Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀνθρώπων

  • 1 ανθρώπων

    ἄνθρωπος
    man: masc gen pl

    Morphologia Graeca > ανθρώπων

  • 2 ἀνθρώπων

    ἄνθρωπος
    man: masc gen pl

    Morphologia Graeca > ἀνθρώπων

  • 3 ἄνθρωπος

    ἄνθρωπος (- ος v. l., -ῳ; -οι, -ων, -οις, -οισιν), - ους)
    1 man, pl., mankind
    a

    σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18

    ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24

    ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44

    φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82

    ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21

    πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46

    εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86

    Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —

    γινώσκομεν P. 3.112

    ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47

    ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36

    ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37

    Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3

    φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]

    ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18

    πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —
    I gods. —

    θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10

    ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντP. 9.40

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
    III animals.

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    Lexicon to Pindar > ἄνθρωπος

  • 4 ἄνθρωπος

    ἄνθρωπος, , [dialect] Att. crasis ἅνθρωπος, [dialect] Ion. ὥνθρωπος, for ὁ ἄνθρ-:—
    A man, both as a generic term and of individuals, Hom. etc., opp. gods,

    ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442

    , etc.; πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων the men of the east or of the west, Od.8.29; even of the dead in the Isles of the Blest, ib.4.565;

    κόμπος οὐ κατ' ἄνθρωπον A.Th. 425

    , cf. S.Aj. 761.
    2 Pl. uses it both with and without the Art. to denote man generically,

    ὁ ἄ. θείας μετέσχε μοίρας Prt. 322a

    ;

    οὕτω.. εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄ. R. 619b

    , al.; ὁ ἄ. the ideal man, humanity,

    ἀπώλεσας τὸν ἄ., οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν Arr.Epict.2.9.3

    .
    3 in pl., mankind,

    ἀνθρώπων.. ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Il.9.134

    ;

    ἐν τῷ μακρῷ.. ἀνθρώπων χρόνψ S.Ph. 306

    ; ἐξἀνθρώπων γίγνεσθαι depart this life, Paus.4.26.5, cf. Philostr.VA8.31.
    b joined with a [comp] Sup. to increase its force,

    δεινότατον τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων D.53.2

    ; ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ the best quail in the world, Pl.Ly. 211e; freq. without a Prep., μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, most or least of all, Hdt.1.60, Pl.Lg. 629a, Prt. 361e; ἄριστά γ' ἀ., ὀρθότατα ἀ., Id.Tht. 148b, 195b, etc.
    4 joined with another Subst., like ἀνήρ, ἄ. ὁδίτης Il.16.263;

    πολίτας ἀ. D.22.54

    ; with names of nations,

    πόλις Μερόπων ἀνθρώπων h.Ap.42

    ; in [dialect] Att. freq. in a contemptuous sense, ἄ. ὑπογραμματεύς, ἄ. γόης, ἄ. συκοφάντης, Lys.30.28, Aeschin.2.153,183;

    ἄ. ἀλαζών X.Mem.1.7.2

    ;

    ἄ. ὑφάντης Pl.Phd. 87b

    ;

    Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου D.21.175

    ;

    ἄ. βασιλεύς Ev.Matt.22.2

    .
    5 ἅνθρωπος or ὁ ἄνθρωπος alone, the man, the fellow, Pl.Prt. 314e, Phd. 117e; ὡς ἀστεῖος ὁ ἄ., with slight irony, ib. 116d, al.; with a sense of pity, D.21.91.
    6 in the voc. freq. in a contemptuous sense, as when addressed to slaves, etc., ἄνθρωπε or

    ὤνθρωπε

    sirrah! you sir!

    Hdt.3.63

    ,8.125, and freq. in Pl., but in Trag. only S.Aj. 791, 1154; simply, brother, POxy.215.1, Diog.Oen. 2.
    7 slave,

    ἂν ἄ. ᾖ Philem.22

    ;

    ἄ. ἐμός Gal.14.649

    ; ὁ ἄ. τῆς ἁμαρτίας or

    ἀνομίας 2 Ep.Thess.2.3

    ;

    ἄ. τοῦ Θεοῦ

    1 Ep.Tim.

    6.11

    ; but τιθέναι τινὰ ἐν ἀνθρώποις make a man of, of a freed slave, Herod.5.15.
    8 ἄ. ἄ. any one, Hebraism in LXX Le.17.3 (cf. ἀνήρ VI.8); ἄ. like Germ. man 'one', 1 Ep.Cor.4.1,al.
    9 Medic., name of a plaster,

    ἡ διὰ σάνδυκος ἄ. καλουμένη Aët.15.43

    .
    II as fem., woman, Pi.P.4.98, Hdt.1.60, Isoc.18.52, Arist.EN 1148b20; contemptuously, of female slaves, Antipho1.17, Is.6.20, etc.; with a sense of pity, D.19.197.—Prop. opp. θηρίον, cf. ἀνήρ; but opp. γυνή, Aeschin.3.137;

    ἀπὺ ἀνθρώπου ἕως γυναικός LXX 1 Es.9.40

    , etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄνθρωπος

  • 5 πρός

    πρός, Prep., expressing direction,
    A on the side of, in the direction of, hence c. gen., dat., and acc., from, at, to: [dialect] Ep. also [full] προτί and [full] ποτί, in Hom. usually c. acc., more rarely c. dat., and each only once c. gen., Il.11.831, 22.198:—dialectal forms: [dialect] Dor.[full] ποτί (q. v.) and [full] ποί, but Cret. [full] πορτί Leg.Gort.5.44, etc., Argive [full] προτ( [full] ί) Schwyzer 84.3 (found at Tylisus, V B.C.), restored in Mnemos.57.208(Argos, vi B.C.), and in Alcm.30; Arc., Cypr. [full] πός SIG306.11 (Tegea, iv B.C.), Inscr.Cypr. 135.19H., also sts. in Asia Minor in compds., v. ποσάγω, ποσφέρω; [dialect] Aeol. [full] πρός Sapph.69 ([etym.] προς-), 109, Alc.20 (s. v.l.); [full] πρές Jo.Gramm. Comp.3.10; Pamphylian περτ ([etym.] ί) Schwyzer 686.7, 686a4. (With [full] προτί, [full] πρός cf. Skt. práti 'towards, near to, against, back, etc.', Slav. protiv[ucaron], Lett. pret 'against', Lat. pretium: [full] ποτί (q. v.) and [full] πός are not cogn.) A. WITH GEN., πρός refers to that from which something comes:
    I of Place, from,

    ἵκετο ἠὲ π. ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8.29

    ;

    τὸν π. Σάρδεων ἤλεκτρον S.Ant. 1037

    (v.l.).
    2 on the side of, towards, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος towards Elis, Od.21.347; π. ἁλός, π. Θύμβρης, Il.10.428, 430;

    εἶναι π. θαλάσσης Hdt.2.154

    ;

    ἱδρῦσθαι π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.8.120

    ;

    ἐστρατοπεδεύοντο π. Ὀλύνθου Th.1.62

    , etc.; φυλακαὶ π. Αἰθιόπων, π. Ἀραβίων, π. Διβύης, on the frontier towards the Ethiopians, etc., Hdt.2.30: freq. with words denoting the points of the compass, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν π. βορέαο, αἱ δ' αὖ π. νότου one on the north side, the other on the south side, Od.13.110;

    οἰκέουσι π. νότου ἀνέμου Hdt.3.101

    ; π. ἄρκτου τε καὶ βορέω ἀνέμου κατοικημένοι ib. 102; π. μεσαμβρίης ib. 107; π. τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος (in such phrases the acc. is more common) Id.1.84;

    π. Πλαταιῶν Th. 3.21

    ;

    π. Νεμέας Id.5.59

    ; ἀπὸ τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ π. τοῦ λιμένος ἅπαν everything on the harbour- ward side of this road, IG12.892: combined with π. c. acc.,

    π. ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος Hdt.4.122

    ;

    τὸν μέν π. βορέω ἑστεῶτα, τὸν δὲ π. νότον Id.2.121

    , cf. 4.17.
    3 before, in presence of,

    μάρτυροι ἔστων π. τε θεῶν μακάρων π. τε θνητῶν ἀνθρώπων Il.1.339

    ;

    οὐδ' ἐπιορκήσω π. δαίμονος 19.188

    ; ποίτοῦ Ἀπόλλωνος .. ὑπίσχομαι prob. in IG22.1126.7 (Amphict. Delph., iv B. C.); ὑποσχομένους πρὸς τοῦ Διός ib.1237.16: hence,
    b in the eyes of,

    ἄδικον οὐδὲν οὔτε π. θεῶν οὔτε π. ἀνθρώπων Th.1.71

    , cf. X.An.1.6.6, etc.; ὅσιος π. θεῶν Lex ap.And.1.97; κατειπάτω.. ἁγνῶς π. τοῦ θεοῦ if he wishes to be pure in the sight of the god, SIG986.9, cf. 17 (Chios, v/iv B. C.);

    ὁ γὰρ καιρὸς π. ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει Pi.P.4.286

    .
    4 in supplication or adjuration, before, and so, in the name of,

    σε.. γουνάζομαι.. π. τ' ἀλόχου καὶ πατρός Od.11.67

    ;

    π. θεῶν πατρῴων S.Ant. 839

    (lyr.), etc.; ἱκετεύω, ἀντιβολῶ π. παίδων, π. γυναικῶν, etc., D.28.20, etc.: the verb is freq. omitted with π. θεῶν or τῶν θεῶν, E.Hec. 551, S.OT 1037, Ar.V. 760;

    π. τοῦ Διός Id.Av. 130

    : less freq. with other words,

    π. τῆς ἑστίας E.Fr.953.39

    ;

    π. Χαρίτων Luc.Hist.Conscr.14

    ;

    μὴ π. γενείου S.El. 1208

    ;

    μὴ π. ξενίας τᾶς σᾶς Id.OC 515

    (lyr.): sts. in questions, π. θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν; in heaven's name, D.1.15;

    π. τῆς Ἀθηνᾶς.. ; Din.1.45

    ;

    ἆρ' οὖν, ὦ π. Διός,.. ; Pl.R. 459a

    , cf. Ap. 26e: sts. in Trag. with the pron. σε between prep. and case,

    π. νύν σε πατρὸς π. τε μητρός.. ἱκνοῦμαι S.Ph. 468

    ;

    μὴ π. σε γονάτων E.Med. 324

    .
    5 of origin or descent, from, on the side of, γένος ἐξ Ἁλικαρνησσοῦ τὰ π. πατρός by the father's side, Hdt.7.99;

    Ἀθηναῖον.. καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός D.57.17

    , cf. Isoc.3.42, SIG1015.7 (Halic.); πρόγονοι ἢ π. ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν in the male or female line, Pl.Tht. 173d;

    ὁ πατὴρ π. μὲν ἀνδρῶν ἦν τῶν Εὐπατριδῶν Isoc.16.25

    ;

    οἱ συγγενεῖς τοῦ πατρὸς καὶ π. ἀνδρῶν καὶ π. γυναικῶν D.57.23

    ; οἱ π. αἵματος blood-relations, S.Aj. 1305;

    ἢ φίλων τις ἢ π. αἵματος φύσιν Id.El. 1125

    .
    II of effects proceeding from what cause soever:
    1 from, at the hand of, with Verbs of having, receiving, etc.,

    ὡς ἂν.. τιμὴν καὶ κῦδος ἄρηαι π. πάντων Δαναῶν Il.16.85

    , cf. 1.160, etc.;

    τιμὴν π. Ζηνὸς ἔχοντες Od.11.302

    ;

    δίδοι οἱ.. χάριν ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων Pi.O.7.90

    ;

    ἄνθεα τιμῆς πρὸς θνητῶν ἀνελέσθαι Emp.4.7

    ;

    φυλακῆς π. δήμου κυρῆσαι Hdt.1.59

    ;

    τυχεῖν τινος π. θεῶν A.Th. 550

    , cf. S.Aj. 527;

    λαχὼν π. δαιμόνων ὄλβον Pi.N.9.45

    ;

    κακόν τι π. θεῶν ἢ π. ἀνθρώπων λαβεῖν Hdt.2.139

    , etc.;

    μανθάνειν π. ἀστῶν S.OC13

    : with passive Verbs, προτὶ Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι to have been taught by.., Il.11.831, cf. S.OT 357;

    ἄριστα πεποίηται.. πρὸς Τρώων Il.6.57

    ; αἴσχε' ἀκούω π. Τρώων ib. 525, cf. Heraclit.79;

    ταῦτα.. π. τούτου κλύειν S.OT 429

    ;

    οὐ λέγεται π. οὐδαμῶν Hdt.1.47

    ; ἀτιμάζεσθαι, τετιμῆσθαι π. τινῶν, ib.61,2.75; also

    λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι π. τινῶν Id.1.120

    ; παθεῖν τι π. τινός at the hand of, ib.73;

    π. ἀλλήλοιν θανεῖν E. Ph. 1269

    , cf. S.OT 1237; π. τῆς τύχης ὄλωλεν ib. 949;

    τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Hdt.7.209

    ;

    αἰτηθέντες π. τινὸς χρήματα Id.8.111

    ;

    ἱμέρου βέλει π. σοῦ τέθαλπται A.Pr. 650

    : with an Adj. or Subst.,

    τιμήεσσα π. πόσιος Od.18.162

    ;

    ἐπίφθονος π. τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Hdt.7.139

    ;

    ἔρημος π. φίλων S.Ant. 919

    ;

    ἀπαθὴς π. ἀστῶν Pi.P.4.297

    ;

    πειθὼ π. τινός S.El. 562

    ;

    π. Τρώων.. κλέος εἶναι Il.22.514

    ; ἄρκεσις π. ἀνδρός, δόξα π. ἀνθρώπων, S.OC73, E.Heracl. 624 (lyr.);

    ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην π. Ἑλλησποντίων Hdt.4.144

    : with an Adv., οἶμαι γὰρ ἂν οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχειν οὔτε π. ὑμῶν οὔτε π. τῆς Ἑλλάδος I shall meet with no ingratitude at your hands, X.An.2.3.18, cf. Pl.R. 463d.
    2 of things, π. τίνος ποτ' αἰτίας [τέθνηκεν]; from of by what cause? S.OT 1236; π. ἀμπλακημάτων by or by reason of.., Id.Ant.51.
    III of dependence or close connexion: hence,
    1 dependent on one, under one's protection,

    π. Διός εἰσι ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.207

    ,14.57; δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας π. Διὸς εἰρύαται by commission from him, Il.1.239; π. ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις at the bidding of another, 6.456.
    2 on one's side, in one's favour, Hdt.1.75, 124, S.OT 1434, Tr. 479, etc.;

    π. τῶν ἐχόντων.. τὸν νόμον τίθης E.Alc. 57

    .
    IV of that which is derivable from: hence, agreeable to, becoming, like,

    τὰ τοιαῦτα ἔργα οὐ π. τοῦ ἅπαντος ἀνδρὸς νενόμικα γίνεσθαι, ἀλλὰπ. ψυχῆς τε ἀγαθῆς καὶ ῥώμης ἀνδρηΐης Hdt.7.153

    , cf.5.12; ἦ κάρτα π. γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ 'tis very like a woman, A.Ag. 592, cf. 1636;

    οὐ π. ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδάς S.Aj. 581

    , cf. Ar.V. 369, E.Hel. 950, etc.;

    π. σοῦ ἐστι Id.HF 585

    , etc.;

    οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου X.An. 1.2.11

    , etc.: of qualities, etc.,

    π. δυσσεβείας A.Ch. 704

    ; π. δίκης οὐδὲν τρέμων agreeably to justice, S.OT 1014, cf.El. 1211;

    οὐ π. τῆς ὑμετέρας δόξης Th.3.59

    ; ἐάν τι ἡμῖν π. λόγου ᾖ if it be at all to our purpose, Pl.Grg. 459c;

    εἰ τόδε π. τρόπου λέγω

    correctly,

    Id.R. 470c

    ; but π. τρόπου τι ὠνεῖσθαι buy at a reasonable price, Thphr.Char.30.12;

    τὰ γενήματα π. ἐλάσσονος τιμᾶς πωλῶν IG5(2).515.14

    ([place name] Lycosura); π. ἀγαθοῦ, π. κακοῦ τινί ἐστι or γίγνεται, it is to one's advantage or otherwise, Arist.Mu. 397a30, Arr.An.7.16.5, Hld.7.12; π. ἀτιμίας λαβεῖν τι to take a thing as an insult, regard it so, Plu.Cic.13;

    π. δέους λαβεῖν τι Id.Flam.7

    ; λαβεῖν τι π. ὀργῆς (v.l. ὀργήν) J.AJ8.1.3; μοι π. εὐκλείας γένοιτο ib. 18.7.7; τῷ δήμῳ π. αἰσχύνης ἂν ἦν, π. ὀνείδους ἂν ἦν τῇ πόλει, Lib.Decl.43.27,28.
    B WITH DAT., it expresses proximity, hard by, near, at,

    ποτὶ γαίῃ Od.8.190

    , 11.423;

    ποτὶ γούνασι Il.5.408

    ; ποτὶ δρυσίν among the oaks, 14.398 (nisi leg. περί)

    ; πρὸς ἄκμονι χαλκεύειν Pi.P.1.86

    ; ποτὶ γραμμᾷ στᾶσαί τινα ib.9.118; ἄγκυραν ποτὶ ναΐ κρημνάντων ib.4.24;

    δῆσαί τινα πρὸς φάραγγι A.Pr.15

    ;

    νεὼς καμούσης ποντίῳ π. κύματι Id.Th. 210

    ;

    π. μέσῃ ἀγορᾷ S.Tr. 371

    ;

    π. Ἀργείων στρατῷ Id.Aj.95

    ;

    π. πέδῳ κεῖται Id.OT 180

    (lyr.); θακεῖν π. ναοῖς ib.20, cf. A.Eu. 855;

    π. ἡλίου ναίουσι πηγαῖς Id.Pr. 808

    ;

    π. τῇ γῇ ναυμαχεῖν Th. 7.34

    ; ἐς μάχην καθίστασθαι π. (v.l. ὑπ')

    αὐτῇ τῇ πόλει Id.2.79

    ;

    τεῖχος π. τῇ θαλάσσῃ Id.3.105

    ;

    αἱ π. θαλάττῃ πόλεις X.HG4.8.1

    ; τὸ π. Αἰγίνῃ στράτευμα off Aegina, Th.1.105; Αίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ bordering on.., ib. 104; τὸ π. ποσί that which is close to the feet, before one, S.OT 130, etc.; θρηνεῖν ἐπῳδὰς π... πήματι over it, Id.Aj. 582; αἱ π. τῇ βάσει γωνίαι the angles at the base, Euc.1.5,al.;

    τὴν π. τῷ.. ιερῷ κρήνην IG22.338.13

    , cf. SIG1040.15 (Piraeus, iv B. C.), al.
    2 before, in the presence of, π. τοῖς θεσμοθέταις, π. τῷ διαιτητῇ λέγειν, D. 20.98,39.22;

    ὅσα π. τοῖς κριταῖς γέγονεν Id.21.18

    ;

    π. διαιτητῇ φεύγειν Id.22.28

    .
    3 with Verbs denoting motion towards a place, upon, against,

    ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245

    , Od.2.80;

    με βάλῃ.. ποτὶ πέτρῃ 5.415

    , cf. 7.279, 9.284;

    νῆας ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν 3.298

    , cf. 5.401; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ sinking on the ground, Il.20.420;

    ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Th.7.35

    .
    4 sts. with a notion of clinging closely, προτὶ οἷ λάβε clasped to him, Il.20.418;

    προτὶ οἷ εἷλε 21.507

    ;

    πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται Od.5.329

    ;

    προσπεπλασμένας.. π. ὄρεσι Hdt.3.111

    ; π. δμῳαῖσι κλίνομαι fall into the arms of.., S.Ant. 1189;

    π. τινί

    close to,

    Men. Epit. 204

    .
    II to express close engagement, at the point of,

    π. αὐτῷ γ' εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν S.OT 1169

    ; engaged in or about,

    π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Pl.Phd. 84c

    , cf. Phdr. 249c, 249d;

    ἂν π. τῷ σκοπεῖν.. γένησθε D.18.176

    ;

    ἀεὶ π. ᾧ εἴη ἔργῳ, τοῦτο ἔπραττεν X. HG4.8.22

    ; διατρίβειν or σχολάζειν π. τινί, Epicr.11.3 (anap.), Arist. Pol. 1308b36 (but

    π. ταῦτα ἐσχόλασα X.Mem.3.6.6

    );

    ὅλος εἶναι π. τῷ λήμματι D.19.127

    ;

    π. τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ γίγνεσθαι Aeschin.1.74

    ; τὴν διάνοιαν, τὴν γνώμην ἔχειν π. τινί, Pl.R. 500b, Aeschin.3.192; κατατάξαι αὐτὸν π. γράμμασιν, i.e. give him a post as clerk, PCair.Zen. 342.3 (iii B. C.);

    ὁ π. τοῖς γράμμασι τεταγμένος Plb.15.27.7

    , cf. 5.54.7, D.S.2.29,3.22;

    ἐπιμελητὴς π. τῇ εἰκασίᾳ τοῦ σησάμου PTeb.713.2

    , cf.709.1 (ii B. C.).
    III to express union or addition, once in Hom., ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ π. τοῖσί τε ὕπνος and besides them sleep, Od.10.68;

    π. τοῖς παροῦσιν ἄλλα

    in addition to,

    A.Pr. 323

    , cf. Pers. 531, Xenoph.8.3. Emp.59.3;

    ἄλλους π. ἑαυτῷ Th.1.90

    ; π. ταῖς ἡμετέραις [τριήρεσι] Id.6.90;

    δέκα μῆνας π. ἄλλοις πέντε S.Tr.45

    ;

    τρίτος.. π. δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς A.Pr. 774

    ; κυβερνήτης π. τῇ σκυτοτομίᾳ in addition to his trade of leather-cutter, Pl.R. 397e: freq. with neut. Adjs., π. τῷ νέῳ ἁπαλός besides his youth, Id.Smp. 195c, cf. Tht. 185e;

    π. τῷ βλαβερῷ καὶ ἀηδέστατον Id.Phdr. 240b

    ; π. τούτοισι besides this, Hdt.2.51, cf. A.Pers. 237 (troch.), etc.; rarely in sg.,

    π. τούτῳ Hdt.1.31

    ,41; π. τοῖς ἄλλοις besides all the rest, Th.2.61, etc.:—cf. the Advb. usage, infr. D.
    C WITH ACCUS., it expresses motion or direction towards an object:
    I of Place, towards, to, with Verbs of Motion,

    ἰέναι π. Ὄλυμπον Il.1.420

    ; ἰέναι π. δώματα, etc., Od.2.288, etc.;

    ἰέναι π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239

    ; φέρειν προτὶ ἄστυ, ἄγειν προτὶ Ἴλιον, etc., 13.538, 657, etc.; ἄγεσθαιπρὸς οἶκον, ἐρύεσθαι ποτὶ Ἴλιον, 9.147,18.174; ὠθεῖν, δίεσθαι προτὶ ἄστυ, 16.45, 15.681, etc.;

    ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα Od.8.374

    ;

    βαλεῖν ποτὶ πέτρας 12.71

    ;

    κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147

    ; ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν returned to his home, LXX Nu.24.25; κληθῆναι π. τὸ δεῖπνον (rarer than ἐπὶ δεῖπνον) Plu. Cat.Ma.3.
    2 with Verbs implying previous motion, upon, against, π. τεῖχος, π. κίονα ἐρείσας, Il.22.112, Od.8.66;

    ἅρματα.. ἔκλιναν π. ἐνώπια Il.8.435

    ;

    ἔγχος ἔστησε π. κίονα Od.1.127

    ;

    ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες 2.342

    ;

    ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι 22.334

    ;

    πρὸς γοῦνα καθέζετό τινος 18.395

    ;

    π. ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 278

    ;

    τὰ πολλὰ πατρὸς π. τάφον κτερίσματα S.El. 931

    ; χῶρον π. αὐτὸν τόνδ' dub. in Id.Ph.23; later,

    ἔστη π. τὸν στῦλον LXX 4 Ki.23.3

    ;

    ὁ ὄχλος π. τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν Ev.Marc.4.1

    ; π. ὑμᾶς παραμενῶ with you, 1 Ep.Cor.16.6;

    ἐκήδευσαν τὸν.. πατέρα.. π. τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς

    beside,

    Supp.Epigr.6.106

    ([place name] Cotiaeum).
    b of addition,

    ποὶ τὰν στάλαν ποιγραψάνσθω τάδε SIG56.46

    (Argos, v B. C.);

    ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63

    , cf. Hdt.6.125, X.HG1.5.6, Pl.Phlb. 33c, Arist.Rh. 1359b28; προσεδαπάνησε π. τὸ μερισθὲν αὐτῷ εἰς τὸ ἔλαιον ἐκ τῶν ἰδίων over and above the sum allotted to him, IG22.1227.9; προσετέθη π. τὸν λαὸν αὐτοῦ was gathered to his people, LXX Ge.49.33.
    3 with Verbs of seeing, looking, etc., towards,

    ἰδεῖν π. τινά Od.12.244

    , al.; ὁρᾶν, ἀποβλέπειν π. τι or τινά, A.Supp. 725, Ar.Ach. 291, etc.;

    ἀνταυγεῖ π. Ὄλυμπον Emp.44

    ; στάντε ποτὶ πνοιήν so as to face it, Il.11.622 (similarly, πέτονται πρὸς τὸ πνεῦμα against the wind, Arist.HA 597a32); κλαίεσκε π. οὐρανόν cried to heaven, Il.8.364: freq. of points of the compass, π. ζόφον κεῖσθαι lie towards the West, Od.9.26;

    ναίειν π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε 13.240

    ;

    στάντα π. πρώτην ἕω S.OC 477

    ; so in Prose,

    π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt. 1.201

    , cf. 4.40;

    π. βορέην τε καὶ νότον Id.2.149

    ; also

    ἀκτὴ π. Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης Id.6.22

    (v. supr. A. 1.2); π. ἥλιον facing the sun, and so, in the sunlight, Ar.V. 772; so π. λύχνον by lamplight, Id. Pax 692, Jul.Ep.4;

    π. τὸ λύχνον Hippon.22

    Diehl, cf. Arist.Mete. 375a27;

    πὸτ τὸ πῦρ Ar.Ach. 751

    ;

    πρὸς τὸ πῦρ Pl.R. 372d

    , cf. Arist.Pr. 870a21; π. φῶς in open day, S.El. 640; but, by torch-light, Plu.2.237a.
    4 in hostile sense, against,

    π. Τρῶας μάχεαι Il.17.471

    ;

    ἐστρατόωνθ'.. π. τείχεα Θήβης 4.378

    ; π. δαίμονα against his will, 17.98;

    βεβλήκει π. στῆθος 4.108

    ;

    γούνατ' ἐπήδα π. ῥόον ἀΐσσοντος 21.303

    ;

    χρὴ π. θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pi.P.2.88

    ;

    π. τοὐμὸν σπέρμα χωρήσαντα S.Tr. 304

    ;

    ἐπιέναι π. τινάς Th.2.65

    ;

    ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες π. τε ἀλλήλους καὶ τὸν βάρβαρον Id.1.118

    ;

    ἀγωνίζεσθαι π. τινά Pl.R. 579c

    ;

    ἀντιτάττεσθαι π. πόλιν X.Cyr.3.1.18

    : also in argument, in reply to,

    ταῦτα π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Pl.Prt. 345c

    ; and so in the titles of judicial speeches, πρός τινα in reply to, less strong than κατά τινος against or in accusation, D.20 tit., etc.;

    μήτε π. ἐμὲ μήτε κατ' ἐμοῦ δίκην εἶναι Is.11.34

    .
    5 without any hostile sense,

    π. ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον Il.3.155

    ,cf.5.274,11.403,17.200;

    π.ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι Od.17.584

    ; λέγειν, εἰπεῖν, φράζειν π. τινά, Hdt. 1.8,90, Ar.V. 335, Nu. 359;

    ἀπαγγεῖλαι π. τινάς A.Ch. 267

    ;

    μνησθῆναι π. τινά Lys.1.19

    , etc.;

    ἀμείψασθαι π. τινά Hdt.8.60

    codd.;

    ἀποκρίνεσθαι π. τινάς Ar.Ach. 632

    , Th.5.42; ὤμοσε δὲ π. ἔμ' αὐτόν he swore to me, Od.14.331: π. sts. governs the reflex. pron.,

    διαλογίζεσθαι π. ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45

    ; ἀναμνήσθητε, ἐνθυμήθητε π. ὑμᾶς αὐτούς, Isoc.6.52, 15.60;

    π. ἐμαυτὸν.. ἐλογιζόμην Pl.Ap. 21d

    ; μινύρεσθαι, ἄδειν π. ἑαυτόν, Ar.Ec. 880, 931;

    ἐπικωκύω.. αὐτὴ π. αὑτήν S.El. 285

    .
    b π. σφέας ἔχειν δοκέουσι, i.e. they think they are pregnant, Hp.Nat.Puer. 30.
    6 of various kinds of intercourse or reciprocal action, π... Διομήδεα τεύχε' ἄμειβεν changed arms with Diomedes, Il.6.235;

    ὅσα.. ξυμβόλαια.. ἦν τοῖς ἰδιώταις π. τοὺς ἰδιώτας ἢ ἰδιώτῃ π. τὸ κοινόν IG12.116.19

    ; σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι π. τινά, Th.4.15, Plb.1.17.6;

    ξυγχωρεῖν π. τινάς Th.2.59

    ;

    γίγνεται ὁμολογία π. τινάς Id.7.82

    , cf. Hdt. 1.61;

    π. τινὰς ξυμμαχίαν ποιεῖς θαι Th.5.22

    ;

    π. ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ π. τοὺς ἄλλους.. εἰρήνην ἦγον Isoc.7.51

    ;

    π. ἀλλήλους ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα A.Pr. 491

    ; also

    σαίνειν ποτὶ πάντας Pi.P.2.82

    , cf. O.4.6;

    παίζειν πρός τινας E.HF 952

    , etc.;

    ἀφροδισιάζειν π. τινά X.Mem.1.3.14

    ;

    ἀγαθὸς γίγνεσθαι π. τινά Th.1.86

    ;

    εὐσεβὴς π. τινὰς πέλειν A.Supp. 340

    ; διαλέγεσθαι π. τινά converse with.., X.Mem.1.6.1, Aeschin.2.38,40, 3.219;

    κοινοῦσθαι π. τινάς Pl.Lg. 930c

    ;

    π. τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2

    ; διαλογίζεσθαι π. τινά balance accounts with.., D.52.3, cf. SIG241.127 (Delph., iv B. C.);

    ἃ ἔχει διελόμενος π. τὸν ἀδελφόν IG12(7).55.8

    (Amorgos, iv/iii B. C.), cf. D. 47.34.
    b in phrases of the form ἡ π. τινὰ εὔνοια (ἔχθρα, etc.), π. sts. means towards, as ἡ π. αὑτοὺς φιλία the affection of their wives towards or for them, X.Cyr.3.1.39;

    ἡ π. ὑμᾶς ἔχθρα Id.HG3.5.10

    ;

    ἡ ἀπέχθεια ἡ π. τοὺς πλουσίους Arist.Pol. 1305a23

    ;

    τὴν π. τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν D.18.314

    , cf. SIG352.13 (Ephesus, iv/iii B. C.), al.;

    φυσικαὶ τοκέων στοργαὶ π. τέκνα ποθεινά IG12(5).305.13

    ([place name] Paros): but sts. at the hands of, ἡ π. τὸ θεῖον εὐμένεια the favour of the gods, Th.5.105; φθόνος τοῖς ζῶσι π. τὸ ἀντίπαλον jealousy is incurred by the living at the hands of their rivals, Id.2.45; τὴν ἀπέχθειαν τὴν π. Θηβαίους.. τῇ πόλει γενέσθαι the hostility incurred by Athens at the hands of the Thebans, D.18.36, cf.6.3, 19.85; τῇ φιλίᾳ τῇ π. τὸν τετελευτηκότα the friendship with (not 'affection for') the deceased, Is.1.17, cf. Pl.Ap. 21c, 28a, Isoc.15.101,19.50, Lycurg.135, Din.1.19, etc.;

    τίνος ὄντος ἐμοὶ π. ὑμᾶς ἐγκλήματος; Lys.10.23

    , cf. 16.10;

    τιμώμενος.. διὰ τὴν π. ὑμᾶς πίστιν Din.3.12

    , cf. Lys.12.67, D.20.25; τῷ φόβῳ τῷ π. ὑμᾶς the fear inspired by you, Id.25.93; τῇ π. Ῥωμαίους εὐνοία his popularity with the Romans, Plb.23.7.5.
    7 of legal or other business transacted before a magistrate, witness, etc.,

    τάδε ὁ σύλλογος ἐβουλεύσατο.. π. μνήμονας SIG45.8

    (Halic., v B. C.), cf. IG7.15.1 (Megara, ii B. C.); γράφεσθαι αὐτὸν κλοπῆς.. π. τοὺς ἐπιμελητάς ib.12.65.46; ἀτέλειαν εἶναι αὐτῷ καὶ δίκας π. τὸν πολέμαρχον ib.153.7; λόγον διδόντων τῶν.. χρημάτων.. π. τοὺς λογιστάς ib.91.27; before a jury,

    ἔστι δὲ τούτοις μὲν π. ὑμᾶς ἁγών, ὑμῖν δὲ π. ἅπασαν τὴν πόλιν Lys. 26.14

    ;

    ἀντιδικῆσαι τῷ παιδὶ.. π. ὑμᾶς Is.11.19

    codd. (dub.); before a witness to whom an appeal for corroboration is made, Id.3.25;

    ὀμόσαντες πὸ (τ) τὸν θεόν Schwyzer 418.11

    ([place name] Elis); φέρρεν αὐτὸν πὸ (τ) τὸν Δία in the eyes of Zeus, ib.415.7(ibid.); λαχεῖν πρὸς τὸν ἄρχοντα, γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας, D.43.15, Lex ib.21.47, cf. Arist.Ath.56.6;

    τοῖς ἐμπόροις εἶναι τὰς δίκας π. τοὺς θεσμοθέτας D.33.1

    ; θέντων τὰ.. ποτήρια.. π. Πολύχαρμον having pawned the cups with P., IPE12.32A15 (Olbia, iii B. C.); also

    διαβάλλειν τινὰ π. τοὺς πολλούς X. Mem. 1.2.31

    , cf. D.7.33.
    II of Time, towards or near a certain time, at or about,

    ποτὶ ἕσπερα Od.17.191

    ;

    ποτὶἕσπερον Hes.Op. 552

    ;

    πρὸς ἑσπέραν Pl.R. 328a

    ;

    ἐπεὶ π. ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22

    ;

    π. ἡμέραν Id.An.4.5.21

    ;

    π. ὄρθρον Ar.Lys. 1089

    ; ποτ' ὄρθρον (nisi leg. πότορθρον) Theoc.5.126, Erinn. in PSI9.1090.48 + 8 (p.xii);

    πρὸς ἕω Ar.Ec. 312

    ; π.ἀῶ ἐγρέσθαι, π. ἡμέραν ἐξεγρέσθαι, Theoc.18.55, Pl.Smp. 223c; π. γῆρας, π. τὸ γῆρας, in old age, E.Med. 592, Pl.Lg. 653a; π. εὐάνθεμον φυάν in the bloom of life, Pi.O.1.67; μέχρις ὅτου π. γυναῖκας ὦσι, i.e.of marriageable age, IG22.1368.41: later, π.τὸ παρόν for the moment, Luc.Ep. Sat.28, etc.; v. infr. 111.5.
    III of Relation between two objects,
    1 in reference to, in respect of, touching, τὰ π. τὸν πόλεμον military matters, equipments, etc., Th.2.17, etc.; τὰ π. τὸν βασιλέα our relations to the King, D.14.2; τὰ π. βασιλέα πράγματα the negotiations with the King, Th.1.128; τὰ π. τοὺς θεούς our relations, i.e. duties, to the gods, S.Ph. 1441;

    μέτεστι π. τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον.. ἐλευθέρως δὲ τὰ π. τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37

    ;

    οὐδὲν διοίσει π. τὸ γενέσθαι..

    in respect of..,

    Arist.APr. 24a25

    , cf. Pl.Phd. 111b; ἕτερος λόγος, οὐ π. ἐμέ that is another matter, and does not concern me, D.18.44, cf. 21,60, Isoc.4.12; τῶν φορέτρων ὄντων π. ἐμέ freightage shall be my concern, i.e. borne by me, PAmh.91.18 (ii A. D.);

    π. τοῦτον ἦν ἡ τῶν διαφόρων πρᾶξις LXX 2 Ma.4.28

    ; ἐὰν.. βοᾷ καὶ σχετλιάζῃ μηδὲν π. τὸ πρᾶγμα, nihil ad rem, D.40.61; οὐδὲν π. τὸν Διόνυσον Prov. ap.Plb.39.2.3, Suid.; οὐδὲν αὐτῷ π. τὴν πόλιν ἐστίν he owes no reckoning to the State, D.21.44;

    λόγος ἐστὶν ἐμοὶ π. Ἀθηναίους Philonid. 1

    D.;

    π. Ἰάσονά ἐστιν αὐτῷ περὶ τῆς τιμῆς PHamb.27.8

    (iii B. C.), cf. PCair.Zen.150.18 (iii B. C.); ἔσται αὐτῷ π. τὸν Θεόν (sc. ὁ λόγος ) he shall have to reckon with God, Supp.Epigr.6.188, cf. 194, al. ([place name] Eumenia); without αὐτῷ, ib.236 ([place name] Phrygia);

    ἔσται π. τὴν Τριάδαν MAMA1.168

    , cf. Supp.Epigr.6.302 (Laodicea Combusta); ἕξει π. τὸν Θεόν ib.300, al. (ibid.); ἕξει π. τὴν ἐωνίαν κρίσιν ib.4.733 ([place name] Eukhaita), cf. 6.841 ([place name] Cyprus);

    π. πολλοὺς ἔχων ἀγωνιστάς Suid.

    s.v. ὅσα μῦς ἐν πίσσῃ, cf. 2 Ep.Cor.5.12: with Advbs.,

    ἀσφαλῶς ἔχειν π. τι X.Mem.1.3.14

    , etc.; [τὸ or τὰ] πρός τι, the relative term or terms, Arist.Cat. 1b25, 6a36, al.; τὸ π. τι, Pythag. name for two, Theol.Ar.8; π. ἡμᾶς relatively to us, opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 72a1; ὀρθὸς πρός or ποτί c. acc., perpendicular to, Archim.Sph.Cyl.2.3, Spir.20; ἁ Δζ ποτὶ τὰν ΑΔ ἀμβλεῖαν ποιεῖ γωνίαν ib.16.
    2 in reference to, in consequence of,

    πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα Hdt.3.52

    , cf. 4.161;

    π. τὴν φήμην

    in view of..,

    Id.3.153

    , cf. Th.8.39;

    χαλεπαίνειν π. τι Id.2.59

    ;

    ἀθύμως ἔχειν π. τι X.HG4.5.4

    , etc.: with neut. Pron.,

    π. τί;

    wherefore? to what end?

    S.OT 766

    , 1027, etc.; π. οὐδέν for nothing, in vain, Id.Aj. 1018; π. οὐδὲν ἀναγκαῖον unnecessarily, Sch.Il.9.23;

    π. ταῦτα

    therefore, this being so,

    Hdt.5.9

    ,40, A.Pr. 915, 992, S.OT 426, etc.; cf. οὗτος c. v111.1b.
    3 in reference to or for a purpose,

    ἕστηκεν.. μῆλα π. σφαγάς A.Ag. 1057

    ; χρήσιμος, ἱκανὸς π. τι, Pl.Grg. 474d, Prt. 322b;

    ὡς π. τί χρείας; S.OT 1174

    , cf. OC71, Tr. 1182;

    ἕτοιμος π. τι X.Mem.4.5.12

    ;

    ἱκανῶς ὡς π. τὴν παροῦσαν χρείαν Arist. Cael. 269b21

    ;

    ἢν ἀρήγειν φαίνηται π. τὴν σύμπασαν νοῦσον Hp.Acut. 60

    ; ποιεῖ π. ἐπιλημπτικούς is efficacious for cases of epilepsy, Dsc.1.6;

    ἐθέλοντες τὰ π. τὴν νοῦσον ἡδέα μᾶλλον ἢ τὰ π. τὴν ὑγιείην προσδέχεσθαι Hp. de Arte7

    .
    b with a view to or for a future time,

    ὅπως.. γράμματα δῷ π. ἢν ἂν ἡμέραν ἑκάτεροι παραγίνωνται SIG679.62

    (Senatus consultum, ii B. C.);

    θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα π. πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα Plu.Per.13

    .
    c = πρός B. 11,

    ἐγίνετο π. ἀναζογήν Plb.3.92.8

    ;

    ὄντων π. τὸ κωλύειν Id.1.26.3

    , cf. 1.29.3, al., Plu.Nic.5.
    4 in proportion or relation to, in comparison with,

    κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι π. τὸν πατέρα Κῦρον Hdt.3.34

    ;

    ἔργα λόγου μέζω π. πᾶσαν χώρην Id.2.35

    ;

    π. πάντας τοὺς ἄλλους Id.3.94

    , 8.44;

    πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως.. π. τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι Th.1.10

    , cf. Pi.O.2.88, Pl. Prt. 327d, 328c, Phd. 102c, etc.; π. τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν the mean between.., Th.1.10;

    τὸ κάλλιστον τῶν ἔργων π. τὸ αἴσχιστον συμβαλεῖν Lycurg.68

    ;

    ἓν π. ἓν συμβάλλειν Hdt.4.50

    ; also

    ἔχεις π. τὰ ἔτη μέλαιναν τὴν τρίχα Thphr. Char.2.3

    ;

    ἐνδεεστέρως ἢ π. τὴν ἐξουσίαν Th.4.39

    : also of mathematical ratio, οἷος ὁ πρῶτος (sc. ὅρος)

    ποτὶ τὸν δεύτερον, καὶ ὁ δεύτερος ποτὶ τὸν τρίτον Archyt.2

    , cf. Philol.11, Pl.Ti. 36b, Arist.Rh. 1409a4, al., Euc. 5 Def.4, etc.; πρὸς παρεὸν.. μῆτις ἀέξεται ἀνθρώποισι in proportion to the existing (physical development), Emp.106: also of price, value, πωλεῖσθαι δὶς π. ἀργύριον sells twice against or relatively to silver, i.e. for twice its weight in silver, Thphr.HP9.6.4;

    πωλεῖται ὁ σταθμὸς αὐτοῦ π. διπλοῦν ἀργύριον Dsc.1.19

    ; [ἡ μαργαρῖτις λίθος] πωλεῖται.. π. χρυσίον for its weight in gold, Androsthenes ap.Ath.3.93b: metaph.,

    π. ἀρετήν Pl.Phd. 69a

    ; ὅπως π. τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσι on the basis of the price of barley, Arist.Ath.51.3; ἐξέστω αὐτοῦ ἀπογραφὴ τῆς οὐσίας π. τοῦτο τὸ ἀργύριον Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ property equal in value to this silver, IG22.1013.14, cf. PHib. 1.32.9 (iii B. C.), IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.);

    τῶν ἐγγύων τῶν ἐγγυωμένων π. [αὐτὰ] τὰ κτήματα SIG364.42

    (Ephesus, iii B. C.);

    θέντων τὰ ποτήρια π. χρυσοῦς ἑκατόν IPE12.32A16

    (Olbia, iii B. C.); τοὺς ἀπαγομένους εἰς φυλακὴν π. τὰ χρέα imprisoned for debt, Plb. 38.11.10, cf. 1.72.5, 5.27.4,5,7,5.108.1, PTeb.707.9 (ii B. C.);

    τοὺς π. καταδίκας ἐκπεπτωκότας Plb.25.3.1

    , cf. SIG742.31 (Ephesus, i B. C.);

    ἐγδίδομεν τὸ ἔργον.. π. χαλκόν IG7.3073.6

    (Lebad., ii B. C.), cf. PSI5.356.7 (iii B. C.), PTeb. 825 (a).16 (ii B. C.), Sammelb.5106.3 (ii B. C.);

    οἷον π. ἀργύριον τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι Jul. Or.1.42b

    ; π. ἅλας ἠγορασμένος, i.e. 'dirt cheap', Men.828 (also π. ἅλα δειπνεῖν καὶ κύαμον, i.e. dine frugally, take pot-luck, Plu.2.684f); so

    ἡδονὰς π. ἡδονὰς.. καταλλάττεσθαι Pl.Phd. 69a

    ; of measurements of time by the flow from the clepsydra,

    π. ἕνδεκα ἀμφορέας ἐν διαμεμετρημένῃ τῇ ἡμέρᾳ κρίνομαι Aeschin.2.126

    , cf. Arist.Ath.67.2,3,69.2;

    λεγέσθω τᾶς δίκας ὁ μὲν πρᾶτος λόγος ἑκατέροις ποτὶ χόας δεκαοκτώ SIG953.17

    (Calymna, ii B. C.); λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος ib.683.60 (Olympia, ii B. C.); π. κλεψύδραν Eub.p.182 K., Epin. 2;

    π. κλεψύδρας Arist.Po. 1451a8

    ;

    π. ὀλίγον ὕδωρ ἀναγκαζόμενος λέγειν D.41.30

    ; hence later, π. ὀλίγον for a short time,

    ἐπανεῖναι π. ὀλίγον τὴν πολιορκίαν J.BJ5.9.1

    , cf. Alex.Aphr. in Top.560.2, Hld.2.19, POxy67.14 (iv A.D.), Orib.Fr.116, Gp.4.15.8; π.ὀλίγον καιρόν, χρόνον, Antyll. ap. Orib.9.24.26, Paul.Aeg.Prooem.; π. ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan;

    μήτηρ δ' ἦν π. μικρόν Sammelb. 7288.4

    ([place name] Ptolemaic);

    π. βραχύ Jul.Or.1.47b

    (but π. βραχὺ παρηβηκυίας (by) a little past their best, Gp.4.15.3);

    π. βραχὺν καιρόν Iamb. Protr. 21

    .

    κα'; π. τὸ ἀκαρές Porph.Gaur.3.3

    ;

    π. μίαν ἢ δευτέραν ἡμέραν Dsc. 2.101

    , cf. Sor.1.56;

    π. δύο ἡμέρας ἐκοίμησα ἐκεῖ BGU775.8

    (ii A. D.);

    π.μόνην τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν Sammelb. 7399

    (ii A.D.), cf. M.Ant.12.4;

    προστιμάσθω π. χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅσον ἂν δόξῃ IG22.1368.89

    .
    5 in or by reference to, according to, in view of,

    π. τὸ παρεὸν βουλεύεσθαι Hdt. 1.20

    , cf. 113, Th.6.46,47, IG22.1.20, etc.;

    π. τὴν παροῦσαν ἀρρωστίαν Th.7.47

    ;

    ἵνα π. τὸν ὑπάρχοντα καιρὸν ἕκαστα θεωρῆτε D.18.17

    , cf. 314, etc.;

    εἴ τι δεῖ τεκμαίρεσθαι π. τὸν ἄλλον τρόπον Id.27.22

    ; τοῖς π. ὑμᾶς ζῶσι those who live with your interests in view, Id.19.226;

    ἐλευθέρου τὸ μὴ π. ἄλλον ζῆν Arist.Rh. 1367a32

    ;

    π. τοῦτον πάντ' ἐσκόπουν, π. τοῦτον ἐποιοῦντο τὴν εἰρήνην D.19.63

    ; τὸ παιδεύεσθαι π. τὰς πολιτείας suitably to them, Arist.Pol. 1310a14; ὁρῶ.. ἅπαντας π. τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν δικαίων ἀξιουμένους according to their power, D.15.28;

    π. τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα

    according to..,

    E.Hipp. 701

    ; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc.); τὸν δικαστὰν ὀμνύντα κρῖναι πορτὶ τὰ μωλιόμενα having regard to the pleadings, Leg.Gort.5.44, cf. 9.30; αἱ ἀρχαὶ.. πρὸς τὰ κατεσκευασμένα σύμβολα σηκώματα ποιησάμεναι after making weights and measures in accordance with, or by reference to, the established standards, IG22.1013.7; π. τὰ στάθμια τὰ ἐν τῷ ἀργυροκοπίῳ as measured by the weights in the mint, ib. 30, cf. PAmh.43.10 (ii B. C.); [Εόλων] ἐποίησε σταθμὰ π. τὸ νόμισμα made (trade-) weights on the basis of (i.e. proportional to) the coinage, Arist.Ath.10.2;

    ὀρθὸν π. τὸν διαβήτην IG22.1668.9

    , cf. 95,7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); π. τὸ δικαιότατον in accordance with the most just principle, D.C.Fr.104.6.
    6 with the accompaniment of musical instruments,

    π. κάλαμον Pi.O.10(11).84

    ; π. αὐλόν or τὸν αὐλόν, E.Alc. 346, X.Smp.6.3, etc.;

    π. λύραν.. ᾄδειν SIG662.13

    (Delos, ii B. C.); π. ῥυθμὸν ἐμβαίνειν to step in time, D.S.5.34.
    7 [full] πρός c.acc. freq. periphr. for Adv., π. βίαν, = βιαίως, under compulsion,

    νῦν χρὴ.. τινα π. βίαν πώνην Alc.20

    (s.v.l.);

    π. βίαν ἐπίνομεν Ar.Ach.73

    ;

    τὸ π. βίαν πίνειν ἴσον πέφυκε τῷ διψῆν κακόν S.Fr. 735

    ; ἥκω.. π. βίαν under compulsion, Critias 16.10 D.; by force, forcibly, A.Pr. 210, 355, etc.; οὐ π. βίαν τινός not forced by any one, Id.Eu.5 (but also, in spite of any one, S.OC 657);

    π. τὸ βίαιον A.Ag. 130

    (lyr.);

    π. τὸ καρτερόν Id.Pr. 214

    ; π. ἀλκήν, π. ἀνάγκαν, Id.Th. 498, Pers. 569 (lyr.);

    οὐ διαχωρέεει [ἡ γαστὴρ] εἰ μὴ π. ἀνάγκην Hp. Prog.8

    ,19;

    π. ἰσχύος κράτος S.Ph. 594

    ;

    π. ἡδονὴν εἶναί τινι A.Pr. 494

    ; π. ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, so as to please, Th.2.65, S.El. 921, D.4.38, cf. E.Med. 773;

    οἱ πάντα π. ἡδονὴν ἐπαινοῦντες Arist.EN 1126b13

    ;

    ἅπαντα π. ἡδ. ζητεῖν D.1.15

    , cf. 18.4; λούσασθαι τὸ σῶμα π. ἡδ. as much or little as one like s, Hp.Mul.2.133;

    πίνειν π. ἡδ. Pl. Smp. 176e

    ; π. τὸ τερπνόν calculated to delight, Th.2.53; π. χάριν so as to gratify,

    μήτε π. ἔχθραν ποιεῖσθαι λόγον μήτε π. χ. D.8.1

    , cf. S.OT 1152;

    π. χάριν δημηγορεῖν D.3.3

    , etc.: c. gen. rei, π. χάριν τινός for the sake of,

    π. χ. βορᾶς S.Ant.30

    , cf. Ph. 1156 (lyr.);

    π. ἰσχύος χ.

    by means of,

    E.Med. 538

    ; π. ὀργήν with anger, angrily, S.El. 369, Th.2.65, D.53.16 (v.l.);

    π. ὀργὴν ἐλθεῖν τινι Id.39.23

    , etc.; π. τὸ λιπαρές importunately, S.OC 1119;

    π. εὐσέβειαν Id.El. 464

    ; π. καιρόν seasonably, Id.Aj.38, etc.;

    π. φύσιν Id.Tr. 308

    ; π. εὐτέλειαν cheaply, Antiph.226.2; π. μέρος in due proportion, D.36.32;

    π. ὀλίγον μέρος Gp.2.15.1

    ; τέτραπτο π. ἰθύ οἱ straight towards him, Il.14.403; π. ὀρθὰς (sc. γωνίας ( .. τῇ AEB at right angles to, Arist.Mete. 373a14, cf. Euc.1.11, Archim.Sph.Cyl.1.3;

    π. ὀρθὴν τέμνουσα Arist.Mete. 363b2

    ; π. ἀχθηδόνα, π. ἀπέχθειαν, Luc.Tox.9, Hist.Conscr.38; γυνὴ π. ἀλήθειαν οὖσα in truth a woman, a very woman, Ath.15.687a, cf. Luc. JTr.48, Alex.61: c. [comp] Sup., π. τὰ μέγιστα in the highest degree, Hdt.8.20.
    8 of Numbers. up to, about, Plb.16.7.5, etc.: cf. πρόσπου.
    D ABS. AS ADV., besides, over and above; in Hom. always π. δέ or ποτὶ δέ, Il.5.307, 10.108, al., cf. Hdt.1.71, etc.; π. δὲ καί ib. 164, 207;

    π. δὲ ἔτι Id.3.74

    ;

    καὶ π. Id.7.154

    , 184, prob. in A.Ch. 301, etc.;

    καὶ π. γε E.Hel. 110

    , Pl.R. 328a, 466e;

    καὶ.. γε π. A.Pr.73

    ;

    καὶ δὴ π. Hdt.5.67

    ; freq. at the end of a second clause,

    τάδε λέγω, δράσω τε π. E.Or. 622

    ;

    ἀλογία.., καὶ ἀμαθία γε π. Pl.Men. 90e

    , cf. E.Ph. 610;

    ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι π. D.4.28

    , cf. 22.60.
    I motion towards, as προσάγω, προσέρχομαι, etc.
    II addition, besides, as προσκτάομαι, προσδίδωμι, προστίθημι, etc.
    III a being on, at, by, or beside: hence, a remaining beside, and metaph. connexion and engagement with anything, as πρόσειμι, προσγίγνομαι, etc.
    F REMARKS,
    1 in poetry πρός sts. stands after its case and before an attribute,

    ποίμνας βουστάσεις τε π. πατρός A.Pr. 653

    , cf. Th. 185, S.OT 178 (lyr.), E.Or.94; ἄστυ πότι (or ποτὶ)

    σφέτερον Il.17.419

    , cf. Pi.O.4.5.
    2 in Hom. it is freq. separated from its Verb by tmesis.
    3 sts. (in violation of the rule given by A.D.Synt.127.8, Pron.42.5) followed by an enclit. Pron.,

    πρός με S.Aj. 292

    , Ar.Pl. 1055, D.18.14 (v.l.), Men.978, Pk.77, Com.Adesp.15.25 D., 22.68 D., etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρός

  • 6 σωτήρ

    σωτήρ, ῆρος, ὁ (σῴζω) one who rescues, savior, deliverer, preserver, as a title of divinities Pind., Aeschyl.+; ins, pap; TestSol 17:4. This was the epithet esp. of Asclepius, the god of healing (Ael. Aristid. 42, 4 K. ς. τῶν ὅλων; OGI 332, 9 [138–133 B.C.], s. note 8; SIG 1112, 2; 1148); Celsus compares the cult of Ascl. w. the Christian worship of the Savior (Origen, C. Cels. 3, 3). Likew. divinities in the mystery religions, like Sarapis and Isis (Σαράπιδι Ἴσιδι Σωτῆρσι: OGI 87; Sb 597 [both III B.C.]; Sb 169 [Ptolemaic times]; 596; CIG 4930b [I B.C.]), as well as Heracles (τῆς γῆς κ. τῶν ἀνθρώπων ς.: Dio Chrys. 1, 84) or Zeus (Ael. Aristid. 52 p. 608 D.: Ζεὺς ὁ ς.).—GAnrich, Das antike Mysterienwesen 1894, 47ff; GWobbermin, Religionsgesch. Studien 1896, 105ff.—In gnostic speculation: ὁ ς. = ὁ παράκλητος Iren. 1, 4, 5 (Harv. I, 38, 9). The LXX has σωτήρ as a term for God; so also ApcSed 13:6 p. 135, 29 Ja.; and so do Philo (s. MDibelius, Hdb., exc. on 2 Ti 1:10) and SibOr 1, 73; 3, 35; but ς. is not so found in EpArist, Test12Patr, or Josephus (s. ASchlatter, Wie sprach Jos. von Gott? 1910, 66).—At an early date σωτήρ was used as a title of honor for deserving pers. (s. X., Hell. 4, 4, 6, Ages. 11, 13; Plut., Arat. 53, 4; Herodian 3, 12, 2.—Ps.-Lucian, Ocyp. 78 in an address to a physician [s. θεός 4a]; JosAs 25:6 [of Joseph]; the same phrase IXanthos p. 45 no. 23, 3f, of Marcus Agrippa [I B.C.]; Jos., Vi. 244; 259 Josephus as εὐεργέτης καὶ σωτήρ of Galilee), and in ins and pap we find it predicated of high-ranking officials and of persons in private life. This is never done in our lit. But outside our lit. it is applied to personalities who are active in the world’s affairs, in order to remove them fr. the ranks of ordinary humankind and place them in a significantly higher position. For example, Epicurus is called σωτήρ by his followers (Philod.: pap, Herc. 346, 4, 19 ὑμνεῖν τὸν σωτῆρα τὸν ἡμέτερον.—ARW 18, 1930, 392–95; CJensen, Ein neuer Brief Epikurs: GGAbh. III/5, ’33, 80f). Of much greater import is the designation of the (deified) ruler as ς. (Ptolemy I Soter [323–285 B.C.] Πτολεμαῖος καὶ Βερενίκη θεοὶ Σωτῆρες: APF 5, 1913, 156, 1; see Sb 306 and oft. in later times, of Roman emperors as well [Philo, In Flacc. 74; 126, Leg. ad Gai. 22; cp. Jos., Bell. 3, 459]).—PWendland, Σωτήρ: ZNW 5, 1904, 335ff; Magie 67f; HLietzmann, Der Weltheiland 1909; WOtto, Augustus Soter: Her 45, 1910, 448–60; FDölger, Ichthys 1910, 406–22; Dssm., LO 311f (LAE 368f); ELohmeyer, Christuskult u. Kaiserkult 1919; Bousset, Kyrios Christos2 1921, 241ff; EMeyer III 392ff; E-BAllo, Les dieux sauveurs du paganisme gréco-romain: RSPT 15, 1926, 5–34; KBornhausen, Der Erlöser 1927; HLinssen, Θεος Σωτηρ, diss. Bonn 1929=Jahrb. f. Liturgiewiss. 8, 1928, 1–75; AOxé, Σωτήρ b. den Römern: WienerStud 48, 1930, 38–61; WStaerk, Soter, I ’33; II ’38. S. also GHerzog-Hauser, Soter … im altgriech. Epos ’31; ANock, s.v. εὐεργέτης.—CColpe, Die Religionsgeschichtliche Schule ’61 (critique of some of the lit. cited above); FDanker, Benefactor ’82.
    of God ὁ θεὸς ὁ σωτήρ μου (Ps 24:5; 26:9; Mi 7:7 al.) Lk 1:47. θεὸς ς. ἡμῶν 1 Ti 1:1; Jd 25. ὁ ς. ἡμῶν θεός 1 Ti 2:3; Tit 1:3; 2:10; 3:4. ς. πάντων ἀνθρώπων μάλιστα πιστῶν 1 Ti 4:10 (cp. PPetr III, 20 I, 15 [246 B.C.] πάντων σωτῆρα and s. above Heracles as τῶν ἀνθρώπων ς. and in b below Sarapis). ὁ τῶν ἀπηλπισμένων σωτήρ the Savior of those in despair 1 Cl 59:3.
    of Christ (Just., A I, 33, 7 τὸ … Ἰησοῦς … σωτὴρ τῇ Ἑλληνίδι διαλέκτῳ δηλοῖ) Lk 2:11; Ac 13:23; Phil 3:20; Dg 9:6; Ox 840, 12; 21 (restored); 30; GMary 463, lines 4, 8, 18, 22, 31; Ox 1081, 27 (SJCh 90, 4); Qua. W. ἀρχηγός Ac 5:31; 2 Cl 20:5 (ἀρχηγὸς τῆς ἀφθαρσίας). σωτὴρ τοῦ σώματος Savior of the body (i.e. of his body, the Christian community) Eph 5:23. ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου (ins; cp. WWeber, Untersuchungen zur Gesch. des Kaisers Hadrianus 1907, 225f; 222) J 4:42; 1J 4:14. ς. τῶν ἀνθρώπων (Ael. Aristid. 45, 20 K.=8 p. 90 D. calls Sarapis κηδεμόνα καὶ σωτῆρα πάντων ἀνθρώπων αὐτάρκη θεόν) GPt 4:13. ὁ ς. ἡμῶν Χρ. Ἰ. 2 Ti 1:10; ISm 7:1; w. Χρ. Ἰ. or Ἰ. Χρ. preceding Tit 1:4; 3:6; IEph 1:1; IMg ins; Pol ins. ὁ μέγας θεὸς καὶ ς. ἡμῶν Χρ. Ἱ. our great God and Savior Christ Jesus Tit 2:13 (cp. PLond III, 604b, 118 p. 80 [47 A.D.] τῷ μεγάλῳ θεῷ σωτῆρι; but the presence of καί Tit 2:13 suggests a difft. semantic aspect and may justify the rendering in NRSV mg). S. MDibelius, exc. after Tit 2:14; HWindisch, Z. Christologie der Past.: ZNW 34, ’35, 213–38.—ὁ σωτὴρ κύριος ἡμῶν Ἰ. Χρ. IPhld 9:2. ὁ ς. τῶν ψυχῶν MPol 19:2. ὁ θεὸς ἡμῶν καὶ ς. Ἰ. Χρ. 2 Pt 1:1. ὁ κύριος (ἡμῶν) καὶ ς. Ἰ. Χρ. vs. 11; 2:20; 3:18; without any name (so ὁ σωτήρ [meaning Asclep.] Ael. Aristid. 47, 1 K.=23 p. 445 D.; 66 K.=p. 462 D.; 48, 7 K.=24 p. 466 D.—Orig., C. Cels. 6, 64, 16; Hippol., Ref. 5, 8, 27) 2 Pt 3:2; AcPl Ha 8, 29 (restored: καὶ σωτῆρα). S. Loewe s.v. σωτηρία end.—Pauly-W. 2, VI 1211–21; Kl. Pauly V 289; RAC VI 54–219; DLNT 1082–84; BHHW I 430–32.—M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σωτήρ

  • 7 ἄνθρωπος

    ἄνθρωπος, ου, ὁ (Hom.+; loanw. in rabb.; ἡ ἄνθρωπος [Hdt. 1, 60, 5] does not appear in our lit.) ‘human being, man, person’.
    a person of either sex, w. focus on participation in the human race, a human being
    ἐγεννήθη ἄ. J 16:21; εἰς χεῖρας ἀ. Mk 9:31; ψυχὴ ἀνθρώπου Ro 2:9; συνείδησις ἀ. 2 Cor 4:2; μέτρον ἀ. Rv 21:17.
    in contrast to animals, plants, etc. Mt 4:19; 12:12; Mk 1:17; Lk 5:10; 1 Cor 15:39; 2 Pt 2:16; Rv 9:4, 7; 13:18 al. To angels (cp. Aristaen. 1, 24, end σάτυροι οὐκ ἄνθρωποι) 1 Cor 4:9; 13:1. To God (Aeschyl., Ag. 663 θεός τις οὐκ ἄνθ.; Aeschines 3, 137 θεοὶ κ. δαίμονες; Ael. Aristid. 30 p. 578 D.; Herm. Wr. 14, 8 θεοὺς κ. ἀνθρ.; οὐκ ἐλογίσατο ὅτι ἄ. ἐστιν PsSol 2:28) Hb 13:6 (Ps 117:6); Mt 10:32f; 19:6; Mk 10:9; J 10:33 (ἄνθ. ὤν=‘as a mortal human’, a favorite formula: X., An. 7, 6, 11; Menand., Epitr. 592 Kö.; Fgm.: 46; 395, 2 Kö; Comp. I 282; Alexis Com., Fgm. 150; Polyb. 3, 31, 3; Chariton 4, 4, 8 [WBlake ’38]; Heliod. 6, 9, 3; As early as Eur., Hipp. 472ff ἄνθρωπος οὖσα … κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν); Ac 10:26; 12:22; 14:11, 15; 1 Th 2:13; Phil 2:7. ἐντάλματα ἀνθρώπων human precepts Mt 15:9; Mk 7:7 (Is 29:13); w. οὐρανός (=God) Mt 21:25; Mk 11:30. ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις Lk 18:27, cp. Mt 19:26. δοῦλοι ἀνθρώπων people’s slaves 1 Cor 7:23. πείθειν and ἀρέσκειν ἀ. Gal 1:10. μεσίτης θεοῦ καὶ ἀ. 1 Ti 2:5 al. θεὸς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι 1 Ti 2:4 (cp. Epict. 3, 24, 2 ὁ θεὸς πάντας ἀνθρώπους ἐπὶ τὸ εὐδαιμονεῖν ἐποίησεν).
    in pl. w. gener. mng. (cp. Hom., Il. 21, 569; Od. 1, 351) οἱ ἄ. people, also one’s associates (Jos., Ant. 9, 28) Mt 5:13, 16; 6:1f, 5, 14, 18; 7:12; 8:27; 23:5; Mk 8:27 and often. οἱ τότε ἄ. the people of that time Pol 3:2.—οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων the offspring of human beings or simply human beings, people (Gen 11:5; 1 Esdr 4:37; Ps 10:4; En10:7 al.; PsSol 9:4) Mk 3:28; Eph 3:5. Sim. ὁ υἱὸς τοῦ ἀ. as a self-designation of Jesus but s. next, also 2a and υἱός 2dγ.
    Jesus Christ is called ἄ. as one who identifies with humanity (cp. ὁ Σωτὴρ ἄ. γενόμενος Did., Gen. 41, 28) 1 Ti 2:5; Hb 2:6a (Ps 8:5a; cp. Just., A II, 6, 4). He is in contrast to Adam Ro 5:15; 1 Cor 15:21, the πρῶτος ἄ. 1 Cor 15:45, 47 (cp. Philo, Abr. 56; s. DDD 112) as δεύτερος ἄ. vs. 47. On the nature and origin of this concept cp. Ltzm. and JWeiss on 1 Cor 15:45ff; WBousset, Kyrios Christos2 1921, 120 ff, Jesus der Herr 1916, 67ff; Rtzst., Mysterienrel.3 343ff, Erlösungsmyst. 107ff; ARawlinson, The NT Doctrine of the Christ 1926, 124ff; BStegmann, Christ, the ‘Man from Heaven’, a Study of 1 Cor 15:45–47: The Cath. Univ., Washington 1927; CKraeling, Anthropos and Son of Man 1927. S. on Ἀδάμ and on οὐρανός 2b.—On ὁ υἱὸς τοῦ ἀ. as a self-designation of Jesus s.c end, above, and υἱός 2dγ.
    a member of the human race, w. focus on limitations and weaknesses, a human being
    of physical aspect Js 5:17; subject to death Hb 9:27; Rv 8:11; Ro 5:12; sunken in sin (cp. fr. a different perspective Menand., Fgm. 432 Kö [499 K.] ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον; Herodas 5, 27 ἄνθρωπός εἰμι, ἥμαρτον; schol. on Apollon. Rhod. 4, 1015–17a σὺ ἄνθρωπος εἶ, οἷς τὸ ἁμαρτάνειν γίνεται ῥᾳδίως; cp. Orig. C. Cels. 3, 62, 17) 5:18f al., hence judged to be inferior Gal 1:1, 11f; Col 2:8, 22 (Is 29:13) or even carefully to be avoided προσέχειν ἀπὸ τ. ἀ. beware of (evil) men Mt 10:17; cp. Lk 6:22, 26.
    of status κατὰ ἄνθρωπον (Aeschyl., Sept. 425; Pla., Phileb. 370f; Diod S 16, 11, 2; Athen. 10, 444b; Plut., Mor. 1042a; Witkowski 8, 5 [252 B.C.]) in a human way, from a human standpoint emphasizes the inferiority of human beings in comparison w. God; λαλεῖν 1 Cor 9:8; λέγειν Ro 3:5; Gal 3:15; περιπατεῖν 1 Cor 3:3. κ. ἄ. ἐθηριομάχησα perh. like an ordinary man (opp. as a Christian sure of the resurrection) 15:32. Of the gospel οὐκ ἔστιν κ. ἄ. Gal 1:11. Pl. κ. ἀνθρώπους (opp. κ. θεόν) 1 Pt 4:6.
    a male person, man
    adult male, man (Pla., Prot. 6, 314e, Phd. 66, 117e; Gen. 24:26ff; PsSol 17:17; TestAbr A 3 p. 79, 25 [Stone p. 6]; ParJer 5:20) Mt 11:8; Lk 7:25. σκληρὸς εἶ ἄ. Mt 25:24; cp. Lk 19:21f. In contrast to woman (Achilles Tat. 5, 22, 2; PGM 36, 225f; 1 Esdr 9:40; Tob 6:8) Mt 19:5; prob. Lk 13:19 (cp. vs. 21); Eph 5:31 (both Gen 2:24); 1 Cor 7:1; Ox 840, 39.
    married person husband Mt 19:10.
    an immediate descendant son, opp. father (Sir 3:11) Mt 10:35.
    a person owned and therefore under the control of another slave (X., Mem. 2, 1, 15, Vect. 4, 14; Herodas 5, 78; BGU 830, 4; POxy. 1067, 30; 1159, 16) Lk 12:36. οἱ τοῦ πυρὸς ἄ. the persons in charge of the fire MPol 15:1; ἄ. τοῦ μεγάλου βασιλέως AcPl Ha 9, 1 (Aa I 111, 10). Perh. J 6:7.
    practically equiv. to the indef. pron., w. the basic mng. of ἄ. greatly weakened (cp. 1c.) someone, one, a person.
    without the art.
    α. used w. τὶς: ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ Mt 18:12. ἄνθρωπός τις κατέβαινεν a man was going down Lk 10:30. ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου 12:16. ἄ. τις ἦν ὑδρωπικός 14:2, cp. vs. 16; 15:11; 16:1, 19; 19:12. ἦν τις ἄ. ἐκεῖ J 5:5. τινῶν ἀ. αἱ ἁμαρτίαι 1 Ti 5:24.
    β. without τὶς, and somet. nearly equiv. to it (Paus. 5, 7, 3 ἐξ ἀνθρώπου=from someone) εἷς ἄ.=εἷς τις an individual J 11:50, cp. 18:14. εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον he saw someone sitting Mt 9:9. ἰδοὺ ἄ. χεῖρα ἔχων ξηράν there was someone with a shriveled hand 12:10. λαβὼν ἄ. a person took 13:31; cp. Mk 1:23; 3:1; 4:26; 5:2; 7:11; 10:7 (Gen 2:24); Lk 2:25; 4:33; 5:18; 6:48f; 13:19; J 3:4, 27 al. Used w. negatives ἄ. οὐκ ἔχω I have nobody J 5:7. οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄ. nobody has ever spoken like that 7:46.
    γ. in indef. and at the same time general sense, oft.= one (Ger. man, Fr. on) οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄ. lit. this is how one or a person (i.e. you) should regard us 1 Cor 4:1; cp. Mt 16:26; Ro 3:28; 1 Cor 7:26; 11:28; Gal 2:16; 6:7; Js 2:24.
    δ. w. relative foll. δεῦτε ἴδετε ἄ. ὸ̔ς εἶπέν μοι come and see someone who (contrast w. ἀνήρ vss. 16–18) told me J 4:29. ἄ. ὸ̔ς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα 8:40. For Ac 19:16 s. 6 below.
    ε. used pleonastically w. a noun (cp. usage s.v. ἀνήρ 1dα) (Il. 16, 263; Lev 21:9; Sir 8:1; 1 Macc 7:14) ἄ. φάγος a glutton Mt 11:19; Lk 7:34; ἄ. ἔμπορος a merchant Mt 13:45; ἄ. οἰκοδεσπότης vs. 52; 21:33; ἄ. βασιλεύς (Horapollo 2, 85; Jos., Ant. 6, 142) 18:23; 22:2; ἄ. θηριομάχος AcPl Ha 5, 30.—Likew. w. names indicating local or national origin (X., An. 6, 4, 23; Ex 2:11 ἄ. Αἰγύπτιος) ἄ. Κυρηναῖος a Cyrenaean Mt 27:32; ἄ. Ἰουδαῖος Ac 21:39; ἄ. Ῥωμαῖος 16:37; 22:25. W. adj., giving them the character of nouns (Menand., Fgm. 518 Kö ἄ. φίλος; PFlor 61, 60; PAmh 78, 13 ἄ. αὐθάδης; PStras 41, 40 πρεσβύτης ἄ. εἰμι; Sir 8:2 al.) ἄ. τυφλός (EpJer 36) a blind person J 9:1; ἄ. ἁμαρτωλός (Sir 11:32; 32:17) vs. 16; ἄ. αἱρετικός Tit 3:10. Likew. w. ptc. ἄ. σπείρων a sower Mt 13:24.
    ζ. pleonastic are also the combinations τίς ἄ.; who? Mt 7:9; Lk 15:4; πᾶς ἄ. (PsSol 2:9; 17:27 [both times after οὐ]; ParJer 8:7; cp. Just., D. 3) everyone J 2:10; Js 1:19; πάντες ἄ. all people Ac 22:15, everyone 1 Cor 7:7; εἷς ἄ. J 11:50; δύο ἄ. Lk 18:10. Likew. the partitive gen. ἀνθρώπων w. οὐδείς (cp. Mimnermus 1, 15f Diehl2 οὐ δέ τίς ἐστιν ἀνθρώπων) Mk 11:2; Lk 19:30, μηδείς Ac 4:17, τίς 19:35; 1 Cor 2:11.—MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 106f.
    w. the generic art. (Wsd 2:23; 4 Macc 2:21; PsSol 5:16; Just., D. 20, 2) ὁ ἀγαθὸς ἄ. the good person, opp. ὁ πονηρὸς ἄ. the evil person Mt 12:35. οὐκ ἐπʼ ἄρτῳ ζήσεται ὁ ἄ. no one can live on bread (Dt 8:3) 4:4. κοινοῖ τὸν ἄ. defiles a person 15:11, 18; cp. Mk 7:15, 20; τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄ. ἐγένετο 2:27; τί ἦν ἐν τῷ ἀ. J 2:25; κρίνειν τὸν ἄ. 7:51; ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀ. Ro 7:1; ὁ ποιήσας ἄ. everyone who does it 10:5 (Lev 18:5; 2 Esdr 19:29); κακὸν τῷ ἀ. τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι wrong for anyone who eats w. misgivings Ro 14:20 al.
    w. qualifying gen. ἄνθρωποι εὐδοκίας Lk 2:14 (εὐδοκία 1). ὁ ἄ. τῆς ἀνομίας (v.l. ἁμαρτίας) 2 Th 2:3. ἄ. (τοῦ) θεοῦ man of God 1 Ti 6:11; 2 Ti 3:17; 2 Pt 1:21 v.l. (3 Km 12:22; 13:1; 17:24; 4 Km 1:9ff; 2 Ch 8:14 al.; TestJob 53:4; EpArist 140; Philo, Gig. 61, Deus Imm. 138f. But also Sextus 2; 3; Herm. Wr. 1, 32; 13, 20; PGM 4, 1177, where no comma is needed betw. ἄ. and θ. Cp. Callim. 193, 37 [Pf.]).
    the two sides of human nature as ὁ ἔξω ἄ. the outer being, i.e. human beings in their material, transitory, and sinful aspects 2 Cor 4:16, and, on the other hand, ὁ ἔσω ἄ. the inner being, i.e. humans in their transcendent significance, striving toward God Ro 7:22; 2 Cor 4:16; Eph 3:16 (cp. Pla., Rep. 9, 589a ὁ ἐντὸς ἄνθρωπος; Plotinus, Enn. 5, 1, 10 ὁ εἴσω ἄ.; Philo, Plant. 42 ὁ ἐν ἡμῖν πρὸς ἀλήθειαν ἄ., τουτέστιν ὁ νοῦς, Congr. Erud. Grat. 97, Det. Pot. Insid. 23; Zosimus in Rtzst., Poim. 104 ἔσω αὐτοῦ ἄνθρωπος πνευματικός. Cp. Rtzst., Mysterienrel.3 354f; WGutbrod, D. paulin. Anthropologie ’34; KSchäfer, FTillmann Festschr. ’34, 25–35; RJewett, Paul’s Anthropological Terms, ’71, 391–401). Similar in mng. is ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄ. the hidden person of the heart=ὁ ἔσω ἄ. 1 Pt 3:4.
    from another viewpoint, w. contrast of παλαιὸς and καινὸς (νέος) ἄ. Ro 6:6; Eph 4:22, 24; Col 3:9 (cp. Dg 2:1; Jesus as καινὸς ἄ. IEph 20:1 is the new being, who is really God), or of ὁ ψυχικὸς ἄ. and ὁ πνευματικὸς ἄ. 1 Cor 2:14f (s. πνευματικός 2aγ). τὸν τέλειον ἄ. GMary 463, 27.
    a person who has just been mentioned in a narrative, w. the art. the person (Diod S 37, 18 ὁ ἄ. εἶπε; Just., A II, 2, 12) Mt 12:13; Mk 3:5; 5:8; J 4:50; Ac 19:16 al.
    a pers. perceived to be contemptible, a certain person w. a connotation of contempt (Diogenianus Epicureus [II A.D.] in Eus., PE 6, 8, 30 calls Chrysippus, his opponent, contemptuously ὁ ἄ.; Artem. 5, 67 ἡ ἄνθρωπος of a prostitute; UPZ 72, 6 [152 B.C.]; BGU 1208 I, 25; Plut., Mor 870c.—ASvensson [ὁ, ἡ, τό beg.]; AWilhelm, Anzeiger der Ak. d. W. in Wien, phil.-Hist. Kl. ’37 [XXIII–XXVI 83–86]) οὐκ οἶδα τὸν ἄ. I don’t know the fellow (of Jesus, as oft. in these exx.) Mt 26:72, 74; Mk 14:71. προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄ. τοῦτον Lk 23:14; ὁ ἄ. οὕτος AcPl Ox 6, 18 (= Aa I 242, 1). εἰ ὁ ἄ. Γαλιλαῖός ἐστιν Lk 23:6. τίς ἐστιν ὁ ἄ. J 5:12. ἰδοὺ ὁ ἄ. here’s the fellow! 19:5 (on the attempt to arouse pity, cp. Nicol. Dam.: 90 Fgm. 68, 4 Jac., Cyrus in connection w. the downfall of Croesus; Diog. L. 2:13 Pericles in the interest of Anaxagoras, his teacher; Jos., Ant. 19, 35f). μὴ οἰέσθω ὁ ἄ. ἐκεῖνος such a person must not expect Js 1:7.
    in address, varying from a familiar tone to one that is more formal ἄνθρωπε friend (X., Cyr. 2, 2, 7; Plut., Mor. 553e) indicating a close relationship between the speaker and the one addressed Lk 5:20; sir Ἄνθρωπε, ποῦ πορεύῃ; ‘Sir, where are you going?’ GJs 19:1 (not pap), the woman is a stranger to Joseph. W. a reproachful connotation, man! (Diogenes the Cynic in Diog. L. 6, 56; Diod S 33, 7, 4; Chariton 6, 7, 9; Ps.-Callisth. 1, 31, 1) Lk 12:14; 22:58, 60; Hm 10, 1, 2 (ἄνθρωπος Joly). Also in rhetorical address, in a letter Ro 2:1, 3; 9:20 (Pla., Gorg. 452b σὺ δὲ … τίς εἶ, ὦ ἄνθρωπε); Js 2:20. (Cp. Pla., Apol. 16 p. 28b; Epict. index Schenkl; Mi 6:8; Ps 54:14.—JWackernagel, Über einige antike Anredeformen: Progr. Gött. 1912.)
    a heavenly being that looked like a person, a human figure of GPt 11:44 (cp. Just., D. 58, 10 ἐν ἰδέᾳ ἀνθρώπου [on Gen 32:25]; Tat. 21, 1 θεὸν ἐν ἀνθρώπου μορφῇ γεγονέναι).—JNielen, D. Mensch in der Verkünd. der Ev.: FTillmann Festschr. ’34, 14–24; Gutbrod op. cit. 2cα; WKümmel, Man in the NT, tr. JVincent, ’63; also Vock and Seiler ἀνήρ end.—B. 80. EDNT (lit.). DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄνθρωπος

  • 8 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 9 τις

    τῐς (τις, τινός, τινί, τινα), τινές; τι, τινί, τι.) A subs.
    1 anyone, anything
    a εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν (τι supp. byz., om. codd.: κε Turyn.: λελαθέμεν Mommsen) O. 1.64 τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι; O. 1.82 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95

    συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71

    ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ N. 7.68

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110.
    b c. neg.

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν O. 12.7

    πόθον ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς μή τινα λειπόμενον μένειν P. 4.185

    μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54

    οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
    c c. gen.

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    add. neg., O. 12.7, P. 1.49, P. 3.103, fr. 109.
    2 someone, something
    a

    τὰ δ' ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.59

    ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες O. 10.22

    ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (codd.: ποίνιμος coni. Spiegel) P. 2.17 [ τινες ἑλκόμενοι (coni. Sheppard: τινος codd.) P. 2.90]

    ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88

    τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.31

    ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.23

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6

    μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (may refer to a particular person or generally to absentees, Lobel) Πα. 1. 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. c. impv.,

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.20

    ἐγκιρνάτω τίς μιν N. 9.50

    μαρνάσθω τις I. 5.54

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1

    cf. fr. 109, I. 8.66, Pae. 1.2
    b c. gen.

    ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

    ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῳν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (v. Radt, Mnem., 1966, 169) N. 1.64

    ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις fr. 140b. 4.
    3
    a εἴ τις, cf. B. c, C. a.

    εἰ δέ μιν ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται O. 7.1

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει P. 2.58

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    εἰ γάρ τις ὄζους ἐξερείψειεν P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται P. 8.73

    εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις P. 9.93

    εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ὕβριν ἀπέφυγεν ( εἴ τις codd.: τίς Homan) P. 11.55

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων N. 7.11

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον I. 1.67

    εἴ τις ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει I. 7.43

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις, ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.31

    c. gen.,

    λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῳν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    b

    ὁπόταν τις τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8

    4
    a

    πᾶς τις γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    b τις, many a one

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    c. gen.,

    καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51

    [cf. N. 1.64] ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δὲ πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά, τέρπεται δὲ καί τις ἐπ οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων (bis) fr. 221.
    d each

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω φάος fr. 109. 1. τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (Mingarelli: ἄν τις τύχῃ codd.) N. 4.91—2. B adj.,
    a a, any

    ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ αὐτὸν ἀνάγῃ P. 5.2

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.68

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50

    add. neg.,

    πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.104

    πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93

    ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν N. 6.25

    ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*
    b some, some sort of

    Μοῖρ' ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν γαῖαν O. 7.62

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25

    ἔστιν δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ O. 9.25

    στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ( τινες coni. Sheppard) P. 2.90 μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν P. 4.247

    οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39

    σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (= ἀγλαίας τι, Radt) N. 1.13

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον (cf. C. b.) I. 2.24

    ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.10

    ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    ἐκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινὶ ( δείματι e. g. supp. Wil.) Πα.. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 1.

    εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

    [ τις = quidam, cannot be shown to be a valid meaning in Pindar: it is a possibility in the following places, O. 6.82, O. 7.45, O. 9.25, P. 2.90, P. 4.247, N. 9.6, fr. 203. 1, v. supra.]
    c

    εἴ τις εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν O. 1.54

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλειP. 4.145

    εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ατληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5.

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25

    c. gen., κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4, cf. C. a. C adv., τι
    a c. εἰ, εἴπερ, in any way

    εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.18

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75

    εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90

    εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87

    b c. που, somehow or other

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    οὔ τί που οὗτος ἈπόλλωνP. 4.87, cf. I. 2.24
    c qualifying vb., somehow

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι to some degree P. 7.18 [ τί οἱ (codd. contra metr.: τῷ Mingarelli.) N. 10.15] D fragg. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13. b. 13. ]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1. τί κέ τις εσχ[ Δ. 4. b. 11. ]και τι πατ[ Θρ. 5. b. 5. ἦν γὰρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43).

    Lexicon to Pindar > τις

  • 10 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 11 ἔχω

    ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντα), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχεν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχεν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετο): aor. pro pass. σχόμεναι.)
    1 have, hold.
    1 generally,
    a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)

    τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93

    ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)

    ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56

    Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,

    ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120

    ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    b hold (in one's grip)

    ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19
    2
    a rule over

    ὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70

    ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

    b dwell in

    πόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.34
    3
    a contain, preserve

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39

    b enfold

    ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79

    c = φέρω, bear of a pregnant woman.

    ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος O. 9.61

    a restrain, check

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.
    b hold back, prevent c. inf.

    ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    c prevent c. part.

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    a provide

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36
    b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33

    καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    cf.

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8

    ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.69
    6
    a of non physical things, have, enjoy

    ὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98

    θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107

    δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82

    Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

    Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5

    ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24

    πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91

    μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισαP. 9.32

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73

    ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23

    κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

    ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93
    b = πάσχω, have, be subject to

    ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59

    ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24

    χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12

    πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52

    ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.
    7 possess, sway

    τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.17
    8 have in mind, know

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41

    λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53

    9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)

    Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71

    ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88

    ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65

    [ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)

    ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37

    ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39

    Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57

    10 be able c. inf.

    ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

    τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56

    , cf. I. 5.47
    11 intrans.,
    b without adv., keep, stay

    ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.
    12 med., c. gen.,
    b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.233
    13 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]

    σχήσει πολι[ Pae. 21.17

    τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12.

    Lexicon to Pindar > ἔχω

  • 12 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 13 λόγος

    λόγος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.) A
    1 reason τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον (ἔχει λόγον. Σ.) I. 8.61 B word, etc.
    1 s.,
    a account, story, report ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι beyond the true version O. 1.28

    ἐθελήσω ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.21

    ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

    αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

    πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132

    πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν (v. l. ὁ λόγος) P. 7.9

    ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς N. 1.34

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος· ἐσλὸν αἰνεῖν avec mon dire s'accorde justice la plus stricte Puech. N. 3.29

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη, λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν in the telling N. 4.94

    ψευστὰν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα N. 5.29

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. and so, a report about oneself,

    εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13

    b = εὐλογία, praise cf. B. 2. b, infra. ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (τὸν ὕμνον Σ.) O. 10.11

    ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54

    ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21

    τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λό-

    γον τεθνακότων N. 7.32

    καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (τὸν ἐγκωμιαστικὸν λόγον. Σ.) I. 5.27
    c utterance, statement, precept

    ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.22

    αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ τεκεῖν μή τιν O. 2.92

    οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18

    ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.35

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94

    [cf. λόγῳ, B. 1. a, supra, N. 3.29]

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6

    καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (sc. Ἄργος).

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφανε λόγον N. 10.11

    λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα Pae. 4.35

    d prophecy

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    σὲ δἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

    λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.38

    ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.77

    e converse, speaking

    δᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16

    κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. κυριωτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide: as regards the utterance of wisdom) fr. 260. 7. as opposed to thought, ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισιλόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι fr. 203. 2.
    f sentence

    δικάζει τις, ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.60

    h frag. ]

    λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34

    2 pl.,
    a words

    γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.90

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι of his request O. 7.68

    ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101

    εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων,

    ὀρθὰν ἐπίστᾳ P. 3.80

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστεP. 4.116

    μειλιχίοισι λόγοις P. 4.128

    μειλιχίοις τε λόγοις P. 4.240

    λόγοισι θνατῶν εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.16

    τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι N. 5.32

    ὄψον δὲ λόγοι φθονεροῖσιν N. 8.21

    καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων (λόγον Π̆{S}) Πα. 8A. 14. [ θανόντων δὲ καὶ λόγοι φίλοι προδόται ( λόγοι ut glossema del. Bergk) fr. 160.]
    b esp., words, expressions of praise

    ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων O. 1.110

    οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12

    μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.48

    παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι codd., Π.) N. 6.30

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

    εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 3.

    Lexicon to Pindar > λόγος

  • 14 ἄνθρωπος, -ου

    + N 2 313-146-351-335-285=1430 Gn 1,26.27; 2,5.7(bis)
    man, human Gn 1,26; the men, people (of Judah) Bar 1,15; man (opp. γυνή) Dt 22,29; a man, one
    (semit., rendering Hebr. שׁאי) Lv 27,28; ἄνθρωποι human-kind JgsA 9,9
    ἄνθρωπος ἄνθρωπος any one (semit., rendering Hebr. שׁאי שׁאי) Lv 17,3; ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ one man to another Sir 28,3; ἄνθρωποι ἀδελφοί men, brothers (often ἄνθρωπος
    [*]+subst.) Gn 13,8
    *Nm 24,17 ἄνθρωπος corr. ἄνθος? influenced by Is 11,1?, see also Nm 24,7; *Is 25,4 ἀπὸ ἀνθρώπων πονηρῶν from wicked men, from strangers-זרים/מ? for MT זרם/מ from the storm; *Is 32,3 ἀνθρώποις men-אדם? for MT ראים they that see; *Jer 17,9 ἄνθρωπος a man-שׁאנו for MT שׁאנ corrupt, see also Is 17,11; Jer 17,16; *Ez 27,16 ἀνθρώπους men-אדם for MT ארם Aram; *Am 9,12 τῶν ἀνθρώπων of the
    humankind-אדם for MT אדום Edom; *Na 2,4 ἐξ ἀνθρώπων from among men-אדם/מ for MT מאדם dyed red;
    *DnLXX 11,17 ἀνθρώπου men-יםשׁאנ for MT יםשׁנ/ה the women
    Cf. BICKERMAN 1968=1986 160; HARL 1986a, 59.95-96.104-105; LLEWELYN 1992 44-45 (n. 56-57);
    VERMES 1961 59-60.159-166 (Nm 24); →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > ἄνθρωπος, -ου

  • 15 πάτος

    πάτος [pron. full] [ᾰ] (A), ,
    2 floor,

    βαλανείου PFlor.384.27

    (pl., V A. D.).
    3 treading, prob. cj. in Thphr.HP6.6.10.
    II dirt, dung, Nic.Al. 535, Th. 933 ; scrapings of oil, etc., Gal.12.116,283.
    III πύρινος π. prob. wheat- field, PSI8.883.8 (ii A.D.) : the sense food, Sch.Ar. Pl. 1185, invented to explain ἀπόπατος. (Cf. Skt. pánthās, Slav. pąt[icaron] 'path', Lat. pons 'causeway' ; v. πόντος.)
    ------------------------------------
    πάτος [pron. full] [ᾰ] (B), εος, τό,
    A robe worn by Hera, Call.Fr. 495.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάτος

  • 16 πλεῖστος

    πλεῖστος, η, ον, [comp] Sup. of πολύς,
    A most, greatest, largest, in number, size, extent, etc., π. ὅμιλος, λαός, Il.15.616, 16.377, etc.;

    π. κακόν Od. 4.697

    ;

    πλεῖστοι ἐπιχθονίων ἀνθρώπων Hes.Fr.33.1

    ;

    π. εὐκλείας γέρας S.Ph. 478

    ;

    φιλοσοφία παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη

    most in vogue,

    Pl. Prt. 342a

    ;

    π. τῶν Ἑλληνικῶν φῦλον τὸ Ἀρκαδικόν X.HG7.1.23

    , etc.; τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι, ἡ π. γνώμη, Hdt.7.220 (s.v.l.), 5.126; πλεῖστον σχήσειν, as [comp] Sup. of πλέον ἔχειν (v. πλείων), Th.7.36.
    2 with Art.,

    οἱ π.

    the greatest number,

    Id.4.90

    , etc.; τὸ π. τοῦ βίου the greatest part of.., Pl.Lg. 718a, etc. (also same gender as the foll. Noun, ὁ π. τοῦ βίου, ἡ π. τῆς στρατιᾶς, Th.1.5, 7.3);

    τῇ ὄψει τοῦ θαρσεῖν τὸ π. εἰληφότες Id.4.34

    ;

    τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ π. E.Supp. 408

    .
    II Special usages: with relat., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι subdue the greatest number that they possibly could, Hdt.6.44;

    ὡς ἂν δύνωνται πλεῖστα IG12.98.4

    , cf. 109.10, 113.37;

    ὁπόσσω κα πλείστω ἄξιος ᾖ Berl.Sitzb.1927.160

    ([place name] Cyrene);

    ὅς κα πλεῖστον διδῷ ἀποδόμενοι Leg.Gort.5.48

    ;

    ὡς π. χρόνον Pl.Grg. 481b

    ;

    ὅτι π. Th.6.64

    , etc.: coupled with εἷς (q.v.),

    εἷς ἀνὴρ π. πόνον ἐχθροῖς παρασχών A.Pers. 327

    : in comp. sense,

    πλείστον ἄξια ἢ ὥς τις οἴεται Hp.Art.57

    (but πλεῖστα ἤ is corrupt in Hdt.2.35).
    III Adv. usages:

    πλεῖστον

    most,

    Il. 19.287

    , Hes.Th. 231, etc.;

    ὡς π. X.An.2.2.12

    : sts. added to a [comp] Sup.,

    π. ἐχθίστη S.Ph. 631

    ;

    π. ἀνθρώπων.. κάκιστος Id.OC 743

    ;

    τὴν π. ἡδίστην θεῶν E.Alc. 790

    : πλεῖστα as Adv., Pi.P.9.97, S.OC 720, etc.;

    πολλάκις μὲν.., π. δὲ.. Pl.Hp.Ma. 281b

    ; π. χαίρειν, freq. in letters, POxy. 742 (i B.C.), etc.
    b furthest,

    π. ἀφεστηκέναι Pl.R. 587a

    , Arist. Mu. 391a13.
    2 with Art., τὸ π. at most,

    ἡμερῶν τεσσάρων τὸ π. Ar.V. 260

    , etc.;

    τὰ π.

    for the most part,

    Pl.Criti. 118c

    , etc.; opp. ἐνίοτε, Arist.HA 563a31.—The form πλείστως is cited by Gal.17(1).855 from Hp.Epid.6.1.10 ( πλεῖστα codd.).
    IV with Preps.:
    1 διὰ πλείστου furthest off, in point of space or time, Th.4.115,6.11.
    3 ἐπὶ πλεῖστον over the greatest distance, to the greatest extent, in point of space, time, or extent,

    ἐπὶ π. χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127

    ;

    ἐπὶ π. τοῦ γενησομένου Th.1.138

    ;

    ἐκ τοῦ ἐπὶ π. Id.1.2

    ; ἐπὶ π. ἀνθρώπων ib.1; ὡς ἐπὶ π. or ὡς ἐπὶ τὸ π., for the most part, Id.4.14, Pl.Lg. 720d.
    4 κατὰ τὸ π. for the most part, Plb.11.4.7, etc.
    5 περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.
    6 ἐν τοῖς πλεῖσται, v. , , τό, A. v111. 6.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεῖστος

  • 17 φῦλον

    φῦλον, τό, ([etym.] φύω)
    A race, tribe, or class,

    οὔ ποτε φ. ὁμοῖον ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.441

    ;

    γυναικῶν φῦλον Hes.Th. 1021

    ; θεῶν ἐς φῦλον ib. 202, cf. 965, Op. 199:

    φῦλον ἀοιδῶν Od.8.481

    : in [dialect] Ep. more freq. in pl., φῦλα ἀνθρώπων, θεῶν, Il. 14.361, 15.54; φῦλα γυναικῶν, ἐπικούρων, Γιγάντων, 9.130, 17.220, Od.7.206;

    ἄγρια φῦλα, μυίας Il.19.30

    ; φῦλα μελισσέων, of a swarm of bees, Hes. Fr.14.5; in later Poets and Prose usu. in sg. (but pl.,

    φ. ποικίλα θηρῶν Ar.Av. 777

    (lyr.); φῦλα πόντου, of fishes, E.Fr.27 (lyr.)),

    φ. ματαιότατον Pi.P.3.21

    ;

    ἓν φ. ἀνθρώπων S.Fr.591.1

    (lyr.); τὸ ἄλλο φ. the rest of the people, Id.OT19; φῦλον ὀρνίθων the race of birds, Id.Ant. 342 (lyr.), cf. Ar.Av. 231, 253 (both lyr.): πτηνῶν ib. 1088 (lyr.);

    τὸ πτηνὸν φ. Pl.Sph. 220b

    ;

    τὸ κηρυκικὸν φ. Id.Plt. 260d

    , cf. Cra. 398e; τὸ φ... οὐ.. ῥᾷστον συλλαβεῖν τί ποτ' ἐστίν, ὁ σοφιστής the sophist tribe, Id.Sph. 218c; κατὰ Ὅμηρον καὶ Ἡράκλειτον καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον φ. and all the tribe of them, Id.Tht. 160d;

    φ. ἀμφορεαφόρων Eup.187

    ; φ. βουλευτικόν, = Lat. ordo senatorius, D.C.59.9: metaph.,

    φ. τῶν ἡδονῶν Luc.Nigr.16

    .
    2 sex,

    τὸ γυναικεῖον φ. Ar.Th. 786

    (anap.); τὸ θῆλυ, τὸ ἄρρεν, X.Lac.1.4.
    II nation,

    φῦλα Πελασγῶν Il.2.840

    ; κελαινὸν φ., of the Aethiopians, A.Pr. 808, cf. Supp. 544 (lyr.);

    βάρβαρα φ. E.IT 887

    (lyr.);

    Σύρους, φῦλον πάμπολυ X.Cyr.1.5.2

    ;

    πολεμικώτατα φ. Plu.Sull.29

    .
    III = φυλή 11.1, clan or tribe, acc. to blood or descent,

    κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα, κατὰ φρήτρας Il.2.362

    , cf. 363; φῦλον Ἑλένης, φῦλον Ἀρκεισίου, Od.14.68, 181;

    φ. τρία τριῶν στρατευμάτων E.Supp. 653

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φῦλον

  • 18 γένος

    γένος, ους, τό (Hom.+; loanw. in rabb.) a noun expressive of relationship of various degrees and kinds.
    ancestral stock, descendant ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ of high-priestly descent (s. Jos., Ant. 15, 40) Ac 4:6 (PTebt 291, 36 ἀπέδειξας σεαυτὸν γένους ὄντα ἱερατικοῦ, cp. 293, 14; 18; BGU 82, 7 al. pap). υἱοὶ γένους Ἀβραάμ 13:26 (s. Demetr.: 722 Fgm. 2, 1 Jac.; Jos., Ant. 5, 113; Just., D. 23, 3 ἀπὸ γένους τοῦ Ἀ.); γ. Δαυίδ Rv 22:16; IEph 20:2; ITr 9:1; ISm 1:1. τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν we, too, are descended from him Ac 17:28 (quoted fr. Arat., Phaenom. 5; perh. as early as Epimenides [RHarris, Exp. 8th ser. IV, 1912, 348–53; CBruston, RTQR 21, 1913, 533–35; DFrøvig, SymbOsl 15/16, ’36, 44ff; MZerwick, VD 20, ’40, 307–21; EPlaces, Ac 17:28: Biblica 43, ’62, 388–95]. Cp. also IG XIV, 641; 638 in Norden, Agn. Th. 194 n.; Cleanthes, Hymn to Zeus 4 [Stoic. I 537] ἐκ σοῦ γὰρ γένος …; Dio Chrys. 80 [30], 26 ἀπὸ τ. θεῶν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος; Ep. 44 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 354, 22] γένος ὄντες θεοῦ; Hierocles 25, 474, vs. 63 of the Carmen Aur.: θεῖον γένος ἐστὶ βροτοῖσιν), cp. Ac 17:29.—Also of an individual descendant, scion (Hom.; Soph., Ant. 1117 Bacchus is Διὸς γ.). Jesus is τὸ γένος Δαυίδ Rv 22:16 (cp. Epimenides [VI B.C.]: 457 Fgm. 3 Jac., the saying of Musaeus: ἐγὼ γένος εἰμι Σελήνης; Quint. Smyrn. 1, 191 σεῖο θεοῦ γένος ἐστί).
    a relatively small group with common ancestry, family, relatives (Appian, Bell. Civ. 5, 54 §228; Reg. 1a§1; BGU 1185, 18; Jos., Ant. 17, 22; 18, 127; Ath. 32, 3) τὸ γ. Ἰωσήφ Ac 7:13.
    a relatively large people group, nation, people (Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294 Ἑβραίων γένος; 2, 90 §380 Ἰουδαίων γ., the latter also Diod S 34+35 Fgm. 1, 1; 40, 3, 8; Maximus Tyr. 23, 7b; Ael. Aristid. 45 p. 108 D.: τῶν Ἑλλήνων γ.; Achilles Tat. 1, 3, 1; 3, 19, 1; Synes., Ep. 121 p. 258b τὸ Ἐβραίων γ.; TestLevi 5:6 and PsSol 7:8 τὸ γένος Ἰσραήλ; Jos., Bell. 7, 43, Ant. 10, 183 τὸ Ἑβραίων γ.; Just., D. 49, 3 ἐν τῷ γ. ὑμῶν; Demetr.: 722 Fgm. 3 τὸ Ἰουδαίων γ.) Ac 7:19; Gal 1:14; Phil 3:5; B 14:7 (Is 42:6). Of Christians: γένος ἐκλεκτόν a chosen nation 1 Pt 2:9 (Is 43:20; TestJob 1:5; cp. Esth 8:12t; s. JFenton, CBQ 9, ’47, 141f); καινὸν γ. Dg 1; τρίτῳ γένει as a third people (beside gentiles and Jews) PtK 2 p. 15, 8 (s. Harnack, Mission4 I 1924, 259–89); γ. τῶν δικαίων MPol 14:1; 17:1; Hs 9, 17, 5; cp. 9, 19, 1 ἄνομον; 9, 30, 3 ἄκακον. θεοφιλὲς καὶ θεοσεβὲς γ. τῶν Χριστιανῶν godly and pious race of the Christians MPol 3:2 (Plut., Mor. 567f: the Greeks acc. to the divine verdict are τὸ βέλτιστον κ. θεοφιλέστατον γένος; Mel., HE 4, 26, 5 τὸ τῶν θεοσεβῶν γ.). ἄνομον Hs 9, 19, 1. τῷ γένει w. name of a people to denote nationality (Menand., Peric. 9 Kö. [129 S.]; Plut., Dem. 859 [28, 3]; Jos., Ant. 20, 81; BGU 887, 3 and 15; 937, 9 δοῦλος γένει Ποντικός; cp. 2 Macc 5:22; 3 Macc 1:3; B-D-F §197) Mk 7:26; Ac 4:36; 18:2, 24. Pregnant constr. κίνδυνοι ἐκ γένους perils from the people=my compatriots, fellow-Israelites 2 Cor 11:26.
    entities united by common traits, class, kind (Ps.-Xenophon, Cyneg. 3, 1 τὰ γένη τῶν κυνῶν; Apollon. Rhod. 4, 1517 and Just., D. 60, 2 snakes; PTebt 703, 133 [III B.C.] καθʼ ἕκαστον γένος; PGiss 40, 9 παντὸς γένους πολιτευμάτων and oft. pap; Wsd 19:21; Philo; Just., A II, 7, 5 ἀγγέλων … ἀνθρώπων; D. 23:5 τὸ θῆλυ γ.) of plants (BGU 1119, 27 [I B.C.] ταὐτὰ γένη ‘the same species of plants’; 1120, 34; 1122, 23) Hs 8, 2, 7; of fish (Heniochus Com. 3; Jos., Bell. 3, 508) Mt 13:47; of draught animals Hs 9, 1, 8; of cattle in gener. 9, 24, 1; of hostile spirits Mt 17:21; Mk 9:29 (Herm. Wr. 13, 2 τοῦτο τὸ γένος οὐ διδάσκεται). γένη γλωσσῶν (s. γλῶσσα 3) 1 Cor 12:10, 28; γ. φωνῶν 14:10; all humanity B 14:7 (Is 42:6; cp. Ar. 2, 1 τὸ ἀνθρώπινον γ.; Just., A I, 43, 3 al. τὸ ἀνθρώπεινον γ.; 46, 2 al. πᾶν γʼ ἀνθρώπων).—B. 85; 1317. DELG s.v. γίγνομαι p. 222. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γένος

  • 19 γίνομαι

    γίνομαι (in the form γίγνομαι [s. below] Hom.+; as γίν. since Aristot.+; and s. Kühner-Bl. II p. 391; Schwyzer I 215; KBrugmann4-AThumb, Griech. Gramm. 1913, 126; Mayser p. 165 and lit. there). Impf. ἐγινόμην; fut. γενήσομαι; 2 aor. ἐγενόμην, 3 sg. opt. γένοιτο; very rare v.l. (B-D-F §81, 3) γενάμενος (GJs 6:1; 16;1; 25:1 [s. deStrycker 249]; also found in Ps.-Callisth. 1, 20, 1; 1, 41, 11; ApcEsdr 1:3 p. 24, 7 Tdf.; Mel., P. 49, 346 [Bodm.]). Pass.: fut. ptc. τῶν γενηθησομένων (Eccl 1:11 v.l.); 1 aor. ἐγενήθην (Doric, H. Gk.; Phryn. 108 Lob.; pap fr. III B.C., Mayser I/22 ’38, 157f [w. lit.]; ins [Schweizer 181; Nachmanson 168; Thieme 13]; LXX), impv. γενηθήτω; pf. γεγένημαι (Meisterhans3-Schw.: Att. ins since 376 B.C.; Mayser 391) uncontested use in NT only J 2:9; GJs 24:3 (γεγένν-pap); apolog. On pf. γέγονα s. Meisterhans3-Schw.: since 464 B.C.; Mayser 372; on the aoristic use of γέγονα s. Mlt. 145f; 238; 239; PChantraine, Histoire du parfait grec 1927, 233–45; 3 pl. γέγοναν Ro 16:7 (v.l. γεγόνασιν) and Rv 21:6; s. KBuresch, Γέγοναν: RhM 46, 1891, 193ff; Mlt. 52 n.; ptc. γεγονώς; plpf. 3 sg. ἐγεγόνει (1 Macc. 4:27; 2 Macc. 13:17; J 6:17; Just.), without augment γεγόνει (Ac 4:22; v.l. ἐγεγόνει), s. B-D-F §78; Mlt-H. 190. On the variation γίνομαι and γίγνομαι s. W-S. §5, 31; B-D-F §34, 4; Mlt-H. 108. A verb with numerous nuances relating to being and manner of being. Its contrast to the more static term εἰμί can be seen in Kaibel 595, 5 οὐκ ἤμην καὶ ἐγενόμην=I was not and then I came to be (cp. Ath. 4, 2 in 3 below).
    to come into being through process of birth or natural production, be born, be produced (SIG 1168, 6; Epict. 2, 17, 8; Wsd 7:3; Sir 44:9; Just., A I, 13, 3; Tat. 26, 2) J 8:58; w. ἔκ τινος foll. (Diod S 3, 64, 1; Appian, Basil. 5 §1; Parthenius 1, 4; Athen. 13, 37 p. 576c ἐξ ἑταίρας; PPetr III, 2, 20; PFlor 382, 38 ὁ ἐξ ἐμοῦ γενόμενος υἱός; 1 Esdr 4:16; Tob 8:6; Jos., Ant. 2, 216) Ro 1:3; Gal 4:4 (cp. 1QS 11:21). Also of plants 1 Cor 15:37. Of fruits ἔκ τινος be produced by a tree Mt 21:19 (cp. X., Mem. 3, 6, 13 ὁ ἐκ τ. χώρας γιγνόμενος σῖτος). W. ἀπό τινος foll. Ox 1081 (SJCh), 11 γε̣[ινόμε]νον, 14 γέγ[ονος], 14f γε[ι]νομεν[ον], 19 γέγονος.
    to come into existence, be made, be created, be manufactured, be performed
    gener. ὸ̔ γέγονεν J 1:3c (s. ref. to Vawter, below); w. διά τινος vs. 3a (MTeschendorf, D. Schöpfungsged. im NT: StKr 104, ’32, 337–72). W. χωρίς τινος vs. 3b (IAndrosIsis, Cyrene 15 [103 A.D.] Ἐμοῦ δὲ χωρὶς γείνετʼ οὐδὲν πώποτε; Cleanthes, Hymn to Zeus 15 [Stoic. I 537=Coll. Alex. no. 1 p. 227] οὐδέ τι γίγνεται ἔργον σοῦ δίχα; note the related style 1QH 1:20; on the syntax of J 1:3f see BVawter, CBQ 25, ’63, 401–6, who favors a full stop after οὐδὲ ἕν, s. εἷς 2b and lit. cited there on J 1:3). W. ἔκ τινος Hb 11:3. Of cult images διὰ χειρῶν γινόμενοι made w. hands Ac 19:26 (cp. PRyl 231, 3 [40 A.D.] τοὺς ἄρτους γενέσθαι). Of miracles: be done, take place (Tob 11:15; Wsd 19:13 v.l. Swete) Mt 11:20f, 23; Lk 10:13; Ac 8:13. ἐφʼ ὸ̔ν γεγόνει τὸ σημεῖον τοῦτο on whom this miracle had been performed 4:22. W. mention of the author διά τινος (cp. 4 Macc 17:11) 2:43; 4:16, 30; 12:9; 24:2. διὰ τῶν χειρῶν τινος Mk 6:2; Ac 14:3. ὑπό τινος (Herodian 8, 4, 2; OGI 168, 46 [115 B.C.] τὰ γεγονότα ὑπὸ τοῦ πατρὸς φιλάνθρωπα; UPZ III, 3, 7 [116 B.C.]; PTebt 786, 14 [II B.C.]; Wsd 9:2; Jos., Ant. 8, 111; 347; Just., D. 35, 8 τῶν ἀπὸ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ [Jesus] καὶ νῦν γινομένων δυνάμεων) Lk 9:7 v.l.; 13:17; 23:8; Eph 5:12. Of commands, instructions be fulfilled, performed γενηθήτω τὸ θέλημά σου thy will be done (Appian, Liby. 90 §423 τὸ πρόσταγμα δεῖ γενέσθαι; Syntipas p. 25, 3 γενέσθω τὸ αἴτημα) Mt 6:10; 26:42; Lk 11:2; cp. 22:42. γέγονεν ὸ̔ ἐπέταξας your order has been carried out 14:22. γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν that their demand should be granted 23:24. Of institutions: be established, the Sabbath for the sake of humans Mk 2:27 (Crates, Ep. 24 οὐ γεγόνασιν οἱ ἄνθρωποι τ. ἵππων χάριν, ἀλλʼ οἱ ἵπποι τ. ἀνθρώπων).
    w. mention of the special nature of an undertaking: ἵνα οὕτως γένηται ἐν ἐμοί in order to have such action taken in my case 1 Cor 9:15. ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται; what will be done when it (the wood) is dry? Lk 23:31.
    come into being as an event or phenomenon from a point of origin, arise, come about, develop (Alcaeus 23 Diehl2 [320 L-P.] καί κʼ οὐδὲν ἐκ δένος γένοιτο=nothing could originate from nothing; Ath. 4:2 τὸ ὸ̓ν οὐ γίνεται ἀλλὰ τὸ μὴ ὸ̓ν)
    of events or phenomena in nature (Sir 40:10; Ex 10:22; Job 40:23; Jos., Ant. 9, 36): lightning, thunder (X., An. 3, 1, 11) J 12:29; Rv 8:5; 11:19; calm (on the sea) Mt 8:26; Mk 4:39; Lk 8:24; storm Mk 4:37; a cloud (cp. Jos., Ant. 9, 36) 9:7; Lk 9:34; Hv 4, 3, 7; flood Lk 6:48; earthquake (Parian Marbles [III B.C.]=FGrH: 239B, 24) Mt 8:24; 28:2; Ac 16:26; Rv 6:12; 11:13; 16:18; darkness Mt 27:45; Mk 15:33; Lk 23:44; J 6:17; hail, fire Rv 8:7. Of a dawning day ὅτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο (cp. περὶ ἀρχομένην ἡμέραν ‘about dawn’ Jos., Vi 15: in a related story of shipwreck) Ac 27:39.
    of other occurrences (Arrian, Anab. 4, 4, 3 τὰ ἱερὰ οὐκ ἐγίγνετο=the sacrifice did not turn out [favorably]; 1 Macc 1:25; 4:58; 9:27; 13:44; Jdth 7:29; 14:19 al.): complaining Ac 6:1; persecution, oppression Mt 13:21; 24:21; Mk 4:17; 13:19; Ac 11:19; discussion J 3:25; Ac 15:7; tumult Mt 26:5; 27:24; GJs 21:1 and 25:1; a sound Ac 2:2, 6; weeping 20:37; clamor 23:9; Mt 25:6; AcPl Ha 4, 6; famine Lk 4:25; 15:14; Ac 11:28; ὁρμή (q.v.) 14:5; war Rv 12:7; sharp contention Ac 15:39; tear (in a garment) Mt 9:16; Mk 2:21; Lk 6:49; silence (s. σιγή) Ac 21:40; Rv 8:1; στάσις (q.v. 2) Lk 23:19; Ac 15:2; 23:7, 10; concourse 21:30; confusion 19:23; shout, loud voice 2:6; 19:34; Rv 11:15; dispute Lk 22:24; envy, strife 1 Ti 6:4; astonishment AcPl Ha 4, 25; joy 6, 3; prayer 6, 7; offering 6, 37.
    of the various divisions of a day (Jdth 13:1; 1 Macc 5:30; 4 Macc 3:8 al.) γενομένης ἡμέρας when day came (Jos., Ant. 10, 202, Vi. 405) Lk 4:42; Ac 12:18; 16:35; 23:12; cp. Lk 6:13; 22:66; Ac 27:29, 33, 39. Difft. Mk 6:21 γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου when a convenient/opportune day arrived. ὀψέ (cp. Gen 29:25; 1 Km 25:37) 11:19. ὀψίας γενομένης Mt 8:16; 14:15, 23; 16:2; 26:20; 27:57; Mk 1:32; 6:47; 14:17; 15:42; cp. J 6:16. πρωί̈ας Mt 27:1; J 21:4. νύξ Ac 27:27. ὥρας πολλῆς γενομένης when it had grown late Mk 6:35; cp. 15:33; Lk 22:14; Ac 26:4.
    to occur as process or result, happen, turn out, take place (Dicaearch., Fgm. 102 W.: a campaign ‘takes place’; Diod S 32 Fgm. 9c τὰς εἰς τ. πατέρα γεγενημένας ἁμαρτίας=the misdeeds ‘perpetrated’ against his father; 2 Macc 1:32; 13:17; 3 Macc 1:11; 4:12; 5:17 al.)
    gener. τοῦτο ὅλον γέγονεν all this took place w. ἵνα foll. Mt 1:22; 26:56. ἕως ἂν πάντα γένηται until all has taken place (=is past) 5:18. πάντα τὰ γενόμενα everything that had happened (cp. Appian, Bell. Civ. 2, 121 §508 τὰ γενόμενα; 1 Esdr 1:10; Jdth 15:1; 1 Macc 4:20; 2 Macc 10:21; 3 Macc 1:17) 18:31; cp. 21:21; 24:6, 20, 34; 26:54; 27:54; 28:11; Mk 5:14. ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονός let us see this thing that has taken place Lk 2:15 (TestAbr A 15 p. 96, 15 [Stone p. 40]) θανάτου γενομένου since a death has occurred, i.e. since he has died Hb 9:15. τούτου γενομένου after this had happened (Jos., Ant. 9, 56; 129) Ac 28:9. τὸ γεγονός what had happened (Diod S 12, 49, 4; Appian, Bell. Civ. 2, 18 §496; Jos., Ant. 14, 292) Lk 8:34; 24:12. τὰ γεγονότα AcPl Ha 11, 1.—μὴ γένοιτο strong negation, in Paul only after rhet. questions (cp. TestJob 38:1; JosAs 25:8; Epict., index p. 540e; Lucian, Dial. Deor. 1, 2, Dial. Meretr. 13, 4; Achilles Tat. 5, 18, 4; Aristaen., Ep. 1, 27) by no means, far from it, God forbid (Goodsp., Probs., 88; AMalherbe, HTR 73, ’80, 231–41) Lk 20:16; Ro 3:4, 6, 31; 6:2, 15; 7:7, 13; 9:14; 11:1, 11; 1 Cor 6:15; Gal 2:17; 3:21. In more extensive phrasing (the LXX has exx. only of this usage: Gen 44:17; 3 Km 20:3 al.; cp. Josh 22:29; Demosth. 10, 27; Alciphron 2, 5, 3 al.; Ael. Aristid. 23, 80 K.=42 p. 795 D.; 30 p. 578 D.; 54 p. 679 ὸ̔ μὴ γένοιτο) Gal 6:14; w. ἵνα foll. AcPl Ha 7, 40. τί γέγονεν ὅτι (cp. Eccl 7:10) why is it that J 14:22.—Of festivals: be held, take place, come (X., Hell. 7, 4, 28 τὰ Ὀλύμπια; 4, 5, 1; 4 Km 23:22f; 2 Macc 6:7) feast of dedication J 10:22; passover Mt 26:2; sabbath Mk 6:2; wedding J 2:1.—Abs. impv. (put twice for emphasis as Lucian, Pisc. 1 βάλλε, βάλλε; Philostrat., Ep. 35, 1 λάβε λάβε; Procop. Soph., Ep. 45) γενηθήτω γενηθήτω so let it be as a closing formula 1 Cor 16:24 v.l. (cp. Herodas 4, 85, where the sacristan closes his prayer to Asclepius with the words: ὧδε ταῦτʼ εἴη=so may it be).—On γένοιτο ἀμήν GJs 6:2 s. ἀμήν 1a.
    w. dat. of pers. affected
    α. w. inf. foll. (UPZ 24, 29 al.; 1 Macc 13:5; Jos., Ant. 6, 232) ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι so that he would not have to lose time Ac 20:16.
    β. w. adv. or adv. phrase added (1 Esdr 6:33) κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν according to your faith let it be done to you, i.e. you believe, and you won’t be disappointed Mt 9:29; cp. 8:13. γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου may that happen to me as you have said Lk 1:38. πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ what had happened to the possessed man Mk 5:16. ἵνα εὖ σοι γένηται that it may be well w. you Eph 6:3 (Dt 5:16; cp. Epict. 2, 5, 29 εὖ σοι γένοιτο; Aelian, VH 9, 36). γενηθήτω σοι ὡς θέλεις let it be done for you as you desire, i.e. your wish is granted Mt 15:28.
    γ. w. nom. of thing (1 Macc 4:25; Sir 51:17; Ar. 15:5) γίνεταί τινί τι someth. happens to or befalls a person Mk 9:21. ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται lest someth. worse come upon you J 5:14. τί ἐγένετο αὐτῷ what has happened to him Ac 7:40 (Ex 32:1, 23; AcPl Ha 5, 20). τὸ γεγενημένον αὐτῷ Ac 3:10 D. ἐγίνετο πάσῃ ψυχῄ φόβος fear came upon everyone (cp. Tob 11:18) 2:43. λύπη AcPl Ha 6, 16. Freq. γέγονε ἐμοί τι someth. has come to me= I have someth.: πώρωσις τῷ Ἰσραὴλ γέγονεν a hardening (of heart) has befallen Israel Ro 11:25; σωτηρία τῷ Ἰσραὴλ γεγένηται GJs 19:2; cp. Lk 19:9; διὰ τὴν ὀπτασίαν τὴν γενομένην Παύλῳ AcPl Ha 3, 15; ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα if a man has a hundred sheep Mt 18:12. τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται those outside receive everything in parables Mk 4:11. μήποτε γένηται ἀνταπόδομά σοι that you may receive no repayment Lk 14:12; cp. 19:9; J 15:7; 1 Cor 4:5.
    w. gen. of pers. (Diod S 16, 64, 2 τὸν τῆς Ἑλένης γεγενημένον ὅρμον=the necklace that had belonged to Helen): ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ κυρίου ἡμῶν the kingdom of the world has come into the possession of our Lord Rv 11:15.
    γίνεταί τι ἐπί τινι someth. happens in the case of or to a person Mk 5:33 v.l.; ἐν v.l. This can also be expressed w. εἴς τινα Ac 28:6 or the double nom. τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο what had become of Peter 12:18 (cp. Jos., Vi. 296 οἱ εἴκοσι χρυσοῖ τὶ γεγόνασιν).
    w. inf. foll., to emphasize the actual occurrence of the action denoted by the verb: ἐὰν γένηται εὑρεῖν αὐτό if it comes about that he finds it= if he actually finds it Mt 18:13 (s. PCatt V, 19f [=Mitt-Wilck. II/2, 372 V] ἐὰν γένηταί με ἀποδημεῖν; PAmh 135, 10; BGU 970, 5). ἐγένετο αὐτὸν παραπορεύεσθαι he happened to be passing Mk 2:23; cp. Lk 6:1, 6. ἐγένετο ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανόν just then the heaven opened Lk 3:21; cp. 16:22 (ἐν τῷ ἀποθανεῖν P75); Ac 4:5; 9:3, 32, 37, 43; 11:26; 14:1; 16:16; 19:1; 21:1, 5; 22:6, 17; 27:44; 28:8 (UPZ 62, 29 [161 B.C.] γίνεται γὰρ ἐντραπῆναι).
    καὶ ἐγένετο (ἐγένετο δέ) periphrastic like וַיְהִי with וַ foll. to indicate the progress of the narrative; it is followed either by a conjunction like ὅτε, ὡς etc., or a gen. abs., or a prepositional constr., and joined to it is a finite verb w. καί (Jdth 5:22; 10:1; Sus 19 Theod.; 1 Macc 1:1; 5:1; Gen 39:7, 13, 19; 42:35; JosAs 11:1; 22:1; AscIs 3:2) Mt 9:10; Mk 2:15 v.l.; Lk 2:15; 5:1, 12, 17; 8:1, 22; 14:1.—Without the second καί (Jdth 2:4; 12:10; 13:12; 1 Macc 6:8; 7:2 v.l.; 9:23; Sus 28 Theod.; Bel 18 Theod.; TestAbr B 1 p. 105, 1 [Stone p. 58] and 6 p. 109, 27 [Stone p. 66]; TestJob 31:1; JosAs 1:1; 3:1) Mt 7:28; 11:1; 13:53; 19:1; 26:1; Mk 1:9; 4:4; Lk 1:8, 23, 41, 59; 2:1, 6, 46; 6:12 al. At times it is followed by an inf. The phrase is usually omitted in translation; older versions transl. it came to pass.—Mlt. 16f; MJohannessohn, Das bibl. καὶ ἐγένετο u. s. Geschichte: ZVS 53, 1926, 161–212 (LXX); s. MDibelius, Gnomon 3, 1927, 446–50; HPernot, Études sur la langue des Évangiles 1927, 189–99; KBeyer, Semitische Syntax im NT, ’62, 29–62; JReiling, BT 16, ’65, 153–63; EDelebecque, Études grecques sur l’Évangile de Luc ’76, 123–65.
    to experience a change in nature and so indicate entry into a new condition, become someth.
    w. nouns (Lamellae Aur. Orphicae ed. AOlivieri 1915, p. 16, 5 θεὸς ἐγένου ἐξ ἀνθρώπου [IV/III]; Arrian, Anab. 5, 26, 5; Sir 51:2; 1 Esdr 4:26; Wsd 8:2; 4 Macc 16:6; En 103:11; Tat. 19, 2 τοῦ θανάτου καταφρονηταὶ γίνεσθε): ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν that you may become sons of your father Mt 5:45; ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων I will turn you into fishers of people Mk 1:17; a traitor Lk 6:16; friends 23:12 (cp. Jos., Ant. 11, 121); children of God J 1:12; children of light 12:36; a Christian Ac 26:29; apostle AcPlCor 2:4; a father Ro 4:18; a fool 1 Cor 3:18; a spectacle 4:9; a man, an adult 13:11 (Tob 1:9); a curse Gal 3:13. οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασεν γενηθῆναι ἀρχιερέα he did not exalt himself to be made high priest Hb 5:5; ἐγένετο ἀντὶ αὐτοῦ Σαμουήλ Samuel became (high priest) in his place GJs 10:2. W. double nom. (Ps.-Apollod., Epit. 3, 15 δράκων λίθος ἐγένετο; Quint. Smyrn. 12, 507; Bel 28; 4 Macc 18:7) οἱ λίθοι ἄρτοι γίνονται the stones turn into loaves Mt 4:3. τὸ αἵμα αὐτοῦ λίθον γεγενημένον GJs 24:3. ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο J 1:14 (the reverse PBerl 13044, col. III, 28ff [UWilcken, SBBerlAk 1923, 161f] τί ποιῶν ἄν τις γένοιτο θεός;). τὸ ὕδωρ γενήσεται πηγή 4:14. ἡ περιτομὴ ἀκροβυστία γέγονεν Ro 2:25. ἐγενόμην ἐγὼ διάκονος I became a courier Col 1:23 (cp. Herodian 2, 6, 8 ἀνὴρ ἔπαρχος γενόμενος).—Also γ. εἴς τι (Menand., Peric. 49f Kö. [169f S.] τὸ κακὸν εἰς ἀγαθὸν ῥέπει γινόμενον; 1 Km 4:9; Jdth 5:18; 1 Macc 2:11, 43; 3:58; En 19:2 al.; B-D-F §145, 1): ἐγένετο εἰς δένδρον it became a tree Lk 13:19; εἰς κεφαλὴν γωνίας Mt 21:42; Mk 12:10; Lk 20:17; Ac 4:11; 1 Pt 2:7 (all in ref. to Ps 117:22); εἰς χαρὰν γ. change (or, turn) into joy J 16:20. εἰς οὐδέν come to nothing Ac 5:36. εἰς παγίδα Ro 11:9 (Ps 68:23); εἰς κενὸν γ. be done in vain 1 Th 3:5. εἰς ἄψινθον Rv 8:11. Cp. AcPl Ha 6, 6. Also w. γίνεσθαι omitted: εἰς κατάκριμα (sc. ἐγένετο τὸ κρίμα) Ro 5:18.
    used w. an adj. to paraphrase the passive (Jdth 11:11; 1 Esdr 7:3; 2 Macc 3:34; Sus 64 Theod.; En 103:9; Ath. 37, 1 πάντων ὑποχειρίων γιγνομένων): ἁπαλὸν γ. become tender Mt 24:32; Mk 13:28; ἀπειθῆ γ. Ac 26:19; ἀποσυνάγωγον γ. be expelled fr. the synagogue J 12:42; ἄφαντον γ. disappear Lk 24:31; σκωληκόβρωτον γ. be eaten by worms Ac 12:23; γνωστόν, φανερὸν γ. become known (Just., A I, 63, 6) Mk 6:14; Ac 1:19; 9:42; 19:17; 1 Cor 3:13; 14:25; Phil 1:13; δόκιμον γ. pass the test Js 1:12; ἑδραῖον γ. 1 Cor 15:58; ἔκδηλον γ. 2 Ti 3:9; AcPlCor 1:16; ἔξυπνον γ. Ac 16:27 (1 Esdr 3:3=Jos., Ant. 11:34); s. ἀπόπληκτος, ἐλεύθερος, ἐμφανής, ἔμφοβος, ἐνεργής, ἔντρομος, καθαρός, μέγας, περιδάκρυτος, περικρατής, πλήρης, πρηνής, τυφλός, ὑγιής, ὑπήκοος, ὑπόδικος, φανερός 1.
    w. ἐν of a state of being (Stoic. III 221, 16; Diod S 20, 62, 4 ἐν ἀνέσει γ.; Plut., Tit. Flam. 378 [16, 1] ἐν ὀργῇ γ.; Lucian, Tim. 28; PPetr II, 20; III, 12 [252 B.C.] ἐν ἐπισχέσει γ.; BGU 5 II, 19 ἐν νόσῳ; POxy 471 IV, 77f; 4 Km 9:20; 1 Macc 1:27 v.l.; Sus 8 Theod.; Jos., Bell. 1, 320, Ant. 16, 372; Mel., P. 18 ἐν πόνοις … ἐν πληγαῖς etc.) ἐν ἀγωνίᾳ Lk 22:44. ἐν ἐκστάσει Ac 22:17. ἐν πνεύματι under the Spirit’s influence Rv 1:10; 4:2; AcPl Ha 6, 28. ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων be like human beings Phil 2:7. ἐν ἀσθενείᾳ, φόβῳ, τρόμῳ 1 Cor 2:3. ἐν δόξῃ 2 Cor 3:7. ἐν ἑαυτῷ γ. come to one’s senses (Soph., Phil. 950; X., An. 1, 5, 17; Polyb. 1, 49, 8; Chariton 3, 9, 11) Ac 12:11; γ. ἐν Χριστῷ be a Christian Ro 16:7. Cp. 7 below.
    to make a change of location in space, move
    εἴς τι (Hdt. 5, 87 al.; Philo, Op. M. 86; 2 Macc 1:13; also ἐν: Just., A II, 9, 3 ἐγενόμεθα ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπω): εἰς Ἱεροσόλυμα γ. (Jos., Ant. 10, 42) Ac 20:16; 21:17; 25:15. εἰς τὸν ἀγρόν Hv 3, 1, 4. Of a voice: ἐγένετο εἰς τὰ ὦτά μου reached my ear Lk 1:44. Fig. (cp. Bar 4:28) of Abraham’s blessing εἰς τὰ ἔθνη come to the Gentiles Gal 3:14; cp. 2 Cor 8:14 (s. περίσσευμα 1, ὑστέρημα 1).
    ἔκ τινος (Job 28:2): γ. ἐκ μέσου be removed, Lat. e medio tolli (cp. Ps.-Aeschin., Ep. 12, 6 ἐκ μέσου γενομένων ἐκείνων; Plut., Timol. 238 [5, 3]; Achilles Tat. 2, 27, 2) 2 Th 2:7 (HFulford, ET 23, 1912, 40f: ‘leave the scene’). Of a voice fr. heaven: ἐκ τ. οὐρανῶν γ. sound forth fr. heaven (2 Macc 2:21; cp. Da 4:31 Theod.) Mk 1:11; Lk 3:22; 9:35; cp. vs. 36.
    ἐπί τι: ἐπὶ τὸ μνημεῖον go to the tomb Lk 24:22; ἐπὶ τοὺς ἀναβαθμούς when he was at the steps Ac 21:35. Of fear that befalls someone (2 Macc 12:22) Lk 1:65; 4:36; Ac 5:5. Of ulcers: break out on someone Rv 16:2 (Ex 9:10f). Of divine commands: go out to someone Lk 3:2. ἐπί is somet. used w. the gen. (Appian, Liby. 93 §440; Alex. Aphr., Mixt. II 2 p. 213, 21) instead of the acc.: γενόμενος ἐπὶ τοῦ τόπου when he had arrived at the place 22:40 (Mitt-Wilck. I/2, 327, 18 ἐπὶ τ. τόπων γινόμενος).—J 6:21.
    w. κατά and gen. of place: τὸ γενόμενον ῥῆμα καθʼ ὅλης τῆς Ἰουδαίας the message that has spread throughout all Judea Ac 10:37. W. acc. of place (X., Cyr. 7, 1, 15; Apollon. Paradox. 3 κατὰ τόπους γ.; Jos., Ant. I, 174; cp. 2 Macc 9:8): γενόμενος κατὰ τὸν τόπον Lk 10:32; γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον Ac 27:7.
    w. πρός and acc. of the direction and goal (PLond III, 962, 1 p. 210 [III A.D.] γενοῦ πρὸς Ἄταϊν τὸν ποιμένα; PFlor 180, 45) 1 Cor 2:3; 2J 12. Of divine instructions be given to someone (Gen 15:1, 4; Jer 1:2, 11; 13:8; Ezk 6:1; Hos 1:1; cp. ἐπί w. acc.) J 10:35; Ac 7:31 v.l.; 10:13; 13:32.
    w. σύν and the dat. join someone (X., Cyr. 5, 3, 8; 2 Macc 13:13) Lk 2:13.
    w. ἐγγύς (X., An. 1, 8, 8, Cyr. 7, 1, 7; cp. γίν. πλησίον Philo, Mos. 1, 228; Jos., Ant. 4, 40): ἐγγὺς τοῦ πλοίου γίνεσθαι come close to the boat J 6:19. Fig. of the relation of believers to Christ: come near Eph 2:13.
    w. ὧδε come here J 6:25;
    ἔμπροσθέν τινος γ. J 1:15, 30 s. on ἔμπροσθεν 1bζ and ὀπίσω 2b.
    to come into a certain state or possess certain characteristics, to be, prove to be, turn out to be (on relation to the forms of εἰμί [here and in 8–10] s. ALink, StKr 69, 1896, 420ff). Used w. the nom. (Wsd 16:3; Jdth 16:21; Sir 31:22; 1 Macc 3:58) γίνεσθε φρόνιμοι be prudent Mt 10:16. ἄκαρπος γίνεται 13:22; Mk 4:19.—W. other words: vs. 22; 9:50; Lk 1:2; 2:2; 6:36 and very oft. Freq. the dat. of advantage (dat. commodi) is added (1 Macc 10:47; 2 Macc 7:37; 4 Macc 6:28; 12:17): ἀγαπητόν τινι γ. be dear to someone 1 Th 2:8. ἀπρόσκοπον γ. τινι be inoffensive to someone 1 Cor 10:32; γ. τινι μαθητήν J 15:8; μισθαποδότην γ. τινι be a rewarder of someone Hb 11:6; γ. ὁδηγόν τινι Ac 1:16. Cp. παρηγορία, σημεῖον, τύπος.—γ. ὁμοθυμαδόν come together in unanimity or reach unanimity Ac 15:25.—τὶ γίνεταί τινί τι a thing results in someth. for someone τὸ ἀγαθὸν ἐμοὶ ἐγ. θάνατος; Ro 7:13. ἡ ἐξουσία πρόσκομμα τοῖς ἀσθενέσιν 1 Cor 8:9.—γίνομαι ὡς, ὥσπερ, ὡσεί τις (Ps 21:15; 31:9; 37:15; 82:11; 87:5 al.) be, become, show oneself like Mt 6:16; 10:25; 18:3; 28:4; Lk 22:26, 44; 1 Cor 4:13; 9:20f; Gal 4:12. καθὼς ἐγένετο … οὕτως ἔσται as it was … so it will be Lk 17:26, 28. οὐ χρὴ ταῦτα οὕτως γίνεσθαι this should not be so Js 3:10. ὁσίως καὶ δικαίως καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν ἐγενήθημεν we proved/showed ourselves … toward you 1 Th 2:10.—In statements pert. to age (Aristoxenus, Fgm. 16 γεγονότα [sc. τὸν Πυθαγόραν] ἐτῶν τεσσαράκοντα; Demetr. of Phaleron [IV–III B.C.], Fgm. 153 Wehrli [’49]; Demetr: 722 Fgm. 1, 1 Jac.; Jos., Ant. 10, 50) ἐτῶν δώδεκα Lk 2:42; cp. 1 Ti 5:9.—Here prob. also belongs ἐγένετο γνώμης he decided Ac 20:3 (cp. Plut., Phoc. 752 [23, 4] ἐλπίδος μεγάλης γ.; Cass. Dio 61, 14 τ. ἐπιθυμίας γ.; Jos., Bell. 6, 287).
    to be present at a given time, be there ([Ps.-]Jos., Ant. 18, 63) Mk 1:4; J 1:6, hence exist (Diod S 3, 52, 4 γέγονε γένη γυναικῶν=there have been nations of women; Appian, Maced. 18 §3 τὸ χρυσίον τὸ γιγνόμενον=the gold that was at hand; Bar 3:26; 2 Macc 10:24) Ro 11:5; 1J 2:18. ἐγένετο there lived Lk 1:5. ἔν τινι 2 Pt 2:1. ἐπὶ τῆς γῆς Rv 16:18 (Da 12:1 Theod.).
    to be closely related to someone or someth., belong to
    gen. of the possessor (Appian, Bell. Civ. 5, 79 §336 a slave γεγένητο Πομπηίου=had belonged to Pompey: B-D-F §162, 7) belong to someone Lk 20:14, 33 (Appian, Bell. Civ. 2, 83 §350 γυνὴ Κράσσου γεγενημένη=who had been the wife of [the younger] Crassus).
    w. dat. of pers. belong to someone (PPetr II, 40b, 7 [277 B.C.]; O. Wilck II, 1530, 2f [120 B.C.] τὸ γινόμενόν μοι=what belongs to me) of a woman ἀνδρὶ ἑτέρῳ Ro 7:3f (cp. Ruth 1:12f; Dt 24:2).
    w. prep. μετά τινος (Josh 2:19) Ac 9:19; 20:18. οἱ μετʼ αὐτοῦ γενόμενοι his intimate friends Mk 16:10. πρός τινα be w. someone 1 Cor 16:10 ( make him [Timothy] feel quite at home with you Mft.) ὑπό τινα be under the authority of someone or someth. (1 Macc 10:38) Gal 4:4.
    Here perh. belongs ἰδίας ἐπιλύσεως οὐ γίνεται it is not a matter of private interpretation 2 Pt 1:20.
    to be in or at a place, be in, be there
    ἔν τινι to designate one’s present or future place of residence (X., An. 4, 3, 29; Appian, Bell. Civ. 5, 4 §15 Ἀντώνιος ἐν Ἐφέσῳ γενόμενος; Aelian, VH 4, 15; Herodian 2, 2, 5; POxy 283, 11; 709, 6 ἐν Μένφει γενόμενος; PTebt 416, 3; BGU 731 II, 6 ἐν οἰκίᾳ μου; Num 11:35; Judg 17:4; 1 Ch 14:17; Jdth 5:7 al. Demetr.: 722 Fgm. 1, 18 Jac.) Mt 26:6; Mk 9:33; Ac 7:38; 13:5; 2 Ti 1:17; Rv 1:9; AcPl Ha 7, 23.
    w. adv.: ἐκεῖ (X., An. 6, 5, 20; 3 Km 8:8 v.l.; Jos., Ant. 10, 180) Ac 19:21. κατὰ μόνας Mk 4:10.—B. 637. DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γίνομαι

  • 20 πατήρ

    πατήρ, πατρός, ὁ (Hom.+) acc. somet. πατέραν (ApcEsdr 2:6 p. 25, 26 Tdf.); voc. πάτερ; for this the nom. w. the art. ὁ πατήρ Mt 11:26; Mk 14:36; Lk 10:21b; Ro 8:15; Gal 4:6.—The vv.ll. πατήρ without the art. for the voc., in J 17:11, 21, 24, and 25 is regarded by B-D-F §147, 3 as a scribal error (but as early as II A.D. BGU 423, 11 has κύριέ μου πατήρ. Perh. even PPar 51, 36 [159 B.C.]). S. also W-S. §29, 4b and Mlt-H. 136; ‘father’.
    the immediate biological ancestor, parent
    male, father (of Noah Did., Gen. 165, 6) Mt 2:22; 4:21f; 8:21; 10:21; Mk 5:40; 15:21; Lk 1:17 (after Mal 3:23); J 4:53; Ac 7:14; 1 Cor 5:1; B 13:5 al. οἱ τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρες our physical fathers Hb 12:9a.
    male and female together as parents οἱ πατέρες parents (Pla., Leg. 6, 772b; Dionys. Hal. 2, 26; Diod S 21, 17, 2; X. Eph. 1, 11; 3, 3; Kaibel 227) Hb 11:23.—Eph 6:4; Col 3:21 (Apollon. Rhod. 4, 1089 of parents who are inclined to become λίην δύσζηλοι toward their children).
    one from whom one is descended and generally at least several generations removed, forefather, ancestor, progenitor, forebear: of Abraham (Jos., Ant. 14, 255 Ἀ., πάντων Ἑβραίων πατήρ; Just., D. 100, 3) Mt 3:9; Lk 1:73; 16:24; J 8:39, 53, 56; Ac 7:2b. Of Isaac Ro 9:10. Jacob J 4:12 (JosAs 22:5). David Mk 11:10; Lk 1:32. Pl. οἱ πατέρες the forefathers, ancestors (Hom. et al.; oft. LXX; En 99:14; PsSol 9:10; ParJer 4:10; Jos., Ant. 13, 297; Just., D. 57, 2 and 136, 3; Mel., P. 87, 654) Mt 23:30, 32; Lk 1:55; 6:23, 26; 11:47f; J 4:20; 6:31; Ac 3:13, 25; Hb 1:1; 8:9 (Jer 38:32); B 2:7 (Jer 7:22); 5:7; 14:1; PtK 2 p. 15, 6 (Jer 38:32).
    one who provides moral and intellectual upbringing, father
    in a positive sense (Epict. 3, 22, 81f: the Cynic superintends the upbringing of all pers. as their πατήρ; Procop. Soph., Ep. 13; Ael. Aristid. 47 p. 425 D.: Pla. as τῶν ῥητόρων π. καὶ διδάσκαλος; Aristoxenus, Fgm. 18: Epaminondas is the ἀκροατής of the Pythagorean Lysis and calls him πατήρ; Philostrat., Vi. Soph. 1, 8 p. 10, 4 the διδάσκαλος as πατήρ) ἐὰν μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλʼ οὐ πολλοὺς πατέρας 1 Cor 4:15 (cp. GrBar 13:4 εἰς πνευματικοὺς πατέρας; on the subject matter ADieterich, Mithraslit. 1903, 52; 146f; 151; Rtzst., Mysterienrel.3 40: ‘he [the “mystes”] by these teachings becomes the parent of the novice. We find undoubted examples of πατήρ as a title in the Isis cult in Delos, in the Phrygian mystery communities, in the Mithras cult, in the worshipers of the θεὸς ὕψιστος and elsewh.’). Of Jesus ὡς πατὴρ υἱοὺς ἡμᾶς προσηγόρευσεν as a father he called us (his) sons 2 Cl 1:4 (cp. Ps.-Clem., Hom. 3, 19; ὁ Χριστὸς π. τῶν πιστευόντων ὑπάρχει Did., Gen. 106, 6.—ὁ Ἰησοῦς, ὁ π. [=founder] τῆς τοιαύτης διδασκαλίας Orig., C. Cels. 2, 44, 32).
    in a neg. sense of the devil (for patristic trad. s. Lampe s.v. πατήρ D)
    α. as father of a group of Judeans J 8:44ab, as verdict on the sin of the opposition to God’s purpose in Jesus, not on the person (cp. descriptions of dissidents at Qumran, esp. 1QS and 1QH, w. focus on aspect of deception).
    β. as father of lies (Celsus 2, 47 as π. τῆς κακίας) vs. 44c (on πατήρ in the sense of ‘originator’ cp. Caecil. Calact., Fgm. 127 ὁ π. τοῦ λόγου=the author of the book). On the view that in 44a and c there might be a statement about the father of the devil s. Hdb.3 ad loc. (NDahl, EHaenchen Festschr. ’64, 70–84 [Cain]).—LDürr, Geistige Vaterrschaft in: Herwegen Festschr. ’38, 1–30.
    a title of respectful address, father
    as an honorary title (Diod S 21, 12, 2; 5; Ps.-Callisth. 1, 14, 2 πάτερ; 4 Km 2:12; 6:21; 13:14; Test Abr B 2 p. 106, 3 [Stone p. 60] καλὲ πάτερ; Jos., Ant. 12, 148; 13, 127; Just., D. 3, 7. Also PGen 52, 1; 5 κυρίῳ καὶ πατρὶ Ἀμινναίῳ Ἀλύπιος; UPZ 65, 3 [154 B.C.]; 70, 2; BGU 164, 2; POxy 1296, 15; 18; 1592, 3; 5; 1665, 2) Mt 23:9a; specif. in addressing the members of the High Council Ac 7:2a; cp. 22:1 (of Job in TestJob 53:3 ὁ πατὴρ τῶν ὀρφανῶν).
    as a designation of the older male members of a church (as respectful address by younger people to their elders Hom. et al. S. also a.) 1J 2:13, 14b.
    revered deceased persons with whom one shares beliefs or traditions, fathers, ancestors
    generation(s) of deceased Christians 2 Pt 3:4; 1 Cl 23:3=2 Cl 11:2 (an apocryphal saying, at any rate interpreted in this way by the Christian writers). Christians of an earlier generation could also be meant in 1 Cl 30:7; 60:4; 62:2; 2 Cl 19:4. Yet it is poss. that these refer to
    the illustrious religious heroes of the OT, who are ‘ancestors’ even to gentile Christians, who are validated as Israelites (Just., D. 101, 1). In 1 Cor 10:1 Paul calls the desert generation of Israelites οἱ πατέρες ἡμῶν (the ‘philosophers’ of earlier times are so called in Cleopatra 114f). Likew. Ro 4:12b Abraham ὁ πατὴρ ἡμῶν (on this s. c below). The latter is also so referred to Js 2:21; 1 Cl 31:2; likew. the patriarch Jacob 4:8.
    the ‘fatherhood’ can also consist in the fact that the one who is called ‘father’ is the prototype of a group or the founder of a class of persons (cp. Pla., Menex. 240e οὐ μόνον τῶν σωμάτων τῶν ἡμετέρων πατέρας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐλευθερίας; 1 Macc 2:54). Abraham who, when he was still uncircumcised, received the promise because of his faith, and then received circumcision to seal it, became thereby πατὴρ πάντων τῶν πιστευόντων διʼ ἀκροβυστίας father of all those who believe, though they are uncircumcised Ro 4:11 and likew. πατὴρ περιτομῆς father of those who are circumcised vs. 12a, insofar as they are not only circumcised physically, but are like the patriarch in faith as well. Cp. 4:16, 17 (Gen 17:5).
    the supreme deity, who is responsible for the origin and care of all that exists, Father, Parent (Just., A II, 6, 2 τὸ δὲ πατὴρ καὶ θεὸς καὶ κτίστης καὶ κύριος καὶ δεσπότης οὐκ ὀνόματά ἐστιν, ἀλλʼ … προσφήσεις ‘the terms, father, god, founder, lord, and master are not names but … modes of address [in recognition of benefits and deeds])
    as the originator and ruler (Pind., O. 2, 17 Χρόνος ὁ πάντων π.; Pla., Tim. 28c; 37c; Stoa: Epict. 1, 3, 1; Diog. L. 7, 147; Maximus Tyr. 2, 10a; Galen XIX p. 179 K. ὁ τῶν ὅλων πατὴρ ἐν θεοῖς; Job 38:28; Mal 2:10; Philo, Spec. Leg. 1, 96 τῷ τοῦ κόσμου πατρί; 2, 6 τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τῶν ὅλων, Ebr. 30; 81, Virt. 34; 64; 179; 214; Jos., Ant. 1, 20 πάντων πατήρ; 230; 2, 152; 7, 380 πατέρα τε καὶ γένεσιν τῶν ὅλων; Herm. Wr. 1, 21 ὁ πατὴρ ὅλων … ὁ θεὸς κ. πατήρ; 30 al., also p. 476, 23 Sc. δεσπότης καὶ πατὴρ καὶ ποιητής; PGM 4, 1170; 1182; Just., A I, 45, 1 ὁ π. τῶν πάντων θεός; D. 95, 2 ὁ πατὴρ τῶν ὅλων; Ath. 27, 2; Iren.; Orig., C. Cels. 1, 46, 34; Hippolyt.; π. δὲ δὶα τὸ εἶναι πρὸ τῶν ὅλων Theoph. Ant. 1, 4 [p. 64, 8]) ὁ πατὴρ τῶν φώτων the father of the heavenly bodies Js 1:17 (cp. ApcMos 36 v.l. [MCeriani, Monumenta Sacra et Profana V/1, 1868] ἐνώπιον τοῦ φωτὸς τῶν ὅλων, τοῦ πατρὸς τῶν φώτων; 38).
    as ὁ πατὴρ τῶν πνευμάτων Hb 12:9b (cp. Num 16:22; 27:16 and in En the fixed phrase ‘Lord of the spirits’).—SeePKatz, Philo’s Bible ’50, p. 33, 1.
    as father of humankind (since Hom. Ζεύς is called πατήρ or πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε; Diod S 5, 72, 2 πατέρα δὲ [αὐτὸν προσαγορευθῆναι] διὰ τὴν φροντίδα καὶ τὴν εὔνοιαν τὴν εἰς ἅπαντας, ἔτι δὲ καὶ τὸ δοκεῖν ὥσπερ ἀρχηγὸν εἶναι τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων=‘[Zeus is called] father because of his thoughtfulness and goodwill toward all humanity, and because, moreover, he is thought of as originator of the human race’, cp. 3, 61, 4; 5, 56, 4; Dio Chrys. 36 [53], 12 Zeus as π. τῶν ἀνθρώπων, not only because of his position as ruler, but also because of his love and care [ἀγαπῶν κ. προνοῶν]. Cp. Plut., Mor. 167d; Jos., Ant. 4, 262 πατὴρ τοῦ παντὸς ἀνθρώπων γένους. In the OT God is called ‘Father’ in the first place to indicate a caring relationship to the Israelite nation as a whole, or to the king as the embodiment of the nation. Only in late writers is God called the Father of the pious Israelite as an individual: Sir 23:1, 4; Tob 13:4; Wsd 2:16; 14:3; 3 Macc 5:7.—Bousset, Rel.3 377ff; EBurton, ICC Gal 1921, 384–92; RGyllenberg, Gott d. Vater im AT u. in d. Predigt Jesu: Studia Orient. I 1925, 51–60; JLeipoldt, D. Gotteserlebnis Jesu 1927; AWilliams, ‘My Father’ in Jewish Thought of the First Century: JTS 31, 1930, 42–47; TManson, The Teaching of Jesus, ’55, 89–115; HMontefiore, NTS 3, ’56/57, 31–46 [synoptics]; BIersel, ‘D. Sohn’ in den synopt. Ev., ’61, 92–116).
    α. as a saying of Jesus ὁ πατήρ σου Mt 6:4, 6b, 18b. ὁ πατὴρ ὑμῶν Mt 6:15; 10:20, 29; 23:9b; Lk 6:36; 12:30, 32; J 20:17c. ὁ πατὴρ αὐτῶν (=τῶν δικαίων) Mt 13:43. ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν (τοῖς) οὐρανοῖς (the synagogue also spoke of God as ‘Father in Heaven’; Bousset, Rel.3 378) Mt 5:16, 45; 6:1; 7:11; Mk 11:25. ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος Mt 5:48; 6:14, 26, 32. Cp. 23:9b. ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ Lk 11:13. ὁ πατήρ σου ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ (or κρυφαίῳ) Mt 6:6a, 18a.—For the evangelist the words πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς Mt 6:9 refer only to the relation betw. God and humans, though Jesus perh. included himself in this part of the prayer. The same is true of πάτερ ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου Lk 11:2 (for invocation in prayer cp. Simonides, Fgm. 13, 20 Ζεῦ πάτερ).—ELohmeyer, D. Vaterunser erkl. ’46 (Eng. tr. JBowden, ’65); TManson, The Sayings of Jesus, ’54, 165–71; EGraesser, Das Problem der Parusieverzögerung in den synopt. Ev. usw., Beih. ZNW 22, ’57, 95–113; AHamman, La Prière I, Le NT, ’59, 94–134; JJeremias, Das Vaterunser im Lichte der neueren Forschung, ’62 (Eng. tr., The Lord’s Prayer, JReumann, ’64); WMarchel, Abba, Père! La Prière ’63; also bibl. in JCharlesworth, ed., The Lord’s Prayer and Other Prayer Texts fr. the Greco-Roman Era ’94, 186–201.
    β. as said by Christians (Sextus 59=222; 225 God as π. of the pious. The servant of Sarapis addresses God in this way: Sb 1046; 3731, 7) in introductions of letters ἀπὸ θεοῦ πατρὸς ἡμῶν: Ro 1:7; 1 Cor 1:3; 2 Cor 1:2; Gal 1:3, cp. vs. 4; Eph 1:2; Phil 1:2; Col 1:2; Phlm 3; 2 Th 1:2 (v.l. without ἡμῶν); without ἡμῶν 1 Ti 1:2 (v.l. with ἡμῶν); 2 Ti 1:2; Tit 1:4; 2J 3a (here vs 3b shows plainly that it is not ‘our’ father, but the Father of Jesus Christ who is meant).—πατὴρ ἡμῶν also Phil 4:20; 1 Th 1:3; 3:11, 13; 2 Th 2:16; D 8:2; 9:2f. τὸν ἐπιεικῆ καὶ εὔσπλαγχνον πατέρα ἡμῶν 1 Cl 29:1. Likew. we have the Father of the believers Ro 8:15 (w. αββα, s. JBarr, Abba Isn’t Daddy: JTS 39, ’88, 28–47; s. also JFitzmyer, Ro [AB] ad loc.); 2 Cor 1:3b (ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν; s. οἰκτιρμός); 6:18 (cp. 2 Km 7:14); Gal 4:6; Eph 4:6 (πατὴρ πάντων, as Herm. Wr. 5, 10); 1 Pt 1:17. ὁ οἰκτίρμων καὶ εὐεργετικὸς πατήρ 1 Cl 23:1. Cp. 8:3 (perh. fr. an unknown apocryphal book). πάτερ ἅγιε D 10:2 (cp. 8:2; 9:2f).
    γ. as said by Judeans ἕνα πατέρα ἔχομεν τὸν θεόν J 8:41b. Cp. vs. 42.
    as Father of Jesus Christ
    α. in Jesus’ witness concerning himself ὁ πατήρ μου Mt 11:27a; 20:23; 25:34; 26:29, 39, 42, 53; Lk 2:49 (see ὁ 2g and Goodsp., Probs. 81–83); 10:22a; 22:29; 24:49; J 2:16; 5:17, 43; 6:40 and oft. in J; Rv 2:28; 3:5, 21. ἡ βασιλεία τοῦ πατρός μου 2 Cl 12:6 in an apocryphal saying of Jesus. ὁ πατήρ μου ὁ ἐν (τοῖς) οὐρανοῖς Mt 7:21; 10:32, 33; 12:50; 16:17; 18:10, 19. ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος 15:13; 18:35 (Just., A I, 15, 8). Jesus calls himself the Human One (Son of Man), who will come ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ 16:27; Mk 8:38. Abs. ὁ πατήρ, πάτερ Mt 11:25, 26; Mk 14:36 (s. GSchelbert, FZPhT 40, ’93, 259–81; response ERuckstuhl, ibid. 41, ’94, 515–25; response Schelbert, ibid. 526–31); Lk 10:21ab; 22:42; 23:34, 46 (all voc.); J 4:21, 23ab; 5:36ab, 37, 45; 6:27, 37, 45, 46a, 65 and oft. in J. Father and Son stand side by side or in contrast Mt 11:27bc; 24:36; 28:19; Mk 13:32; Lk 10:22bc; J 5:19–23, 26; 1J 1:3; 2:22–24; 2J 9; B 12:8. WLofthouse, Vater u. Sohn im J: ThBl 11, ’32, 290–300.
    β. in the confession of the Christians π. τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ro 15:6; 2 Cor 1:3a; Eph 1:3; Col 1:3; 1 Pt 1:3. π. τοῦ κυρίου Ἰησοῦ 2 Cor 11:31. Cp. 1 Cor 15:24; Hb 1:5 (2 Km 7:14); Rv 1:6; 1 Cl 7:4; IEph 2:1; ITr ins 12:2; MPol 14:1; AcPl Ha 2, 33; 6, 34; AcPlCor 2:7 (cp. Just., D. 30, 3; 129, 1 al.).
    Oft. God is simply called (ὁ) πατήρ (the) Father (e.g. TestJob 33:9, s. DRahnenführer, ZNW 62, ’71, 77; ApcMos 35 τοῦ ἀοράτου πατρός; Just., D. 76, 3 al. On the presence or absence of the art. s. B-D-F §257, 3; Rob. 795) Eph 2:18; 3:14; 5:20; 6:23; 1J 1:2; 2:1, 15; 3:1; B 14:6; Hv 3, 9, 10; IEph 3:2; 4:2; IMg 13:2; ITr 12:2; 13:3; IRo 2:2; 3:3; 7:2; 8:2; IPhld 9:1; ISm 3:3; 7:1; 8:1; D 1:5; Dg 12:9; 13:1; AcPlCor 2:5, 19; MPol 22:3; EpilMosq 5. θεὸς π. Gal 1:1 (for the formulation Ἰ. Χρ. καὶ θεὸς πατήρ cp. Diod S 4, 11, 1: Heracles must obey τῷ Διὶ καὶ πατρί; Oenomaus in Eus., PE 5, 35, 3 Λοξίας [=Apollo] καὶ Ζεὺς πατήρ); Phil 2:11; Col 3:17; 1 Th 1:1, 2 v.l.; 2 Pt 1:17; Jd 1; IEph ins a; ISm ins; IPol ins; MPol ins. ὁ θεὸς καὶ π. Js 1:27; Col 3:17 v.l.; MPol 22:1; ὁ κύριος καὶ π. Js 3:9.—Attributes are also ascribed to the πατήρ (Zoroaster acc. to Philo Bybl.: 790 Fgm. 4, 52 Jac. [in Eus., PE 1, 10, 52] God is π. εὐνομίας κ. δικαιοσύνης) ὁ πατὴρ τῆς δόξης Eph 1:17. πατὴρ ὕψιστος IRo ins. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ παντοκράτωρ MPol 19:2.—B. 103. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πατήρ

См. также в других словарях:

  • ἀνθρώπων — ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀνθρώπων — ἀνθρώπων , ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνθρώπων — ἀνθρώπων , ἄνθρωπος man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»