 174
: abs., σχέο, σχέσθε, hold! cease! Il.21.379, 22.416.V [voice] Pass. ofἔχω B. 1
, ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα are balanced on.., Hdt.6.11.------------------------------------ἔχω (B), -
42 ἀγών
ἀγών [ᾰ], ῶνος, ὁ, [dialect] Aeol. [full] ἄγωνος, ου, ὁ, Alc.121 (also [name] E.ap.Sch.Il. Oxy.1087.60); Elean dat. pl.A : ([etym.] ἄγω):—gathering, assembly,ἵζανεν εὐρὺν ἀ. Il.23.258
;λῦτο δ' ἀ. 24.1
, cf. Od.8.200;νεῶν ἐν ἀγῶνι Il.15.428
, cf. Eust.1335.57: esp. assembly met to see games, freq. in Il.23; Ὑπερβορέων ἀ. Pi P.10.30;κοινοὺς ἀ. θέντες A. Ag. 845
.2 place of contest, lists, course,βήτην ἐς μέσσον ἀ. Il.23.685
, cf. 531, Od.8.260, Hes.Sc. 312, Pi.P.9.114, and esp. Th.5.50: prov., ἔξω ἀγῶνος out of the lists or course, i.e. beside the mark, Pi. P.1.44, Luc.Anach.21: pl.,κατ' ἀγῶνας Od.8.259
.II assembly of the Greeks at the national games,ὁ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀ. Hdt.6.127
;ὁ Ὀλυμπικὸς ἀ. Ar.Pl. 583
;Ἑλλάδος πρόσχημ' ἀ. S.El. 682
, cf. 699:— hence, contest for a prize at the games, ἀ. γυμνικός, ἱππικός, μουσικός, Hdt.2.91, Pl.Lg. 658a, Ar.Pl. 1163, cf. Th.3.104;οἱ τῶν λαμπάδων ἀ. Arist.Ath.57.1
; ἀ. τῶν ἀνδρῶν contest in which the chorus was composed of men, opp. to παίδων or ἀγενείων (q.v.), D.21.18, etc.; ἀ. στεφανηφόρος or στεφανίτης contest where the prize is a crown, Hdt.5.102, Arist.Rh. 1357a19; ἀ. χάλκεος, where it is a shield of brass, Pi.N.10.22;ἀ. θεματικός IG14.739
([place name] Naples);ἀργυρίτης δωρίτης Plu.2.820d
:—hence many phrases, ἀγῶνα καταστῆσαι establish a contest, Isoc.4.1;τιθέναι Hdt.5.8
;ποιεῖν Th.3.104
;οὐ λόγων τοὺς ἀ. προθήσοντες Id.3.67
;προηγόρευέ τε ἀγῶνας καὶ ἆθλα προυτίθει X. Cyr.8.2.26
;προκαλούμενος ἑαυτὸν εἰς ἀ. Id.Mem.2.3.17
; τοὺς ἀ. νικᾶν ib.3.7.1;ἐν τοῖς ἀγῶσι Isoc.15.301
; of contests in general,εἰς ἀ. λόγων ἀφικέσθαι τινί Pl.Prt. 335a
; πρὸς τίν' ἀγῶνας τιθέμεσθ' ἀρετῆς; E. Ion 863 (lyr.);ἀ. σοφίας Ar.Ra. 883
.III generally, struggle, πολλοὺς ἀ. ἐξιών, of Hercules, S.Tr. 159;ξιφηφόρος ἀ. A.Ch. 584
;εἰς ἀ. τῷδε συμπεσὼν μάχης S.Tr.20
, etc;ὁ Φίλιππος, πρὸς ὀν ἦν ἡμῖν ὁ ἀ. D.18.67
;ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀ. Hdt.7.11
; ἀληθείην ἀσκέειν ἀ. μέγιστος ib. 209: pl.,πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων Epicur.Sent.21
;ἄπορος ἀ. Lys.7.2
;ὅπλων ἔκειτ' ἀ. πέρι S.Aj. 936
; and without περί, τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων ἀ. ib. 1240; ψυχῆς ἀ. τὸν προκείμενον πέρι struggle for life and death, E.Or. 847, cf. Ph. 1330;πολλοὺς ἀ. δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν Hdt.8.102
;λόγων γὰρ οὐ.. ἁγών, ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι S.El. 1492
, cf.infr.5.2 battle, action, Th.2.89, etc.3 action at law, trial, Antipho 6.21, etc., cf. A.Eu. 677, 744; , R. 494e;περὶ τῆς ψυχῆς εἰς ἀγῶνα καταστῆσαί τινα X.Lac.8.4
.4 speech delivered in court or before an assembly or ruler,πρεσβευτικοὶ ἀ. Plb.9.32.4
;τοὺς ἐπιφανεστάτους εἰρηκότος ἀ. τούς τε δικανικοὺς καὶ τοὺς δημηγορικούς D.H.Amm.1.3
, cf. OGI567 (Attalia, ii A.D.);ἀ. ἐσχηματισμένοι D.H. Rh.8.1
, al.b Rhet., main argument of a speech (opp.προοίμιον, ἐπίλογος), in pl., Syr.in Hermog.2.111, 170R., cf. Proll. Hermog.ap. Rh.4.12 W.5 metaph., οὐ λόγων ἔθ' ἁγών now is not the time for words, E.Ph. 588; οὐχ ἕδρας ἀ. 'tis no time for sitting still, Id.Or. 1291; ἀ. πρόφασιν οὐ δέχεται the crisis admits no dallying, Ar.Fr. 331, cf. Pl.Cra. 421d, Lg. 751d; μέγας ὁ ἀ... τὸ χρηστὸν ἢ κακὸν γενέσθαι the issue is great.., Id.R. 608b, cf. E.Med. 235; οὐ περί τινος ὁ ἀ. the question is not about.., Th.3.44.6 mental struggle, anxiety, Th.7.71, Plb.4.56.4, Ep.Col.2.1: in pl.,τρόμοι καὶ ἀ. Plu. Sol.7
.b of speakers, vehemence, power, Longin.15.1, cf. 26.3.IV personified, Ἀγών, divinity of the contest, Paus.5.26.3. -
43 ἀγών
ἀγών, ἀγῶνος, ὁ (w. many mngs. Hom.+; ins, pap, LXX; EpArist 14; Philo; Jos., Ant. 17, 92; 185 al.; Just., D. 142, 2; Tat. 12, 4; loanw. in rabb.) in our lit. only fig.① the sense ‘athletic competition’ transfers to the moral and spiritual realm a competition, contest, race (cp. Wsd 4:2) τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα let us run the race that lies before us Hb 12:1 (cp. Eur., Or. 847; Hdt. 9, 60, 1 ἀγῶνος μεγίστου προκειμένου, cp. 7, 11, 3; Lucian, Anach. 15; Epict. 3, 25, 3.—Hdt. 8, 102, 3 πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται οἱ Ἕλληνες; Dionys. Hal. 7, 48). Cp. 1 Cl 7:1; GJs 20:1 (not pap).② gener. a struggle against opposition, struggle, fight (Iren. 5, 29, 1 [Harv. II 404, 16]; Hippol., Ref. 9, 6; Orig., C. Cels., 1, 22, 18; Did., Gen. 250, 29) for the gospel Phil 1:30, and struggle in its service ἐν πολλῷ ἀ. under a great strain or in the face of great opposition 1 Th 2:2. ἀ. ἀγωνίζομαι (Socrat., Ep. 14, 4; Epict. 1, 9, 12; Appian, Bell. Civ. 1, 110 §515; SIG 434/5, 10; IBM III, 604, 7f ἠγωνίσατο ἀ. τρεῖς, ἐστέφθη δύω; Philo; Herm. Wr. 10, 19a) fight a fight, engage in a contest 1 Ti 6:12; 2 Ti 4:7 (cp. Thu. 7, 68, 3 καλὸς ὁ ἀ.; Synes., Ad. Paeon. 3, 309c ὡς ἀγῶνα καλὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀγωνίζῃ=that you fight …; s. JBarton, Bonum certamen certavi, Biblica 40, ’59, 878–84); ὁ τῆς ἀφθαρσίας ἀ. 2 Cl 7:5. Also ἄφθαρτος ἀ. vs. 3; opp. φθαρτὸς ἀ. vs. 1 (s. καταπλέω), 4.—Anxiety, concern (Eur., Phoen. 1350; Thu. 7, 71, 1; Polyb. 4, 56, 4; Plut., Tit. Flamin. 378 [16, 1] ἀγῶνα καὶ πόνον; PHeid 228, 14 [III B.C.]; BGU 1139, 17; Is 7:13) ὑπέρ τινος Col 2:1; cp. 1 Cl 2:4.—FDölger, Ac II 1930, 294ff; III ’32, 177ff; JJüthner, RAC I, 188f; VPfitzner, Paul and the Agon Motif, athletic imagery in the Pauline lit., ’67.—DELG s.v. ἄγω. M-M. TW. Spicq. Sv. -
44 καθίζω
Aκάθιζον Il.3.426
,al.; in Proseἐκάθιζον X.HG5.4.6
, Din.2.13: [tense] fut.καθέσω Eup.12.11
D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; [dialect] Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; [dialect] Att. alsoκαθιῶ X.An.2
. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); [dialect] Dor. : [tense] aor. 1καθεῖσα Il.18.389
, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf.καθέσαι IG22.46
aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet.κάθεσσα Pi.P.5.42
codd.; this [tense] aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 ( ἐγκαθ-, [voice] Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find [dialect] Ep. κάθῐσα, [dialect] Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, , Th.6.66 (leg. καθεῖσα), laterἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23
, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also [dialect] Ep. part.καθίσσας Il.9.488
; [dialect] Dor.καθίξας Theoc.1.12
, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. - ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: [tense] pf.κεκάθῐκα D.S.17.115
, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—[voice] Med., [tense] impf.ἐκαθιζόμην Ar.V. 824
,κὰδ.. ἵζ- Il.19.50
: [tense] fut.καθιζήσομαι Pl.Phdr. 229a
, Euthd. 278b, ([etym.] προς-) Aeschin.3.167, laterκαθίσομαι Ev.Matt.19.28
, Plu.2.583f, , al.: [tense] aor. 1καθεσσάμην Anacr.111
; alsoἐκαθισάμην SIG975.6
(Delos, iii B. C.), Hsch., ([etym.] ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; [dialect] Ep.ἐκαθισσάμην Call.Dian. 233
,καθισσάμην A.R. 4.278
, 1219:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 part.καθιζηθείς D.C.63.5
:I causal, make to sit down, seat,ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68
;μή με κάθιζ' 6.360
; ;κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389
;κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121
.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4;ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22
J.2 set, place,τὸν μὲν.. καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36
;κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549
;Κρόνον.. Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204
; ; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl. 664, cf. Th.4.90;κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66
;σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg. 755e
.b post watchers, guards, etc.,σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524
; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14;ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς.. πύλας Hdt.3.155
;κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19
: rarely of things,τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127
.4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene,ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104;κ. τὸ δικαστήριον Ar.V. 305
, cf. D.39.11, IG22.778.13;νομοθέτας D.24.25
, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg. 874a; ; constitute, establish,δικαστήρια Pl.Plt. 298e
;βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19
.5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl. Ion 535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος.II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [ θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15;ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu. 254
;ἐπὶ δένδρου Arist. HA 614a34
(but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 197); of suppliants,κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126
, Lys.13.24;εἰς γόνυ D.S.17.115
: in Poets also c. acc., , El. 980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317.2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2.3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg. 659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 ([place name] Delos).5 settle, sink down,ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr. 254c
;καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20
.6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4.III [voice] Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.;εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R. 516e
; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119);καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr. 228e
.2 of birds, settle, alight, Arist.HA 614b23.3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--[dialect] Att. in this signf. acc. to Hsch. -
45 φθείρω
φθείρω fut. φθερῶ; 1 aor. ἔφθειρα. Pass.: 2 fut. φθαρήσομαι; 2 aor. ἐφθάρην; pf. ἔφθαρμαι, ptc. ἐφθαρμένος (Hom.+; ins, pap, LXX, TestJob 33:4; Test12Patr; ParJer 7:26; Philo, Ar., Just., Tat.) gener. ‘destroy, ruin’① to cause harm to in a physical manner or in outward circumstances, destroy, ruin, corrupt, spoilⓐ ruin financially τινά someone, so perh. 2 Cor 7:2 (s. 2a below).ⓑ The expr. εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ φθείρει 1 Cor 3:17 seems to be derived fr. the idea of the destruction of a house (X., Mem. 1, 5, 3 τὸν οἶκον τὸν ἐαυτοῦ φθείρειν. Oft in marriage contracts: Mitt-Wilck. I/2, 284, 11 [II B.C.]; PTebt 104, 29 [92 B.C.] et al.).ⓒ seduce a virgin (Eur. et al.; Demetr.: 722 Fgm. 1, 9 Jac.; Diod S 1, 23, 4; Jos., Ant. 4, 252; Just., A I, 9, 4) οὐθὲ Εὔα φθείρεται, ἀλλὰ παρθένος πιστεύεται nor is Eve corrupted; instead, a virgin is trusted Dg 12:8 (πιστεύω 1f).ⓓ pass. be ruined, be doomed to destruction by earthly transitoriness or otherw. (Epict. 2, 5, 12 τὸ γενόμενον καὶ φθαρῆναι δεῖ; TestJob 33:4 ἡ δόξα αὐτοῦ [τοῦ κόσμου] φθαρήσεται; Just., A II, 11, 5 κάλλει τῷ ῥέοντι καὶ φθειρομένῳ) of cultic images Dg 2:4. Of a man bowed down by old age αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ ἤδη ἐφθαρμένον ἀπὸ τῶν προτέρων αὐτοῦ πράξεων his spirit, which had already degenerated from its former condition (s. πρᾶξις 6) Hv 3, 12, 2 (cp. Ocellus [II B.C.] c. 23 Harder [1926] φθείρονται ἐξ ἀλλήλων).② to cause deterioration of the inner life, ruin, corruptⓐ ruin or corrupt τινά someone, by erroneous teaching or immorality, so perh. 2 Cor 7:2 (s. 1a above). ἥτις ἔφθειρεν τὴν γῆν (=τοὺς ἀνθρώπους; see γῆ 2) ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς Rv 19:2. Pass. (UPZ 20, 17 [163 B.C.]; TestJud 19:4 ἐν ἁμαρτίαις φθαρείς) τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας Eph 4:22. Cp. Hs 8, 9, 3 v.l.ⓑ ruin or corrupt τὶ someth. by misleading tactics πίστιν θεοῦ ἐν κακῇ διδασκαλίᾳ IEph 16:2. The ἐκκλησία (opp. τηρεῖν) 2 Cl 14:3ab. On φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί 1 Cor 15:33 cp. ἦθος. Pass. be led astray (Jos., Bell. 4, 510) μήπως φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἀπλότητος (νόημα 2) 2 Cor 11:3 (φθ. of the seduction of a virgin, s. 1c above).③ to inflict punishment, destroy in the sense ‘punish w. eternal destruction’ 1 Cor 3:17b (=‘punish by destroying’ as Jer 13:9). Pass. 2 Pt 2:12; Jd 10. ἔφθαρται (w. ἀπώλετο) IPol 5:2.④ break rules of a contest, violate rules, ἀγῶνα φθείρειν t.t. (SIG 1076, 3) 2 Cl 7:4; cp. vs. 5 (here in imagery).—B. 758. DELG. M-M. TW. -
46 ἀμφί
ἀμφί A prep. I c. acc.1 of place.a beside, aroundπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b at, inθαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
c met., over, in defence ofἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
2 of time. during, forλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.503 in the manner of, after ἀείδετο δὲπὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
4 about, concerningκελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
II c. gen.1 about, concerningἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
2 for the sake ofτᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
III c. dat.1 besideἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63
ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40
ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97
2 round, onἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85
δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶναπρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55
4 owing to “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” O. 8.42κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.5 in honour ofἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
6 of time, in the course ofἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
B adv., all roundἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
-
47 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
48 εἷς
εἷς, μία, ἕν, gen. ἑνός, μιᾶς, ἑνός a numerical term, ‘one’ (Hom.+)① a single pers. or thing, with focus on quantitative aspect, oneⓐ in contrast to more than oneα. adj. μίλιον ἕν Mt 5:41; cp. 20:12; 25:15, 24; Ac 21:7; 28:13; 2 Pt 3:8. Opp. πάντες Ro 5:12 (εἷς ἄνθρωπος as Hippocr., Ep. 11, 2 [IX p. 326]; SHanson, Unity of the Church in the NT, ’46, 65–73 [lit.]). Opp. the nation J 11:50; 18:14 (cp. Oenom. in Eus., PE 5, 25, 5 μεῖον εἶναι ἕνα ἀντι πάντων πεσεῖν τὸν βασιλέα=it is a lesser evil when one, instead of all the citizens, falls, namely, the king).β. noun, Lk 23:16 (17) v.l. w. partitive gen. (Diod S 1, 91, 5 αὐτῶν εἷς; Jos., Vi. 204; Just., A I, 1, 1 al.) Mt 5:19; 6:29; 18:6; Mk 9:42; Lk 12:27; 15:21 v.l.; 17:2, 22; 23:39; J 19:34 or w. ἐκ (Maximus Tyr. 1, 6 ab ἐκ πολλῶν εἷς; Lucian, Somn. 9; Jos., Bell. 7, 47) Mt 18:12; 22:35; 26:21; Mk 14:18; J 1:40; 6:8; Ac 11:28 al. ὁ εἷς τῶν δώδεκα one of the twelve Mk 14:10 is a peculiar expr. (cp. BGU 1145, 25 [18 B.C.] ὁ εἷς αὐτῶν Ταυρῖνος; UPZ 161, 50; 54; PTebt 138; 357, 10).ⓑ in contrast to the parts, of which a whole is made up (Theophr. in Apollon. Paradox. 16 τὰ πολλὰ ἓν γίγνεσθαι; Stephan. Byz. s.v. Ὠκεανός: γίγνεται ἐκ δύο εἰς ἕν; Just., D. 103, 5 ἐξ ἀμφοτέρων … ἓν ὄνομα). ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν Mt 19:5; Mk 10:8; 1 Cor 6:16 (all three Gen 2:24). οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν we, though many, form one body Ro 12:5; cp. 1 Cor 12:12, 20; Eph 2:15. πάντες εἷς ἐστε you are all one Gal 3:28. ἕν εἰσιν 1 Cor 3:8; cp. J 10:30; 17:11, 21–23 (cp. 1QS 5, 2; Just., D. 42, 3 ἓν ὄντες πρᾶγμα). Also εἰς τὸ ἕν 1J 5:8 (Appian, Iber. 66 §280 ἐς ἕν=together, as a unity). εἰς ἕν J 11:52 (cp. 1QS 5, 7). ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν who has united the two divisions Eph 2:14.—MAppold, The Oneness Motif (John) ’76.ⓒ w. negative foll. εἷς … οὐ (μή), stronger than οὐδείς (Aristoph., Eccl. 153, Thesm. 549; X., An. 5, 6, 12; Demosth. 30, 33 ἡ γυνὴ μίαν ἡμέραν οὐκ ἐχήρευσεν; Dionys. Hal., Comp. Verb. 18) ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται not one of them will fall Mt 10:29 (Lucian, Herm. 28 ἓν ἐξ ἁπάντων); cp. 5:18; Mk 8:14; Lk 11:46; 12:6. The neg. rarely comes first Mt 5:36.② a single entity, with focus on uniformity or quality, oneⓐ one and the same (Pind., N. 6, 1 ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος• ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ἀμφότεροι; Dio Chrys. 19 [36], 6; Maximus Tyr. 19, 4a; cp. OGI 383, 59 [I B.C., the ruler’s statue is to be made of the type of stone used for statues of the gods]; Gen 11:1; 40:5; Lev 22:28; Wsd 7:6; Ar. 13, 5 μία φύσις τῶν θεῶν) ἐν ἑνὶ οἴκῳ in one and the same house Lk 12:52 (Diod S 14, 43, 1 ἐν ἑνὶ τόπω). Expressing unanimity ἐν ἑνὶ στόματι w. one voice Ro 15:6; τοῦ ἑνὸς ἄρτου one and the same loaf 1 Cor 10:17; εἷς ὁ θεός one and the same God (Amphitheos of Heracleia: 431 Fgm. 1b Jac. Διόνυσος κ. Σαβάζιος εἷς ἐστι θεός; difft. Ath. 10, 2 ἑνὸς ὄντος τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ) Ro 3:30; cp. 9:10; 1 Cor 6:16f; 12:9, 13. εἷς κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα• εἷς θεός κτλ. (cp. the three genders of εἷς consecutively in Simonides 97 Diehl2 ἓν πέλαγος, μία ναῦς, εἷς τάφος [of shipwrecked pers.]; Just., D. 63, 5 μιᾷ ψυχῇ … συναγωγῇ … ἐκκλησίᾳ) Eph 4:5f (NJklA 35, 1915, 224ff. The repetition of εἷς is like Herm. Wr. 11, 11; Epict. 3, 24, 10ff).—Rv 9:13; 18:8; Ac 17:26. ἐν ἑνὶ πνεύματι, μιᾷ ψυχῇ Phil 1:27; cp. Ac 4:32 (cp. Aristot., EN 9, 8, 2; Plut., Mor. 478c). τὸ ἓν φρονεῖν be of one mind Phil 2:2. συνάγειν εἰς ἕν unite, bring together (Pla., Phileb. 23e; Dionys. Hal. 2, 45, 3 συνάξειν εἰς ἓν τὰ ἔθνη; POxy 1411, 3 τῶν δημοσίων εἰς ἓν συναχθέντων; TestJob 28:5 τὰ χρήματα ἐὰν συναχθῇ εἰς ἓν ἐπὶ τὸ αὐτό ‘if all [our] valuables were brought together at one place’; Jos., Bell. 3, 518) J 11:52. τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτό one and the same 1 Cor 12:11 (cp. Diod S 11, 47, 3; 17, 104, 6; Epict. 1, 11, 28; 1, 19, 15; Just., D. 123, 1 ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ … νόμου); cp. ἓν καὶ αὐτό τινι 11:5.—εἰς ἕνα τόπον in a place by itself (Jos., Ant. 6, 125) J 20:7.ⓑ (a) single, only one (Diod S 16, 11, 2; Appian, Bell. Civ. 2, 44 §180 εἷς ἀνήρ; Maximus Tyr. 11, 6c μαντεῖον ἕν al.; Just., D. 141, 3 τῆν μίαν τοῦ Δαυεὶδ … παράπτωσιν) λόγον ἕνα Mt 21:24 (GrBar 5:1); Gal 5:14. ἕνα ἄρτον Mk 8:14. εἷς ἄρτος 1 Cor 10:17a (εἷς ἄ. is also the symbol of the unity of the Pythagorean fellowship: Diog. L. 8, 35; here Diog. L. adds that οἱ βάρβαροι hold the same view ἔτι καὶ νῦν). πῆχυν ἕνα Mt 6:27 (s. πῆχυς); ἓν μέλος 1 Cor 12:26; ἓν ἔργον J 7:21 (here, following ἕν, καί adds an indication of the greatness of the accomplishment, as Appian, Bell. Civ. 2, 133 §555 ἓν ἐκ τῶν Καίσαρος ἔργων προὔθηκα …, καί). εἷς ἐστιν ὁ ἀγαθός Mt 19:17; ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον 23:15; ἕνα εἶχεν υἱὸν ἀγαπητόν he had an only son, whom he loved dearly Mk 12:6 (εἷς υἱ. as Phalaris, Ep. 18). ὁ δὲ θεὸς εἷς ἐστιν Gal 3:20; cp. Mk 12:32; 1 Cor 8:4, 6 (v.l. adds to God the Father and Jesus Christ ἓν πνεῦμα ἅγιον κτλ. Cp. also Maximus Tyr. 11, 5a θεὸς εἷς … κ. πατήρ, κ. θεοὶ πολλοί and as early as Xenophanes, Fgm. 19 Diehl3 εἷς θεὸς ἔν τε θεοῖσι κ. ἀνθρωποῖσι μέγιστος [= Fgm. 23 Diels]); Js 2:19; PtK 3 p. 15, 20 (Herm. Wr. 11, 11; 14 εἷς ὁ θεός; POxy 1382, 20 εἷς Ζεὺς Σάραπις; Sb 159, 1 εἷς θεὸς ὁ βοηθῶν ὑμῶν; Philo, Spec. Leg. 1, 67; Jos., Ant. 5, 97 θεός τε εἷς; 8, 343, C. Ap. 2, 193; SibOr 4, 30 and Fgm. 1, 7; Ath. 6, 1 μονάς ἐστιν ὁ θεός, τοῦτʼ ἔστιν εἷς; 6, 4 ὁ θεὸς εἷς; s. EPeterson, Εἷς Θεός 1926; D. Monotheismus als polit. Problem ’35; additional reff. Horst, Ps.-Phoc. p. 151f). εἷς ἐστιν ὑμῶν ὁ διδάσκαλος Mt 23:8; cp. vs. 9. μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ a husband married only once (numerous sepulchral ins celebrate the virtue of a surviving spouse by noting that he or she was married only once, thereby suggesting the virtue of extraordinary fidelity, e.g. CIL VI, 3604; 723; 12405; 14404; cp. Horace, Odes 3, 14, 4; Propertius 4, 11, 36; Valerius Maximus 4, 3, 3; and s. esp. CIL VI, 1527, 31670, 37053=ILS 8393 [text and Eng. tr.: EWistrand, The So-Called Laudatio Thuriae, ’76]; s. GWilliams, JRS 48, ’58 16–29. For the use of μία in ref. to a woman: Ael. Aristid. 46 p. 346 D.: ὑπὲρ μιᾶς γυναικός=for only one woman; μία γυνή quite freq.: Diod S 17, 72, 6; cp. 1, 80, 3, where the phrase γαμοῦσι μίαν simply means that the priests married only once, not that they lead a strictly moral life, a concept for which Greeks never use the expression μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ or anything like it; Hippostratus [III B.C.]: 568 Fgm. 1 Jac.; Appian, Bell. Civ. 4, 95 §402; Ath. 33, 2 ἐφʼ ἑνὶ γάμῳ: Ath. terms a second marriage εὐπρεπής μοιχεία veiled adultery) 1 Ti 3:2, 12; Tit 1:6; others render husband of one wife (e.g. RSV in later printings; REB). Correspondingly ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή (cp. the exemplary conduct of Hannah [Anna] Lk 2:36; Paus. 7, 25, 13 the priestess of the earth goddess must be a woman who, before she became a priestess, was not πλέον ἢ ἑνὸς ἀνδρὸς ἐς πεῖραν ἀφιγμένη) 1 Ti 5:9.—Abs. 1 Cor 9:24; 2 Cor 5:14. μεσίτης ἑνός an intermediary for one alone Gal 3:20; cp. Js 4:12. οὐδὲ εἷς not even a single (X., Mem. 1, 6, 2, Cyr. 1, 3, 10 et al.; Sir 42:20; 49:14 v.l.; 1 Macc 11:70) Mt 27:14; Ac 4:32. Freq. at the end of a sentence or clause (ref. fr. comedy in ESchwartz, NGG 1908, p. 534, 3. Also Hermocles [IV–III B.C.] p. 174, 17 Coll. Alex.; Dio Chrys. 21 [38], 23; Ael. Aristid. 28, 156 K.=49 p. 542 D.; 53 p. 617 D.; Epict. 2, 18, 26, Enchir. 1, 3; Philonides in Stob. 3, 35, 6 ed. Hense III p. 688; Mitt-Wilck. I/2, 59, 5 [39 A.D.]; Bel 18 Theod.; 1 Macc 7:46) Ro 3:10; οὐδὲ ἕν foll. by ἐὰν μή J 3:27. This is a good reason for placing the period after οὐδὲ ἕν J 1:3 (s. GBergh van Eysinga, PM 13, 1909, 143–50. EHennecke, Congr. d’ Hist. du Christ. I 1928, 207–19; Md’Asbeck, ibid. 220–28; REisler, Revue de Philol. 3 sér. 4, 1930, 350–71; BVawter, CBQ 25, ’63, 401–6; KAland, ZNW 59, ’68, 174–209; Metzger 195f; γίνομαι 2a), but the lack of inner punctuation in the older mss. validates consideration of alternative punctuation. οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός there is not even one Ro 3:12 (Ps 13:3; Just., D. 103, 2 οὐδὲ μέχρις ἑνὸς ἀνθρώπου ‘not a single person’). μία εἴσοδος the only entrance Hs 9, 12, 6.—ἕν only one thing: ἔτι ἕν σοι λείπει you still lack only one thing (Jos., Bell. 4, 257) Lk 18:22. ἕν σε ὑστερεῖ you lack only one thing Mk 10:21; cp. Lk 10:42. ἓν οἶδα at least this one thing I know J 9:25. ἓν δὲ τοῦτο this one thing (Porphyr., Vi. Plot. 19; Just., D. 115, 6 ἓν δὲ μικρὸν ὁτιοῦν) 2 Pt 3:8.—ἓν δέ is a short interjectional sentence (like Xenophon Eph. 1, 5, 3 τοσοῦτο δέ•) just one thing! Phil 3:13 (AFridrichsen, ConNeot 9, ’44, 31f).—Gal 5:14 commercial imagery εἷς λόγος (just) one entry, one heading (cp. BGU 831, 13).ⓒ alone (οὐδεὶς) … εἰ μὴ εἷς ὁ θεός Mk 2:7 (in the parallel Lk 5:21 μόνος ὁ θεός, cp. Herm Wr. 11, 11 εἰ μὴ εἷς ὁ θεός … εἰ μὴ μόνῳ τῷ θεῷ); 10:18; 12:29 (Dt 6:4); Mt 23:10; Lk 18:19.—EBishop, ET 49, ’38, 363–66.③ an unspecified entity, some/one=τὶς, whereby εἷς can mean exactly the same thing as the indef. art. (Aristoph. et al. [Av. 1292 εἷς κάπηλος]; Περὶ ὕψους 33, 4 p. 62, 18 V. [the rdg. of cod. Paris], εἷς ἕτερος w. μή ‘for no other reason’; Strabo 5, 3, 2, 230c ἐπηγγείλατο ἕνα ἀγῶνα ἱππικόν; Syntipas p. 29, 3 μία γαλῆ; Appian, Liby. 117 §554 νυκτὸς μιᾶς=one night; Marc. Diac. 27, 5 ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ=on a certain day; SIG 1170, 15 [160 A.D.] μιᾷ ἡμέρᾳ; UPZ 162 I, 27 [117 B.C.]; PAmh 30, 28 [II B.C.] Κονδύλου ἑνὸς τῶν ἁλιείων; BGU 1044, 6; Gen 21:15; Jdth 14:6; 1 Esdr 3:5. B-D-F §247, 2; Mlt. 96f; Rob. 674f; Mlt-Turner 195f; EBruhn, RhM 49, 1894, 168–71; JWackernagel, Syntax II2 1928, 151; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 104–6).ⓐ someone, anyone Mt 18:24; 19:16; Mk 10:17; εἷς ὀνόματι Κλεοπᾶς Lk 24:18. Oft. w. partitive gen. foll. (Alexis 220, 5; Diod S 20, 107, 5 εἷς τῶν φίλων; Epict. 4, 2, 9; Dio Chrys. 71 [21], 15 εἷς τῶν Σπαρτῶν; TestJob 26:6 μίαν τῶν … γυναικῶν; Jos., Ant. 9, 106) ἕνα τῶν προφητῶν (some) one of the prophets Mt 16:14 (a diminishing term? s. Reader, Polemo p. 257). ἕνα τ. συνδούλων 18:28. ἐν μιᾷ τ. πόλεων Lk 5:12. ἐν μιᾷ τ. ἡμερῶν on one of the days vs. 17; cp. 15:19, 26; 22:47.ⓑ as indef. art. (s. at 3 above beg.) εἷς γραμματεύς a scribe Mt 8:19. συκῆν μίαν a fig tree Mt 21:19; cp. 26:69; Mk 12:42. παιδάριον ἕν J 6:9 v.l.; ἑνὸς ἀετοῦ Rv 8:13; cp. 18:21; 19:17; ἄρχων εἷς ἐλθών Mt 9:18. εἷς στέφανος ApcPt 3:10; ἓν σῶμα AcPlCor 2:26.ⓒ used w. τὶς (Pla., Thu., et al.; Jdth 2:13) εἷς τις νεανίσκος a certain young man Mk 14:51 v.l. W. partitive gen. foll. (Trypho Alex. [I B.C.] in Athen. 3, 78a ἕνα τινὰ τ. Τιτάνων; Aesop, Fab. 300 H./30 P. and H-H.; Hierocles 27, 484; IG XII/5, 445, 12 [III B.C.] ἕνα τινὰ αὐτῶν; Ael. Aristid. 29, 14 K.=40 p. 755D.: εἷς τις τ. χορευτῶν) εἷς τις τῶν παρεστηκότων a certain one of the bystanders vs. 47 (on the v.l. without τις s. PDickerson, JBL 116, ’97, 302); also εἷς τις ἐξ αὐτῶν (Jos., Vi. 290) Lk 22:50; J 11:49.④ marker of someth. that is first, the firstⓐ perh. Hebraistic (cp. Num 1:1 ἐν μιᾷ τοῦ μηνὸς τ. δευτέρου; 2 Esdr 10:17; Esth 1:1a; Jos., Ant. 1, 29.—But s. also Lydus, Mens. 3, 4 W. τὴν κεφαλὴν τ. χρόνου οἱ Πυθαγόρειοι οὐχὶ πρώτην ἀλλὰ μίαν ὠνόμασαν; Callim., Fgm. 550 P. [482 Schneider] πρὸ μιῆς ὥρης=before the first hour of the day) is its use w. expressions denoting time instead of the ordinal number εἰς μίαν σαββάτων on the first day of the week Mt 28:1; cp. Lk 24:1; Mk 16:2; J 20:1, 19; Ac 20:7; also κατὰ μίαν σαββάτου 1 Cor 16:2 (cp. Just., D. 41, 4 τῇ μίᾳ τῶν σαββάτων ἡμέρᾳ; 27, 5 [here w. πρό and μετά resp., in accordance with Latin usage]).ⓑ not Semitic (Hdt. 4, 161 μία, ἄλλη, τρίτη; Ael. Aristid. 36, 40 K.=48 p. 453 D.: ἕν, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον; JosAs 2:17) εἷς καὶ δεύτερος a first and second Tit 3:10 (cp. Alciphron, Ep. 1, 9, 2; Galen XII 746 K.: ὕδωρ ὄμβριον ἔγχριε μέχρι μιᾶς καὶ δευτέρας ἡμέρας; Maximus Tyr. 28, 2h μίαδευτέρα; EpArist 143; Jos., Ant. 11, 150; 16, 350 πεσόντος ἑνός καὶ δευτέρου). S. also ἡ οὐαὶ ἡ μία Rv 9:12.—ἓν τριάκοντα Mk 4:8, 20 is prob. to be considered an Aramaism thirtyfold (B-D-F §248, 3; EKautzsch, Gramm. d. bibl. Aram. 1884 §66, 2; JHudson, ET 53, ’41/42, 266f).⑤ special combinations:ⓐ εἷς … εἷς (Hom. et al. εἷς μὲν … εἷς δέ: X., Cyr. 1, 2, 4; Aristot., Rhet. 2, 20, 1393a; pap in Mitt-Wilck. I/2, 50, 11 and 13 [III B.C.] ἓν μὲν … ἓν δέ; II/2, 372 V, 14 [II A.D.] ὁ εἷς … ὁ εἷς; POxy 1153, 14 [I A.D.] ἓν μὲν … καὶ ἕν; 2 Km 12:1; Sir 34:23f εἷς … καὶ εἷς; Esth 10:3g δύο, ἕνα τῷ λαῷ … καὶ ἕνα τ. ἔθνεσιν; TestJob 51:3 μιᾶς ὑποσειμιούσης τῇ μιᾷ) (the) one … the other Mt 20:21; 24:40f; 27:38; J 20:12; Gal 4:22; B 7:6f. εἷς τὸν ἕνα one another (=ἀλλήλους) 1 Th 5:11 (cp. Theocr. 22, 65 εἷς ἑνί; TestJob 27:3 εἷς τόν ἕνα κατέρραξαν ‘threw each other to the ground’).ⓑ εἷς … εἷς … εἷς one … another … a third Mt 17:4 (cp. 1 Km 10:3; 13:17, 18).ⓒ εἷς ἕκαστος every single, strengthening ἕκαστος, adj. Eph 4:16. Mostly subst.; s. ἕκαστος b.ⓓ ὁ εἷς … ὁ ἕτερος the one … the other (Aristot., De Rep. Ath. 37, 1; Hyperid. 5, 14f; UPZ 161, 39; 43; 46 [119 B.C.]; PGen 48, 6ff μίαν μὲν … τὴν δὲ ἑτέραν; BGU 194, 15f; Esth 5:1a; TestAbr A 11 p. 88, 29 [Stone p. 24]; Just. D. 49, 2 al.) Mt 6:24; Lk 7:41; 16:13; 17:34f; 18:10 al.; also ὁ εἷς … ὁ ἄλλος Rv 17:10.ⓔ distrib. (1 Ch 24:6 εἷς εἷς; AscIs 3:27 εἷς καὶ εἷς καὶ εἷς ἐν τόποις καὶ τόποις) καθʼ ἕνα, καθʼ ἕν (Hdt., Pla. et al.; 1 Esdr 1:31; 4 Macc 15:12, 14; Jos., Bell. 4, 240, Ant. 12, 191; Ath. 25, 3 καθʼ ἕνα καὶ κατὰ ἔθνη) ITr 12:2; καθʼ ἕνα πάντες all, one by one 1 Cor 14:31 (cp. Ps.-Xenophon, Cyn. 6, 14). ὑμεῖς οἱ καθʼ ἕνα ἕκαστος each one of you Eph 5:33. καθʼ ἕν one after the other (hence τὸ καθʼ ἕν ‘a detailed list’: PLille 11, 8 [III B.C.]; PTebt 47, 34; 332, 16) J 21:25. Also καθʼ ἓν ἕκαστον (X., Cyr. 1, 6, 22, Ages. 7, 1; EpArist 143) Ac 21:19. ἓν καθʼ ἕν (Aesop, Fab. 274 P.; PLeid II, X 1, 22) each one Rv 4:8. In this pass. the second ἕν could be an undeclined nom. as in εἷς κατὰ εἷς (cp. Lucian, Sol. 9; 3 Macc 5:34. Other exx. in W-S. §26, 9; 11 and Wetstein I 627) one after the other Mk 14:19; J 8:9. τὸ καθʼ εἷς opp. οἱ πολλοί individually Ro 12:5; but κατὰ ἕνα = ἕκαστον Hs 9, 3, 5; 9, 6, 3 (B-D-F §305). ἀνὰ εἷς ἕκαστος each one Rv 21:21.ⓕ ἀπὸ μιᾶς s. ἀπό 6 (as idiom w. noun to be supplied Mitt-Wilck. I/2, 46, 15 [338 A.D.] μίαν ἐκ μιᾶς, i.e. ἡμέραν=day after day).—B. 937; 1007f. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv. -
49 εὑρίσκω
εὑρίσκω (εὑρίσκει, -οντι; -ίσκων: fut. εὑρήσεις, -ει: aor. εὗρε(ν), -ον; εὕροις; εὑρέτω; εὑρών, -όντος, -όντι, -όντα, -όντεσσιν; εὑροῖς(α); εὑρεῖν, εὑρέμεν. med. impf. εὑρίσκοντο: aor. εὕρετο; εὕρηται; εὑρόμενον; εὑρέσθαι.)a in general findἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110
Μοῖσα παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον φωνὰν ἐναρμόξαι O. 3.4
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν O. 7.25
ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.8
ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν O. 13.74
καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ' εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον ἢ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64
“ ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” P. 4.50εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων P. 4.299
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.113
ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.29
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.86
καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον N. 6.54
χρή νιν (= ἀρετὰν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.43
πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.33
εὑρίσκει fr. 6a. 1. εὗρεν fr. 44.ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανο[ν εὑ]ρέμεν Pae. 6.53
θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ ἐλάφῳ (sc. κύων) *fr. 107a. 5* νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 2. ] εὗρε βίῳ[ ?fr. 344. 4. med., find for oneself, compose, με τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14. followed by part.,τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἷσαν τυραννίδων P. 11.52
b inventἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον O. 13.17
εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22
( βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 1.c med. winἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (Hermann: εὕρηται τις codd.: sc. τὰ καλὰ ἔργα) N. 7.16 οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο fr. 226.d frag. ]σις ἀνανύτοις εὗρεν[ Πα. 13b. 7. -
50 θεωρέω
A- ηθήσομαι S.E.M.8.280
: [tense] fut. [voice] Med.in pass.sense, ib.1.70, Ael.VH 7.10: ([etym.] θεωρός):— to be aθεωρός 1
(q.v.), μαντεύεσθαι καὶ θ.Th.5.18; ; of the states which sentθεωροί, οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς τὰ Ἴσθμια Th.8.10
.II of spectators at games,τὰ Ὀλύμπια Hdt.1.59
;ἀγῶνα Id.8.26
, X.An.1.2.10; θ. τινά to see him act, Thphr.Char.11.3: abs., And.4.20, D.18.265; to go as a spectator,ἐς τὰ Ἐφέσια Th.3.104
;ἐς Ὀλυμπίαν Luc.Tim.50
; v. subὀβολός 1
.III look at, behold,γῆν πολλήν Hdt.4.76
;τύχας τινός A.Pr. 304
;τὰ περὶ τὸν πόλεμον Pl.R. 467c
; inspect, review soldiers, X.An. 1.2.16, HG4.5.6: abs., gaze, gape, ἑστηκὼς θ. Thphr.Char.4.5: Astrol., = ἐπιθεωρέω 5,τὴν σελήνην Gal.19.542
.2 of the mind, contemplate, consider, αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θ. Pl.Grg. 523e;τὰ ὄντα ᾗ ὄντα Arist.Metaph. 1003b15
, cf. D.1.12, Epicur.Nat.2.6, etc.: folld. by an interrog.,τοῦτο θ., εἰ τἀληθῆ λέγω D.3.3
;θ. τινά, ὁποτέρου τοῦ βίου ἐστίν Aeschin.3.168
;πόσας ἔχουσι διαφοράς Arist.GA 761a11
;θ. τίνας λέγομεν τοὺς φρονίμους Id.EN 1140a24
; θ. τι ἔκ τινος to judge of one thing by another,τὴν ἔννοιαν ἐκ τῶν ἔργων Is.1.13
, cf. Aeschin.3.160; θ. τι πρός τι compare one thing with another, D.18.17; πρὸς τοὺς πρὸ ἐμαυτοῦ.. κρίνωμαι καὶ θεωρῶμαι; ib.315;τοὺς πρέσβεις θ. πρὸς τὸν καιρὸν καθ' ὃν ἐπρές βευον Aeschin.2.80
; θ. [τι τεκμηρίοις] D. 21.199.b observe,θ. μᾶλλον τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτούς Arist. EN 1169b33
, cf. Pol. 1263b25,al.;ταῦτα ἐμοῦ ἐθεωρήσατε, ὡς.. ποιουμένου Lycurg.28
:—[voice] Pass., , cf. 540b19,al.; λόγῳ θεωρεῖσθαι, of objects not accessible to sense, Phld.D.3.10: abs., ὡς καὶ ἐπ' ἄλλων θεωρεῖται ib.1.13.d abs., speculate, theorize, ἀκριβῶς, φορτικῶς, Arist.Pol. 1280b28, Metaph. 1001b14; λογικῶς, φυσικῶς, Id.APo. 88a19, Cael. 304a25;περί τινος Id.Metaph. 1004b1
, 983a33 ([voice] Pass.); θ. ἔκ τινος to conclude by observation from.., ib. 1029a26; :—[voice] Pass., ἡ παρὰ τοῖς Ἕλλησι τεθεωρημένη μάθησις Ael.Tact.Prooem. ( θεωρήσασα is prob. corrupt for ἐωρ- in S.OC 1084 (lyr.).) -
51 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
52 κτίζω
Aἔκτῐσα Od.11.263
, etc.; poet.ἔκτισσα Pi.P.1.62
, A.Pers. 289 (lyr.),κτίσσα Il.20.216
,κτίσα Pi.P.5.89
: [tense] pf.ἔκτῐκα Lyr.Alex.Adesp.1.8
, D.S.7.5, 15.13:— [voice] Med., poet.[tense] aor.ἐκτίσσατο Pi.O.10(11).25
, Fr.1.4 ( ἐκτής- codd.):— [voice] Pass., [tense] fut.κτισθήσομαι Str.Chr.5.38
, D.H.1.56: [tense] aor.ἐκτίσθην Th.1.12
, etc.: [tense] pf.ἔκτισμαι Hdt.4.46
, Hp.Art.45, E.Fr.360.9:— people a country, build houses and cities in it, κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il.l.c.; κ. χώρην, νῆσον, Hdt.1.149, 3.49.2 of a city, found, build, Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od.l.c., cf. Hdt.1.167, 168, Th.6.4, PCair.Zen. 169 (iii B.C.); :—[voice] Pass., to be founded, Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφῶνος κτισθεῖσαν founded by emigrants from Colophon, Hdt.1.16, cf.7.153, 8.62; μήτε ἄστεα μήτε τείχεα ἐκτισμένα no fixed cities or walls, Id.4.46; -ομένη πόλις Phld.Rh.2.155
S.3 κ. ἄλσος plant a grove, Pi.P.5.89; βωμόν set up an altar, Id.O.7.42; ἑορτάν, ἀγῶνα, found, establish it, ib.6.69, 10(11).25 ([voice] Med.); τὸν Κύρνον.. κτίσαι, ἥρων ἐόντα establish his worship, Hdt.1.167;δαῖτάς τινι A.Ch. 484
([voice] Pass.);τάφον τινί S.Ant. 1101
;αἵρεσιν Phld.Rh.1.77
S.;σύνοδον IG22.1343.12
(i B.C.).4 produce, create, bring into being, (lyr.); bring about, τελευτήν ib. 140 (lyr.), cf. Ch. 441 (lyr.); ὁ τὴν φιλίην ἐκτικώς Lyr.Alex.Adesp. l.c.; of painters, δένδρεα.. καὶ ἀνέρας ἠδὲ γυναῖκας Emp.l.c.; ἵπποισι τὸν χαλινὸν κτίσας having invented it, S.OC 715 (lyr.).5 make so and so,ἐλεύθερον κ. τινά A.Ch. 1060
;ἔνθεον κτίσας φρένα Id.Eu.17
, cf. 714;ποτανὰν εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι E. Supp. 620
(lyr.), cf. A.Pers. 289 (lyr.). -
53 συγκλείω
συγ-κλείω, [tense] fut. - κλείσω: [dialect] Ion. [suff] συγ-κληΐω, fut - κληΐσω: old [dialect] Att. [full] ξυγκλήω, [tense] fut. - κλῄσω: [dialect] Ep. [tense] aor.Aσυνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309
:—[voice] Pass., [tense] aor. συνεκλείσθην, old [dialect] Att. ξυνεκλῄσθην: [tense] pf.συγκέκλειμαι Isoc.15.68
, but- εισμαι Men.670
, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old [dialect] Att. ξυνκέκλῃμαι, [dialect] Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):— shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41;ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67
; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA 533b26; ;σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8
;εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2
([voice] Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—[voice] Pass.,λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129
; Aër.21;σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32
; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec. 487.2 generally, of straits or difficulties,τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3
;εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10
:—[voice] Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν.. συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c.3 pit against one another, set to fight as in the lists,οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι.. ξυνέκλῃσαν E.Andr. 122
(lyr.).4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—[voice] Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.II shut close, close, ; , Ion 241; [ τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 ([voice] Pass.);ξ. τὰς πύλας Th.4.67
;τὰς θύρας Aeschin.1.74
;τὰς θυρίδας Gal.16.578
: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach. 1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq. 1317;τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3
; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—[voice] Pass.,τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48
codd. ( συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.2 intr. in [voice] Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; ([place name] Chersonesus).IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.2 connect closely together,τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6
; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba. 1300; ς. (sc. τὴν πόλιν)εἰς ταὐτόν Pl.Criti. 117e
, cf. Ti. 76a, etc.;σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24
, cf. 15.68 ([voice] Pass.):—[voice] Pass.,συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19
.V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—[voice] Pass., ib.11.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλείω
-
54 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
55 ἀσκέω
A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743;ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198
; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439;ἅρμα.. χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438
; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592;γόμφοις ἀ. Emp.87
: added in [tense] aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας
elaborately,Il.
14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437
; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179
.2 of personal adornment, dress out, trick out,ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1
; decks herself,E.
El. 1073; :—freq. in [voice] Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with.., Emp.61.4;πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers. 182
;οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El. 452
; of buildings,παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169
;Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57
: abs.,οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130
; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—[voice] Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc. 161.3 in Pi., honour a divinity, do him reverence,δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109
;ἀσκεῖται Θέμις O.8.22
.II practise, exercise, train, esp. in Prose and Com., properly of athletic exercise,1 c. acc. of person or thing,ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47
;ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20
, cf. Mem.1.2.19; :—[voice] Pass.,σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41
; ;ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4
;τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27
;λόγοις D.C.45.2
;ἐν παιδείᾳ Id.60.2
;πρός τι D.S.2.54
.2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33;λόγους Democr.53a
, 110;μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg. 509e
; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg. 795b, Thg. 128e;ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol. 1271b5
: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; ; , Pl. R. 407a; (lyr.), cf. S.Tr. 384; ;τὰ δίκαια Crates Theb.12
; (anap.): c. dupl. acc.,ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10
.3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El. 1024;λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr. 963
;εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr. 1067
; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating.., Id.Ages.11.4.4 abs., practise, go into training, Pl.R. 389c, X.Cyr.2.1.29; those who practise gymnastics,Hp.
Acut. 9;περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9
. -
56 ἄγω
Aἄγεσκον Hdt.1.148
, A.R.1.849: [tense] fut.ἄξω Il.1.139
, etc.: thematic [tense] aor. imper.ἄξετε Il.3.105
, inf. ἀξέμεναι, -έμεν, Il.23.50, 111: [tense] aor. 2ἤγαγον Il.6.291
, etc., opt.ἀγαγοίην Sapph.159
: [tense] aor. 1 ἦξα rare, , part.ἄξας Batr. 119
, inf. : [tense] pf. (Abu Simbel, vii/ vi B. C.), Plb.3.111.3, ([etym.] προ-) D.19.18, ([etym.] συν-) X.Mem.4.2.8; (Sigeum, iii B.C.), etc., [dialect] Dor.συν-αγάγοχα Test.Epict.3.12
; , J.BJ1.30.1, Alex.Fig.1.11, etc. (also in compds., ([etym.] εἰσ-) Ps.-Philipp. ap. D.18.39, ([etym.] κατ-) Decr.ib.73);ἀγείοχα PTeb.5.193
(ii B. C.), etc.; ἀγέωχα ([etym.] δι-) CIG4897d (Philae, i B. C.), PTeb.5.198 (ii B. C.), etc.: [tense] plpf.ἀγηόχει Plb.30.4.17
:—[voice] Med., [tense] fut.ἄξομαι Hom.
, Hdt., Trag.: them. [tense] aor. 1ἄξοντο Il.8.545
, imper. ἄζεσθε ib. 505: also ἀξάμην ([etym.] ἐσ-) Hdt.5.34, ([etym.] προεσ-) 1.190, 8.20: [tense] aor.2ἠγαγόμην Hom.
, etc., [ per.] 2sg. (Cret.):—[voice] Pass., [tense] fut. , ([etym.] προσ-) Th.4.87, etc.; ἄξομαι in pass. sense, A.Ag. 1632, Pl.R. 458d, ([etym.] προσ-) Th.4.115, etc.: [tense] aor. 1ἤχθην X.An.6.3.10
, [dialect] Ion.ἄχθην Hdt.6.30
, part.ἀχθείς Hippon. 9
: [tense] pf. ἦγμαι Hdt 2.158, D.13.15; also in med. sense, v. infr. B.2.I lead, carry, fetch, bring, of living creatures, φέρω being used of things,δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι.. γυναῖκα, καὶ τρίποδα.. φέρειν Il.23.512
; βοῦν δ' ἀγέτην κεράων by the horns, Od.3.439; ἄ. εἰς or πρὸς τόπον, poet. also c. acc. loci, νόστοι δ' ἐκ πολέμων ἀπόνους (sc. ἄνδρας).. ἆγον οἴκους A.Pers. 863
(lyr.);Ἅιδας.. ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν S.Ant. 811
(lyr.);ἄ. τινά τινι Od.14.386
;ἵππους ὑφ' ἅρματ' ἄ. 3.476
, cf. A.Pr. 465.b part. ἄγων taking,στῆσε δ' ἄγων Il.2.558
, cf. Od.1.130, S.OC 1342, etc.2 take with one,ἑταίρους Od.10.405
, cf. S.OC 832, etc.; τι Il.15.531, Hdt.1.70; of a wife, A.Pr. 559 (lyr.) (more usu. [voice] Med., q.v.).3 carry off as captives or booty, Il.1.367,9.594, A. Th. 340, etc.;ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Hdt.6.30
; ἀγόμενος, i.e. δοῦλος, Archil.155, cf. E.Tr. 140, Pl.Lg. 914e; Δίκην ἄγειν to lead Justice forcibly away, Hes.Op. 220;ἡ ἐπιθυμία ἄγει Arist.EN 1147a34
; of a fowler,φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει S.Ant. 343
: esp. in phrase ἄ. καὶ φέρειν harry, ravage a country, first in Il.5.484 οἷόν κ' ἠὲ φέροιεν Ἀχαιοὶ ἤ κεν ἄγοιεν, cf. 23.512 sq.; freq. in Hdt. and [dialect] Att. Prose:—in [voice] Pass.,ἀγόμεθα, φερόμεθα E.Tr. 1310
, cf. Ar.Nu. 241: more rarely reversed,φέρουσί τε καὶ ἄγουσι Hdt. 1.88
;ἔφερε καὶ ἦγε πάντας Id.3.39
: c. acc. loci,φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα X.HG3.2.2
; ib.5; ἄ. alone, ravage, IG9(1).333 ([dialect] Locr., v B. C.): —but φέρειν καὶ ἄγειν sts. means simply bear and carry, bring together, Pl.Phdr. 279c; τὴν ποίησιν φέρειν τε καὶ ἄγειν, i.e. bring it into the state, Id.Lg. 817a, cf. X.Cyr.3.3.2.4 ἄ. εἰς δίκην or δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστάς to carry one before a court of justice, freq. in [dialect] Att.,πρὸς τὴν δίκην ἄ. E.Fr. 1049
;ὑπ' ἐπίγνωσιν ἀχθῆναι PTeb.28.11
(ii B. C.); simply , etc.;ἐπὶ θανάτῳ ἄ. X.An.1.6.10
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε Ev.Matt.10.18
, cf. PTeb.331.16 (ii A.D.);φόνου ἄγεσθαι Plu.2.309e
.b [voice] Pass., to be confiscated, τὰ κτήνη ἀχθήσεται πρὸς τὰ ἐκφόρια (to meet the rent) PTeb.27.75 (ii B. C.).5 of ships, carry as cargo, import, [ οἶνον]νῆες ἄγουσι Il.9.72
, etc.; ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι (i.e. σύν οἱ) Od.14.296.6 draw on, bring on,πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες Il.24.547
;Ἰλίω φθοράν A.Ag. 406
(lyr.);τερμίαν ἁμέραν S.Ant. 1330
(lyr.); ; ; .II lead towards a point, lead on,τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε Il.13.602
;κῆρες ἄγον θανάτοιο 2.834
;οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις S.El. 1035
: also c. inf., ἄγει θανεῖν leads to death, E.Hec.43: c. acc. cogn.,ἄγομαι τάνδ' ἑτοίμαν ὁδόν S.Ant. 877
(lyr.); ὁδὸς ἄγει the road leads, Heraclit.71, S.OT 734, Tab.Heracl.1.16, etc.: metaph., tend,ἐπὶ τὸ ἄκρον Pl.Lg. 701e
.2 lead, guide, esp. in war,λαόν Il.10.79
; ἄ. στρατιάν, ναῦς, etc., Th.7.12, 8.59, etc., cf. X.An.4.8.12; henceabs., march,θᾶσσον ὁ Νικίας ἦγε Th.7.81
, cf. X.HG4.2.19, etc.: simply, go,ἄγωμεν Ev.Marc. 1.38
; of the gods, etc., guide, Pi., Hdt., etc.;ἐπ' ἀρετήν E.Fr. 672
;διὰ πόνων ἄγειν τινά Id.IT 988
.3 manage,νόῳ πλοῦτον Pi.P.6.47
;πολιτείαν Th.1.127
; τὴν σοφίαν conduct philosophical inquiry, Pl.Tht. 172b; of reasoning,ἀγαγεῖν τοὺς λόγους Arist.APr. 47a21
; εἰς τὸ ἀδύνατον ἄ. ib. 27a15 (v.l. ἀπάγοντας):—[voice] Pass., to be led, guided, ; .5 bring up, train, educate,ἀγόμενοις ὀρθῶς Pl.Lg. 782d
;ἤχθη τὴν λεγομένην ἀγωγήν Plu.Ages.1
; of animals, train, X.Mem.4.1.3.6 reduce,ἐς βραχὺ τὴν ἀρχήν Hp. VM1
;ἐς τὸ ἥμισυ Id.Mul.1.78
; of propositions,εἰς ῥᾳδιξστέραν κατασκευήν Papp.1076.6
.III draw out in length, τεῖχος ἄ. to draw a line of wall, Th.6.99;μέλαθρον εἰς ὀρόφους AP9.649
(Maced.);ὄγμον ἄ. Theoc.10.2
; ἄ. γραμμάς to draw lines, Arist.Top. 101a16; ἤχθωσαν κάθετοι let perpendiculars be drawn, Mete. 373a11; ἄ. ἐπίπεδον describe a plane, Archim.Sph.Cyl.1.7, etc.:—[voice] Pass.,ἦκται ἡ διῶρυξ Hdt.2.158
, cf. Th.6.100; κόλπου ἀγομένου τῆς γῆς, i.e. when the land forms a bight, Hdt.4.99.IV hold, celebrate, Ἀπατούρια, ὁρτήν, Hdt. 1.147, 183 (more usu. ἀνάγειν); freq. in [dialect] Att.,ἄ. ἀγῶνα IG1.53.33
;θυσίαν, θεωρίαν Isoc.19.10
; ; , cf. LXX To.11.19 ([voice] Pass.);ἐκκλησίαν Plu.Aem.30
:—[voice] Pass.,ἀγοραῖοι ἄγονται Act.Ap.19.38
.2 keep, observe a date,ἄ. τὴν ἡμέραν ταύτην πάντα τὸν χρόνον Th.5.54
, cf. Men.521;κατὰ σελήνην τὰς ἡμέρας Ar.Nu. 626
; reckon,τοὺς ἐνιαυτοὺς καθ' ἥλιον Gem.8.6
.3 keep, observe,ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν Pi.P. 6.20
;σπονδὰς ἄ. πρός τινας Th.6.7
; , etc.: c. acc., as periphr. for a neut. Verb, σχολὴν ἄγειν, = σχολάζειν, E.Med. 1238, Pl.R. 376d; ἡσυχίαν ἄ., = ἡσυχάξειν, X.An.3.1.14;ἄ. ἀπαστίαν Ar. Nu. 621
; κρύψιν ἄ., of stars betw. setting and rising, Autol.2.9; keep up, sustain, maintain,νεῖκος Pi.P.9.31
; γέλωτ' ἄγειν to keep laughing, S.Aj. 382;ἄ. κτύπον E.Or. 182
(lyr.); with predicate, maintain,ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα D.9.36
.4 of Time, pass,ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87
; ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; S.El. 266;ὁ βίος οὑμὸς ἑσπέραν ἄγει Alex.228
, cf. ὥραν ἄγειν to be ripe,τῆς γαστρὸς ὥραν ἀγούσης Philostr.VA2.14
; ὥραν ἦγε θανάτου Chor.p.38B.;τῆς ἡλικίας ἄγον τὸ ἄνθος Id.p.53
B.;τέταρτον ἔτος ἄγων καὶ τριακοστόν Gal.Lib. Propr.1
.V hold account, treat,ἄ. ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7(6).22
; ἐν τιμῇ ἄγειν or ἄγεσθαι, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἄ., περὶ πλείστου ἄ., Hdt.1.134, 2.172, 9.7, etc.; θεοὺς ἄ. to believe in, A.Supp. 924; διὰ τιμῆς ἄ. τινά, etc., Luc. Prom.Es4, etc.;τὸ πρᾶγμ' ἄ... ὡς παρ' οὐδέν S.Ant.34
;τὴν Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄ. τοῦ Βακχίου E.Ba. 225
;τιμιώτερον ἄ. τινά Th.8.81
;εὐεργεσίας εἰς ἀχαριστίαν καὶ προπηλακισμὸν ἄ. D.18.316
:—with Adverbs, ;ἐντίμως ἄ. Pl.R. 528c
, etc.:—[voice] Pass., .VI draw down in the scale, hence, weigh, ἄ. μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, etc., weigh a mina, 300 darics, etc., D.22.76, 24.129, cf. Philippid.9.4, etc.;ἄ. πλέον Arist.Pr. 931b15
;ἄ. σταθμόν Plu.2.96b
.VII on ἄγε, ἄγετε, v.s. vocc.B [voice] Med. ἄγομαι, carry away for oneself,χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι Od.10.35
; take with one, 6.58, E.Heracl. 808, etc.; of a ship's cargo, D.35.20; take to oneself,δῶρον Theoc.1.9
, cf. 11; take upon oneself,ἄγεσθαι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79.2 ἄγεσθαι γυναῖκα take to oneself a wife, Od.14.211;γυναῖκα ἄ. ἐς τὰ οἰκία Hdt.1.59
, etc.;ἄγεσθαί τινα ἐς δῶμα Hes.Th. 410
; simply ἄ. marry, Hdt.2.47, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. ἦγμαι is used in this med. sense, J.AJ14.12.1; of the father, bring home a wife for his son, Od.4.10, Hdt.1.34; of a brother, Od.15.238; of friends of the bridegroom and bride, Od.6.28, Hes.Sc. 274: later in [voice] Pass. of the wife, PGnom. 138 (ii A.D.). -
57 ὁρμάω
A : [tense] aor.ὥρμησα Il.6.338
, Pl. Ion 534c; [dialect] Lacon. imper. ὅρμᾱον, i.e. ὅρμαὁν, = ὅρμησον, Ar.Lys. 1247: [tense] pf. :—[voice] Med. and [voice] Pass., Pi.N.1.5, A.Pr. 339, Hdt.1.17, etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.ὡρμᾶτο Il.3.142
: [tense] fut.ὁρμήσομαι Hdt.5.34
, X.Cyr.7.1.9,ὁρμηθήσομαι Gal.5.85
: [tense] aor.ὡρμησάμην Il.21.595
, v.l. in Hes.Sc. 127 ([etym.] ἐφ-), never in Prose, exc.ἐξ- X.HG6.5.20
codd.: more freq. in pass. formὡρμήθην Il.5.12
, al., Th.3.98, etc.: [tense] pf.ὥρμημαι S.El.70
, E. El. 340, Th.6.33, etc.: [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. and [tense] plpf. ὁρμέαται and - έατο (with vv. ll. ὡρμ-) Hdt.5.121, 8.35 ; in Hom. codd. usu. have the augm., but Aristarch. read ὁρμήθησαν in Il.10.359: ([etym.] ὁρμή):A [voice] Act.,I causal, set in motion, urge on, cheer on,τινὰ εἰς πόλεμον Il.6.338
, Th.1.127 ;τινὰ ποτὶ κλέος Pi.O.10(11).21
;τὸ στράτευμα ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Hdt.8.106
, cf. S.Aj. 174 (lyr.), E.Or. 352 (anap.); , cf. Ion 534c ;[τὰ] ὁρμῶντα [σώματα] Hp.Epid.6.8.7
; (lyr.); ὁ. τινὰ ἐκ χερός tear from one's arms, Id.Hec. 143 (anap.):—[voice] Pass., ὁρμηθεὶς θεοῦ ἄρχετο inspired by the god he began, Od.8.499 ;πρὸς θεῶν ὡρμημένος S.El.70
;ὑπὸ ἔρωτος Pl.Smp. 181d
; ἵπποι.. ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης urged on by.., Od.13.82.2 with a thing as the object, stir up,πόλεμον 18.376
: c. acc. et inf.,τὰς διόδους τῶν πτερῶν.. ὥρμησε πτεροφυεῖν Pl.Phdr. 255d
:—[voice] Pass., was sped,S.
El. 196 (lyr.).II more freq. intr., start,1 c. inf., ἴρηξ ὃς ὁρμήσῃ διώκειν ὄρνεον ἄλλο starts in chase of.., Il.13.64; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων.. ἀντίον ἀΐξασθαι whenever he started to rush for the gates, 22.194 ;ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε.. στῆναι ἐναντίβιον 21.265
; ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν began to lead out.., Hdt.1.76, cf.7.150 ; eager to..,S.
Ant. 133 (lyr.); .2 c. gen., rush headlong at one,Τρώων Il.4.335
: more freq. with Preps.,ὁ. ἐπί τινα Hes.Sc. 403
, Hdt. 1.1, etc.;πύργωμα Καδμείων ἔπι E.Supp. 1220
;εἴς τινας X.Cyr.7.1.17
;καθ' αὑτούς Id.An.5.7.25
; also ὁ. ἐς μάχην hasten to battle, A.Pers. 394 ; (lyr.) ;εἰς τὸ διώκειν X.An.1.8.25
;ἐπὶ ἁρπαγάς Pl.R. 391d
;ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.7.34
; ὥρμασε ([dialect] Dor.) (Chersonesus, ii B. C.): without any sense of hostility, rush, (lyr.);ἐς πατρὸς δόμους Id.Med. 1178
; set out,ἀπὸ [τῆς Οἰνόης] Th.2.19
;ἐς φυγήν Hdt.7.179
, etc.;εἰς τὸ ἐπ' ἐκεῖνα τῆς γῆς Pl.Phd. 112b
;ἐπ' ἄλλον λόγον Antipho 3.4.5
;ἐπὶ τὸ σκοπεῖν X.Mem.3.7.9
; ἐπὶ τραγῳδίαν ὥρμηκε has turned to tragedy, Alex.135.14 ; δηλώσεις.. τὴν φύσιν ἐπὶ τί μάλισθ' ὥρμηκε, i. e. what your natural bent is, ib.8 ;φυσικῶς ἐπὶ τὴν ὀργὴν ὁρμᾶν Phld.Ir.93
W.;πρὸς τὰς πράξεις Id.Mus.p.71
K.;ἐπὶ φιλοσοφίαν Id.Acad.Ind.p.64
M. ;πρὸς τὰς ὀχείας Arist.HA 546a15
: c. acc. cogn.,ὁδόν X.An.3.1.8
;στρατείαν Id.Cyr.8.6.20
.3 abs., start, begin,ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Pl.Prt. 314b
, cf. R. 425c; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι [νῆες] the ships that were hottest in pursuit, Th.8.34.B [voice] Med. and [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., A. II:1 c. inf., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται that they put not themselves in motion, set not themselves to flee, Il.8.511 ; soδιώκειν ὁρμήθησαν 10.359
, cf. Od.4.282 ; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι he rushed to snatch.., Il.13.188, cf. 182 ; ἦτορ ὡρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι was eager to.., 21.572 ; μᾶλλον ὅρμητο στρατεύεσθαι was eager to march, Hdt.7.1, cf. 19, al., Th.3.45 ; ὅδε ὁ λόγος ὅρμηται λέγεσθαι this account has begun to be given, Hdt.4.16, cf. 6.86.δ' ( λέγεσθαι is restored for λέγεται in 3.56); but λόγον, τὸν ὅρμητο λέγειν which he purposed to make, Id.5.50.2 the object for or after which one goes is sts. in gen., Il.14.488, 21.595 : a case with a Prep.,ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214
;ἐπί τινα S.Aj.47
, etc.;εἴς τινα X.Cyr.7.1.9
; μετά τινα after one, Il.17.605 ; soὁ. ἐπὶ τὸ ἱρόν Hdt.8.35
;ἐς πύλας A.Th.31
;πρὸς δόμους E.Hipp. 1152
;ἐπ' ἀλήθειαν Pl.Sph. 228c
;ἐς φυγήν Th.4.14
;πρὸς τίσιν S.OC 1328
;πρὸς τὸ κρατεῖν Pl.R. 581a
;[ἡ ποίησις] πρὸς ἡδονὴν ὥρμηται Id.Grg. 502c
; οἱ περὶ λόγον ἢ παιδείαν ὁρμώμενοι persons keen about.., Vett.Val.199.5 : rarely c. acc. loci,νερτέρας πλάκας S.OC 1576
(lyr.).b the starting-point is expressed byἐκ, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο Il.3.142
, cf. 9.178, etc. ; or ἀπό, S.Tr. 156, Pl. Phd. 101d, etc.;ἀπὸ φιλοσοφίας Phld.Rh.1.357
S.; or by a form in-θεν, σέθεν.. ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον Pi.N.1.5
: in historical Prose, ὁρμᾶσθαι ἐκ.. start from, begin from, esp. of the place where one carries on any regular operations, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι living there and going out from thence to do their daily work, Hdt.1.17 ; of fishers,ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι Id.3.98
; of a general, making that place his head-quarters or base of operations, Id.8.133, cf. 5.125, al., Th.1.64, 2.69, al.; ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος setting out, beginning with smaller means, ib.65, cf. 1.144 ; of rivers,ἐκ τῆς Ἴδης ὁ.
rising..,Pl.
Lg. 682b.3 abs., rush, dart, attack, Il.5.12, Od.12.126, al., S.OC 1068 (lyr.); also with ἔγχεϊ, ξιφέεσσι, etc., added, Il. 5.855, 17.530, 13.496, al.b generally, hasten, be eager, , cf. 395 ;ἀλλ' ἥδε.. ὁρμᾶται
comes forth,Id.
Pers. 151 (anap.);τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός Id.Eu. 1029
; ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται insolence goes fearless forth, S.Aj. 197 (lyr.). -
58 ἀείδω
ᾰείδω (ἀείδω, -ει; -ων; -ειν· impf. ᾰειδ(ε), ἄειδον: fut. med. pro act. ἀείσομαι, -εται codd.: aor. ἀεῖσαι: pass. ἀείδεται; -όμενον: impf. ᾰείδετο.)a sing abs. πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισι ἁρμόζων I. 7.39
χρύσεαι δἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες Pae. 8.71
b sing of, celebrate c. acc.ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.10
ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον O. 14.18
τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann, Boeckh: ὁ σὸς ἀείσεται παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen: locus non sanatus.) N. 4.90εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 3. pass.σε ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον P. 5.24
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις ( Αἴγινα sc.) P. 8.25παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.8
fig. ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις was filled with the songs of O. 10.76 -
59 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
60 ἀρετά
a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities.δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος O. 2.53
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.43
οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94
ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion P. 6.42ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37
Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος)ὀρθώσαις ἀρετὰν I. 4.38
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν Pae. 6.131
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b esp. physical excellence, valour, prowessἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι O. 3.37
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.20
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14
ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι P. 4.187
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) P. 5.98ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.22
εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) I. 1.41μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.17
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships I. 9.6c reputation, renown for prowess, gloryἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου)φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) N. 8.40ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.13
καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13
d pl., deeds of prowess, achievements, exploitsἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43
τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ O. 5.1
ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.72
θάλλει δ' ἀρεταῖσιν O. 9.16
τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων O. 13.15
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
v. P. 5.98 supra b.ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32
μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
φλέγεται δ (sc. Ἄργος)ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.2
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφαναςἸσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.)Πα.. 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176
e fragg. ]ἀρετα[ Pae. 8.89
]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek